Τη 19η Μαΐου 1919 ο επικεφαλής των Νεότουρκων Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ) έδωσε από τη Σαμψούντα το έναυσμα να ολοκληρωθεί το στυγερό έγκλημα που είχε αρχίσει μερικά χρόνια πριν, ώστε να μην απομείνει ούτε μία ελληνική ψυχή ζωντανή στον Πόντο και να εκπληρωθεί με τον πιο απάνθρωπο και εγκληματικό τρόπο η φιλοδοξία του να δημιουργήσει ένα ομοιογενές τουρκικό κράτος χωρίς την παρουσία σ’ αυτό των «ενοχλητικών» και «μιαρών» εθνικών μειονοτήτων.
Ο Κεμάλ Ατατούρκ ήταν ο ιθύνων νους του συστηματικού «ξεκληρίσματος» των Ελλήνων Ποντίων από τις πατρίδες τους, όπου ζούσαν ριζωμένοι από την αρχαιότητα, οι «θλιβεροί» Μεχμέτ Ταλαάτ και Τοπάλ Οσμάν «άξιοι συμπαραστάτες» του, με τη συνδρομή και του γερμανικού παράγοντα, που προσδοκούσε να προσποριστεί οικονομικά οφέλη από την «ευγενική» συμμετοχή στην επιχείρηση. Αποτέλεσμα της εμπρόθετης και ενορχηστρωμένης δράσης όλων αυτών στον Πόντο ήταν: ελληνικά χωριά της περιοχής λεηλατήθηκαν και κάηκαν, σε πολλές περιπτώσεις μαζί με τις εκκλησίες και τα σχολεία τους, οι κάτοικοί τους σφαγιάστηκαν, κακοποιήθηκαν, εκτοπίστηκαν, γυναίκες βιάστηκαν… Επίσης, «δικαστήρια ανεξαρτησίας», για να στείλουν με προσχηματικό τρόπο στην αγχόνη όσο το δυνατό γρηγορότερα αθώους, στήθηκαν, «τάγματα εργασίας», στην πραγματικότητα «τάγματα μελλοθανάτων», που οδηγούσαν αργά μέσω της στέρησης και της εξάντλησης του ανθρώπινου οργανισμού σε βέβαιο θάνατο, συγκροτήθηκαν… βίαιοι μαζικοί εκτοπισμοί, εξισλαμισμοί. Χωρίς οίκτο, με προσήλωση στον σκοπό… Σε βάρος ενός ρωμαλέου και αδούλωτου λαού, που δεν υπέμεινε αλλά αντιστάθηκε με όλη του την ψυχή. Ποιος, λοιπόν, θα πληρώσει για όλα αυτά τα επαχθή εγκλήματα κατά της ανθρώπινης ζωής; Παραμένουν ατιμώρητα. Οι ψυχές των αθώων της Γενοκτονίας αναπαύονται εν ειρήνη και ζωντανεύουν στη σκέψη και στις μνήμες όλων όσων μένουν πίσω. Την ώρα που ανάλγητες πολιτικές ηγεσίες διεθνώς κωφεύουν, είναι αναμφισβήτητο χρέος όλων των «άγρυπνων» πολιτών όπου γης να αναγνωρίσουν τη Γενοκτονία κατά του ποντιακού ελληνισμού. Για τη δικαίωση των αθώων θυμάτων μετά θάνατο… Για να παραδειγματιστούμε και να προλάβουμε.
Από τον Βασίλη Πλατή, φιλόλογο, δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ.