Αυτά σκεφτόταν ο κύριος Τάκης και ταυτόχρονα έριχνε μια γρήγορη ματιά προς την κύρια πύλη καθώς μόλις εκείνη τη στιγμή ένα αυτοκίνητο την περνούσε. Δεν ήταν ούτε τώρα το αυτοκίνητο που περίμενε. Κοίταξε το ρολόι του για πολλοστή φορά απογοητευμένος και σηκώθηκε από το ξύλινο παγκάκι που καθόταν, με αργά βήματα κατευθύνθηκε προς το κοινό καθιστικό του ιδρύματος. Μια νοσοκόμα περνούσε δίπλα του, σπρώχνοντας κάποιον πάνω σ’ ένα καροτσάκι. Του χάρισε ένα σύντομο χαμόγελο και της το ανταπέδωσε με χαρά.
Σήμερα έκλεινε τα ογδόντα τρία του, είχε τα γενέθλιά του αλλά κατά όπως φαίνονταν μόνο αυτός θα τα θυμότανε. Ήταν πλήρης ημερών όπως λένε κατά συνήθεια για τους ηλικιωμένους ο κύριος Τάκης. Τρία χρόνια πριν έχασε τη γυναίκα του και ας ήταν κατά οκτώ χρόνια νεότερή του και ας πίστευε ο ίδιος πάντα πως θα έφευγε πρώτος. Η απόφαση να μπει στο γηροκομείο ήταν αποκλειστικά δική του. Πίστευε πως θα τον βόλευε αυτή η ζωή και πως θα ήταν ό,τι έπρεπε για έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν. Οι δυο γιοί του προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, είχαν αποφασίσει να τον μοιράζονται, να τον πάρουν κοντά τους από έξι μήνες ο καθένας. Ο κυρ Τάκης είχε απορρίψει την πρόταση και είχε προλάβει να δει τα χαρούμενα πρόσωπα και τα χαμόγελα από τις νύφες του. Άλλωστε είχε συμφιλιωθεί από καιρό με την ιδέα του γηροκομείου, δεν τον ενοχλούσε, θα του έφτανε μόνο να έρχονταν που και που να τον βλέπουν, να συζητούν να βλέπει τα εγγόνια του να μεγαλώνουν, μόνο αυτό απαίτησε, τίποτα άλλο και δεν μετάνιωσε ποτέ για την απόφασή του.
Παρ’ όλη την ηλικία του, ήταν σε καλή κατάσταση και κυρίως με πλήρη διαύγεια, πράγμα σπάνιο εκεί μέσα. Σηκώθηκε πάλι προσεκτικά από το κάθισμά του και κατευθύνθηκε στο δωμάτιό του. Όταν έφτασε, κοίταξε έξω στην αυλή από το παράθυρο. Ήταν όμορφη μέρα ηλιόλουστη, όπως θα έπρεπε να είναι η κάθε Κυριακή, αλλά αυτός ένιωθε απογοήτευση, μαζί με λύπη. Δεν τον επισκέφτηκαν πάλι, ήταν η τελευταία Κυριακή του μήνα κι όμως δεν είχαν έρθει ούτε κι αυτήν. Ίσως όμως τελικά να ήταν πολύ όλο αυτό που ζητούσε, αυτός ο χρόνος που γύρευε να μοιραστεί μαζί τους. Είχαν τόσα και αυτοί να κάνουν, τόσες σκοτούρες, τόσα πράγματα να νοιαστούν. Μπορεί να μην του αναλογούσε ο χρόνος που γύρευε. Κοίταξε τον καθρέπτη που ήταν ακριβώς δίπλα από το παράθυρο, είχε βάλει τα καλά του για την περίσταση, χρόνια μας πολλά είπε στο είδωλό του έχοντας μια κάποια ευθυμία στη φωνή του. Χρόνια μας πολλά κύριε Τάκη επανέλαβε…
Από τον Ευστάθιο Γαϊτανίδη