Κι αφού έριξα (μέσα μου, γιατί έξω μου είναι επικίνδυνα τα πράγματα) κάμποσα μπινελίκια, σηκώθηκα ανόρεχτος, έριξα το μαγιό και μια πετσέτα στον σάκο και είπα, μπρος, άντε πάμε.
Φορτωμένος με σάκους, διασχίζω το κέντρο της πόλης σαν κανένα χαζοτουρίστα, μέχρι να φτάσω στο σημείο που έχω παρκάρει –δυο τετράγωνα πιο κάτω- μουρμουρίζων, και υπό τα ειρωνικά (όπως μου φάνηκε) βλέμματα των συμπολιτών μου. Οι οποίοι είναι αραχτοί, άνετοι κι ωραίοι στα «κλασάτα» καφέ της Ταχυδρομείου, όπου κλείνουν... οχτάωρο στη φρεντο- σύνη. Χαλαρά…
Αμ, το ’δα εγώ το έργο! Στα κάμπινγκ του Παντελεήμονα, στον Πλαταμώνα, το αδιαχώρητο. Ένα σωρό... ομοιοπαθείς, ψάχνουν να παρκάρουν όπου βρουν –σιγά μην βρουν- διότι βλέπεις έχουν ανέβει οικονομικά και οι πτωχο-Βαλκάνιοι και ξανάρχονται για μπάνια στον κοσμικό Πλαταμώνα, το... Μαϊάμι των φτωχών σα να λέμε. Αυτοκίνητα πολυτελή με διακριτικά RO (Ρουμανίας), SRB (οι Σέρβοι είναι φίλοι μας), ΜΚ (οι «Μακεδόνες» δεν είναι φίλοι μας, αλλά αυτά θα τα πούμε στην κάλπη Κατρούγκαλε) και μαζί κάτι Βούλγαροι, Πολωνοί και λοιποί, έχουν καταλάβει τα πάντα. Έχουν παρκάρει εκατέρωθεν των στενών δρόμων, έχουν μπουκάρει σε αυλές σπιτιών, έχουν καλύψει όλα τα... ακάλυπτα οικόπεδα, ενώ για να βρεις θέση στα πάρκινγκ των μπητσόμπαρων πρέπει να ’σαι πρωτοξάδερφος του... Τζιτζικώστα τουλάχιστον.
- Α, να, εκεί άδειασε ένα πάρκινγκ. Τρέξε θα μας το πιάσουν…
Οφείλω να ομολογήσω ότι η Σούλα – βλαμμένη-ξε-βλαμμένη – είναι άριστη συνοδηγός. Το ‘χει ρε παιδάκι μου, μυρίζεται θέση πάρκινγκ πριν ακόμη ο τυχερός κάτοχος σκεφτεί να την αδειάσει. Γατόνι. Μετά, ξαναγίνεται η γνωστή Σούλα. Κατεβαίνει, μου κάνει κουμάντο, «όλο αριστερά πάρτο, έχεις τον «κώλο» έξω» (εγώ και η μισή παραλία).
Εκεί λοιπόν στο «όλο αριστερά» γίνεται το κακό. Οδηγίες η Σούλα, σιχτίρια εγώ, γκούρου-γκούρου η μηχανή, ένας περίεργος θόρυβος και μετά... καπούτ. Ξαναβάζω μπρος, ξανά ο ίδιος θόρυβος από το σαράβαλο μου (αγορασθέν στα χρυσά χρόνια της ΠΑΣΟΚάρας του Σημίτη). Πάει, τα ’φτυσε.
