Με βάση τη δική μου, λοιπόν, εμπειρία, από τρεις εκλογικές αναμετρήσεις και απ’ τη δωδεκαετή παρουσία μου στο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Λαρισαίων είμαι σε θέση, πιστεύω, να επισημάνω κάποιες προϋποθέσεις, που πρέπει να έχουν υπόψη τους οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, αν, πράγματι, επιθυμούν την επιτυχία και δεν τους ικανοποιεί, μόνο, η συμμετοχή τους στο ψηφοδέλτιο, έστω κι αν κανείς δεν κατεβαίνει στον πολιτικό στίβο, για να χάσει.
Η πιο βασική προϋπόθεση, κατά την άποψή μου, είναι να ξέρει ο κόσμος, που ψηφίζει, ποιος είσαι και ποιο το αποτύπωμά σου στην κοινωνία. Γιατί, κακά τα ψέματα, όποιος θελήσει, εντελώς ξαφνικά, να εμπλακεί στα κοινά, είναι καταδικασμένος σε αποτυχία. Γι’ αυτό και, συνήθως, έχουν την τύχη με το μέρος τους πετυχημένοι επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι και καλλιτέχνες ή γόνοι τζακιών, που είναι γνωστοί στο κοινό. Αυτό αποδεικνύεται και απ’ το γεγονός, ότι, όποιος άγνωστος καταφέρει μία φορά να πείσει το εκλογικό σώμα, ότι είναι άξιος της εμπιστοσύνης του, δε δυσκολεύεται να συνεχίσει, εκτός κι αν αποδειχθεί κατώτερος των περιστάσεων.
Όλοι οι άλλοι υποψήφιοι, για να τους μάθει ο κόσμος και για να έχουν πιθανότητες επιτυχίας, θα πρέπει να έχουν κολλήσει, προηγουμένως, πολλά κοινωνικοπολιτικά ένσημα, όντας δραστήρια μέλη κομματικών, συνδικαλιστικών, επιστημονικών, πολιτιστικών ή άλλων φορέων. Αλλά και η μακροχρόνια αρθρογραφία στον Τύπο, καθώς και η δημοσιοποίηση των απόψεων κάποιου από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα και το διαδίκτυο, μπορούν να συμβάλουν στην αναγνωρισιμότητά του.
Κοντά σ’ όλα αυτά, πρέπει κανείς να έχει γευθεί, προηγουμένως, τη γλύκα και την πίκρα της εργασίας, να έχει οικονομική ανεξαρτησία και τη δυνατότητα να ξοδεύει κάποια χρήματα, προκειμένου ν’ ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις ενός υποψηφίου, χωρίς να τα στερεί απ’ τα παιδιά του.
Υπάρχουν, βέβαια, οι χρηματοδότες, που προσφέρονται γι’ αυτό τον σκοπό, τους οποίους, όμως, δε συνιστώ σ’ όσους υποψηφίους θέλουν να διαφεντεύουν τον εαυτό τους και το έργο τους απαλλαγμένοι από βαρίδια. Δε συνιστώ, επίσης, την υποσχεσιολογία και κάθε τι που δημιουργεί ψεύτικες προσδοκίες, γιατί θα τις βρουν μπροστά τους και, αργά ή γρήγορα, θα τις πληρώσουν.
Όλοι, ωστόσο, οι υποψήφιοι, απ’ όποια αφετηρία κι αν ξεκινούν, πρέπει να έχουν υπόψη τους, ότι για μια πετυχημένη πορεία στον αυτοδιοικητικό ή στον κοινοβουλευτικό στίβο πρέπει, αν μη τι άλλο, να έχουν στον αγώνα τους εξασφαλισμένη, εκ των προτέρων, τη σύμφωνη γνώμη ή την ανοχή, αλλά και τη στήριξη των μελών της οικογενείας τους, χωρίς, όμως, κατάχρηση της εμπιστοσύνης τους, γιατί, αλλιώς, μπορεί και να διαλύσουν το σπίτι τους.
Οι πετυχημένοι επαγγελματίες, πρέπει, επίσης, να γνωρίζουν, ότι η σοβαρή ενασχόληση με τις κοινές υποθέσεις προϋποθέτει παραμέληση της εργασίας τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Γι’ αυτό, άλλωστε, πολλά ψηφοδέλτια είναι γεμάτα από ονόματα δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων.
Και κάτι, ακόμα, πάρα πολύ σημαντικό. Πρέπει, όσοι σκέφτονται ν’ ασχοληθούν με τα κοινά, να εκλαμβάνουν την ενασχόληση αυτή ως προσφορά στο κοινό και ως χόμπι και όχι ως επάγγελμα, να μην εκμεταλλεύονται καταστάσεις προς ίδιον όφελος, και να αντιλαμβάνονται, τέλος, όχι μόνο πότε είναι η κατάλληλη στιγμή, προκειμένου να μπουν στον πολιτικό στίβο, αλλά, κυρίως, πότε να βγουν απ’ αυτόν με δική τους πρωτοβουλία και όχι των ψηφοφόρων, αν επιθυμούν την υστεροφημία και την εκτίμηση του κόσμου. Είναι παρατηρημένο, άλλωστε, ότι, πλην εξαιρέσεων, όποιος αντιμετωπίζει την πολιτική του σταδιοδρομία με καθεστωτική αντίληψη, βγαίνει, συνήθως, χαμένος απ’ το πολιτικό παιχνίδι και χωρίς κανένα «ευχαριστώ».
Κοντολογίς, η ενασχόληση με τα κοινά και από κάποιο έδρανο ούτε πρέπει να είναι αυτοσκοπός, ούτε αποτελεί εύκολη υπόθεση, αφού σκοντάφτει σε πολλά εμπόδια, αλλά και ούτε ταιριάζει στους πολίτες εκείνους, που έχουν άλλες προτεραιότητες στη ζωή τους. Παρ’ όλα αυτά, τη συνιστώ, ανεπιφύλακτα, έστω κι αν, όσα καλά και να κάνει κανείς αιρετός μέσα σ’ αυτό το αρρωστημένο πολιτικό κλίμα αμφισβήτησης, που επικρατεί στον τόπο μας και που μας θέλει όλους ίδιους, αρκεί μία στραβή, για να ακυρώσει την προσφορά του και να επισκιάσει το έργο του.
Από τον Κώστα Γιαννούλα