Ο Μέγας Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (810-891μ.Χ) είχε πει ότι: «Τη φρόνηση ασκεί η μελέτη και η μνήμη των πράξεων και των λόγων των παλαιοτέρων, και η συναναστροφή με συνετούς και έμπειρους ανθρώπους».
Η Αγγελική Χατζημιχάλη ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία ανθρώπων, γι’ αυτό η μνημόνευση στοιχείων της ζωής και του έργου της είναι ωφέλιμη και εποικοδομητική, προκειμένου να διασωθεί και να διαδοθεί το πνεύμα της και η προσφορά της στους Σαρακατσάνους και στον Ελληνισμό γενικότερα, και στις νεότερες γενιές.
Η Αγγελική Χατζημιχάλη (1895-1965) γεννήθηκε στην Πλάκα της Αθήνας. Έκανε δύο γάμους, στον καθένα από τους οποίους απέκτησε από ένα παιδί. Μεγάλωσε μέσα σε αριστοκρατικό οικογενειακό περιβάλλον, ενώ οι οικογενειακές της καταβολές επηρέασαν τη μετέπειτα πορεία της ως άτομο.
Όπως η ίδια αναφέρει: «Το σπίτι του πατέρα μου στη Ζάκυνθο, ήταν γεμάτο βιβλία, χειρόγραφα, κεντήματα και βυζαντινές εικόνες κρεμασμένες ως το ταβάνι του σπιτιού μας», δείγμα της μεγάλης αγάπης των προγόνων της για τη λαϊκή τέχνη.
Γύρισε τα χωριά και τις πόλεις της Ελλάδας και συγκέντρωσε πλούσιο λαογραφικό υλικό, το οποίο ανέδειξε τόσο μέσα από την πλούσια δραστηριότητά της (ίδρυση Συνδέσμου Ελληνικής Χειροτεχνίας, τον μέχρι πρότινος ΕΟΜΜΕΧ κ.α.), όσο και μέσα από το σημαντικό συγγραφικό της έργο με κυριότερα βιβλία το «Ελληνική λαϊκή τέχνη: Σκύρος (1925)», Υποδείγματα ελληνικής διακοσμητικής (1929).
Εμβληματικά έργα της είναι τα: «Σαρακατσάνοι (1957)» για το οποίο βραβεύτηκε με το βραβείο Πουρφίνα από την «Ομάδα των 12» και «Η ελληνική λαϊκή φορεσιά» που εκδόθηκε μετά τον θάνατό της.
Στο δεύτερο βιβλίο δε, η Αγγελική Χατζημιχάλη φοβούμενη ότι δεν θ’ αργούσε να έρθει η εποχή που η παράδοση της λαϊκής τέχνης θα χαθεί οριστικά, άφησε εξαντλητικά λεπτομερείς περιγραφές της κάθε φορεσιάς και των κομματιών που την αποτελούν, πάμπολλες πληροφορίες για τον τρόπο κατασκευή τους, τα είδη των χρησιμοποιηθέντων υφασμάτων, τα νήματα και τη βαφή, την τεχνική του κεντήματος.
Σήμερα, στην τριώροφη οικία της στην Πλάκα στεγάζεται το Κέντρο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης του Δήμου Αθηναίων, το οποίο αξίζει κάποιος να επισκεφτεί στο πλαίσιο μιας ιδιωτικής επίσκεψης ή ενός εκπαιδευτικού προγράμματος για τους μαθητές και εκπαιδευτικούς.
Η οδός στην οποία στεγάζεται το κτίριο, φέρει τιμητικά το όνομα της μεγάλης Ελληνίδας λαογράφου (Αγγελικής Χατζημιχάλη 6). Για τη συνολική προσφορά στις τέχνες και στα γράμματα βραβεύτηκε επίσης με το αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών (1956).
Η Αγγελική Χατζημιχάλη αγάπησε με πάθος τη νομαδική φυλή των Σαρακατσάνων. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της γι’ αυτούς, την έκανε να αφήνει συχνά την οικογένειά της και την αριστοκρατική συνοικία της Πλάκας, ζώντας μεγάλες περιόδους της ζωής της μαζί τους και βιώνοντας από κοντά την κοινωνική οργάνωση των σαρακατσάνικων «τσελιγκάτων». Δεν υπήρχε στάνη που δεν γνώριζε την Αγγελική Χατζημιχάλη.
Οι Σαρακατσάνοι με την πεισματική εμμονή τους στα πατροπαράδοτα και καχύποπτοι με όσους δεν ήταν απ’ το «σνάφι» τους, αισθάνθηκαν την αυθεντική και καρδιακή αγάπη της, γι’ αυτό και οι επίγονοί τους την ονόμασαν «Μάνα των Σαρακατσάνων».
Εμείς οι Σαρακατσάνοι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, όταν οι πρόγονοί μας κατέβαιναν κάθε χειμώνα στα πεδινά, οι γηγενείς πληθυσμοί της επικράτειάς μας τους αντιμετώπιζαν με αισθήματα ξενοφοβίας.
Η Αγγελική Χατζημιχάλη κατάφερε να ανατρέψει αυτή τη νοοτροπία, προβάλλοντας δυναμικά τη φυλή μας, αποδεικνύοντας τις αρχέγονες ελληνικές της ρίζες.
Απέδειξε ότι η φυλή των Σαρακατσάνων διάβηκε ανέγγιχτη σχεδόν μέσα από τα ιστορικά περάσματα του χρόνου και μέσα από τις συχνές επιδρομές αλλοφύλων, που δεν διέστρεψαν τις αξίες και τα ιδανικά μας, τα ήθη και τα έθιμά μας, δεν αλλοίωσαν την ελληνική μας γλώσσα.
Χαρακτηριστικά γράφει: «Νομάδες από πανάρχαια μήτρα κτηνοτρόφων οι Σαρακατσάνοι. Γνήσιοι νομάδες ποιμένες και γνήσιοι Έλληνες – περήφανοι γι’ αυτό – οι Σαρακατσάνοι έχουν πιασμένα από πανάρχαια χρόνια τα ελληνικά βουνά».
Επειδή η λήθη είναι ένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους της σημερινής εποχής, ως ελάχιστο φόρο τιμής σ’ αυτή τη μεγάλη Ελληνίδα λαογράφο, οφείλουμε οι Σαρακατσάνοι να της αφιερώσουμε ένα από τα επόμενα ανταμώματα, και εφόσον αυτό έχει συμβεί στο παρελθόν, θα μπορούσε να ξαναπραγματοποιηθεί καθώς υπάρχουν και οι νεότερες γενιές, οι οποίες πρέπει να γνωρίσουν το μνημειώδες έργο της.
Από τον Αθανάσιο Κων. Λιακατά,
γεωπόνο