Περιμένοντας την Οδική Βοήθεια να με μαζέψει, ανοίγω το καπό και κάνω πως κοιτώ (διότι ανάθεμα κι αν ξέρω την τύφλα μου από μηχανές). Στο μεταξύ έχω τραβήξει τον οίκτο (και την περιέργεια) του πλήθους που κινείται γύρω μου. «Τι έπαθες ρε φιλαράκι» με ρωτάει ψυχοπονιάρικα ο ένας- «ιμάντας είναι», αποφαίνεται ο άλλος, «μπα, απ’ το αιρκοντίσιον είναι» λέει ένας τρίτος και γενικά αντιλαμβάνομαι σε μια στιγμή ότι γύρω μου έχει μαζευτεί μια ομάδα πεντέξι «μηχανικών» που, όπως οι προπονητές της εξέδρας, έχουν άποψη για όλα. Κι αντί να πάνε για μπάνιο, κάθονται και χαζεύουν τη χαλασμένη μηχανή ! Μυστήριο πράμα ο άντρας.
- Και αφού με φόρτωσε ο τυπάς (ένας νεαρός με βρόμικη βερμούδα, ιδρωμένη φανέλα και κάμποσα τατουάζ) στο γερανοφόρο όχημα της Οδικής Ασφάλειας επιχειρούμε ηρωική έξοδο από τα... στενά δρομάκια ανάμεσα στα κάμπινγκ, ό,τι άφησαν δηλαδή οι οικοπεδούχοι αφού έχτισαν το αυθαίρετα τους και έφραξαν τα οικόπεδά τους.
Εύκολο; Τσου… Κι έρχεται ο άλλος από απέναντι-«κάνε στην μπάντα ρε φίλος- δεν βλέπεις» αλλά δεν βλέπει ο φίλος, παρά μονάχα κουνάει τα χέρια, «δεν είσαι καλά ρε, πού να πάμε;», ρε Γιάννη, δεν τον βλέπεις; Ο οποίος... Γιάννης είναι αστυφύλακας, (γνωστός του τυπά) και συνοδηγός στο... περιπολικό της Αστυνομίας που έχει... εγκλωβιστεί κι αυτό, ανάμεσα σε πεντέξι άλλα ΙΧ, αλλά δεν ασχολείται, σου λέει, ντάξει μωρέ, θα τα βρουν τα σωφέρια από μόνα τους, τι σκας τώρα; Και συνέχισε να γλύφει το παγωτό που κρατούσε στα χέρια του (ο Γιάννης).
Στο μεταξύ εγώ, που από... λουόμενος στον Πλαταμώνα ήμουν κιόλας λουόμενος στον ιδρώτα, βρίσκομαι μέσα στο φορτηγό κι έχει πιαστεί ο «αποτέτοιος» μου. Διότι ο τυπάς, μ’ έχει βάλει να καθίσω στο μέσον, πάνω σε μια κονσόλα, ενώ η Σούλα, μια χαρά τη βόλεψε στο κάθισμα του συνοδηγού. Και πάνω που τα ρυθμίσαμε, μετά από ένα τέταρτο συνεννοήσεων με μια... ανάμεικτη αγγλική βαλκανικής κοπής (γκόου ρε, γκόουγαμότη μου, λεφτ ρε, λεφτ την Πολωνία μου μέσα), πάνω που ο δρόμος άνοιξε, εμφανίζεται ο αλάνης, γύφτος με διπλοκάμπινο «Χάιλουξ Τογιότα», άνετος κι ωραίος, μπαίνει με φόρα στον ανοιχτό δρόμο και διαλαλεί :
-Και ωραία σκόρδα έχωωωω έλα πάρεεεεε…
Κι εκεί τα είδα όλα! Έτσι νόμιζα δηλαδή. Γιατί το επόμενο δίωρο, ο τυπάς – με τον οποίο πιάσαμε κολλητηλήκια και σχολιάζαμε πόσο κάφροι είμαστε όλοι γενικώς οι Έλληνες που θέλουμε να παρκάρουμε αν είναι δυνατόν και πάνω στην παραλία, τραβολογούσε εμένα και τη Σούλα σ’ όλη την παραλιακή ζώνη. Εμένα αδίκως, τη Σούλα δικαίως, γιατί τα ’θελε ο «απαυτός» της, ασχέτως αν –προς το παρόν- ο δικός μου «απαυτός» είχε πιαστεί πάνω στην κονσόλα, δίπλα στον λεβιέ με τις ταχύτητες, εισπράττοντας τη συμπάθεια του «τυπά». «Πιάστκις φιλαράκι, α;». Εμ, πιάστκα, να μην πιαστώ;
Μέσα στο επόμενο δίωρο λοιπόν, κι ενώ με μετέφερε προς Λάρισα, πήγαμε ενδιαμέσως και σύραμε έναν άλλο ταλαίπωρο ΙΧή που είχε μια ψιλο - τράκα στις «Γαλαρίες», κι όταν ξεμπλέξαμε από κείνον τον λαβύρινθο, πήγαμε στους Νιους Πόροι να βάλουμε μπρος έναν άλλο που είχε μείνει από μπαταρία.
Κι ο ήλιος έλαμπε εις τον γαλανόν ουρανόν. Και η θάλασσα ελαμπύριζε εις τον ορίζοντα. Κι εγώ κάθιδρος ών, πάνω στην κονσόλα, αναλογιζόμουνα τι μπορεί να σου επιφυλάσσει η κάθε μέρα που ξημερώνει… Ξεκινάς για λουόμενος σε ξαπλώστρα με δροσερά ποτά, κοκτέιλ και... ανάερες υπάρξεις να λικνίζονται γύρω σου και καταλήγεις σχεδόν αγκαλιά μ’ έναν μπρατσωμένο νταλικέρη που κάνει μανούβρες και φτύνει διαρκώς απ’ το παράθυρο. Ποτέ μην λες ποτέ…
Στην Αιγάνη, στα σύνορα των Νομών Λαρίσης και Πιερίας αποχαιρετώ τον «τυπά» μου. Με ξεφορτώνει, με φορτώνουν σε ένα άλλο γερανοφόρο που ήρθε από τη Λάρισα –πολιτική της εταιρείας λέει, οκ, πάσο- και ταξιδεύω πλέον σε θεσσαλικό έδαφος.
Πάει να πιάσει απογευματάκι πια. Κι εγώ πάλι στην κονσόλα του νέου μεταφορέα, που είναι –ομολογώ- ευγενέστατος και με διάθεση να με παρηγορήσει. «Ντάξει μωρέ, συμβαίνουν αυτά…», αλλά και να με πείσει πως «μόνο τα γιαπωνέζικα είναι γερά αυτοκίνητα, α, μην το συζητάς, τα ευρωπαϊκά είναι «μπακατέλες», αυτός «είκοσι δύο χρόνια γιαπωνέζικο, μόνο τα βασικά, φίλτρα, λάδια μπουζιά, τέλος…». (Τι συζητάει ο άνθρωπος Κυριακή απόγευμα, παραμονές Αγίου Πνέυματος, ταξιδεύοντας υπό ραγδαία βροχή με φορτηγό).
Και να σε παίρνει και στο κινητό ο Μήτσος, ο κολλητός, «έλα ρε πού ’σαι» - «πάνω σε μια κονσόλα»-« πουουού;», «άσε, τι να σου εξηγώ τώρα. Εσύ;»
- Εμείς Λάρισα… Καλά, ε, μεγαλείο… Παντού ήσυχα, ήπιαμε καφεδάκι στη βεράντα, ψήσαμε και κάτι παϊδάκια, μπιρόνια τέλεια. Μετά έβρεξε και δρόσισε, πολύ ωραία, πολύ ωραία...»
(Τ’ ακούς Σούλα; Τ’ ακούω να λες).
Στο μόνο πάντως που είχε δίκιο η κυρία είναι πως, ναι… Τσίπρας και Μητσοτάκης ήταν πάντα εκεί και με περίμεναν στον... καναπέ, όπου άραξα να... ξεπιαστώ μετά από τόσες ώρες ταξίδι πάνω στην... κονσόλα !
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr