Η Τουρκία βλέποντας το φιλοπολεμικό κλίμα στην Ελλάδα, που είχε δημιουργηθεί υποκινούμενο και από τις ξένες χρηματιστηριακές οργανώσεις και τον Κάιζερ της Γερμανίας, συγκέντρωσε στα σύνορα με την Ελλάδα 62.000 στρατό. «Οι κύριες διαβάσεις από Μακεδονία προς Θεσσαλία ήταν τρεις: Νεζερού, Μελούνας και Ρεβανίου, όπου είχε συγκεντρωθεί μεγάλος όγκος του ελληνικού στρατού. Ο Τούρκος αρχιστράτηγος Ετέμ Πασάς είχε το στρατηγείο του στον κεντρικό τομέα της Μελούνας» (βιβλ.1,σελ.25).
Ο ελληνικός στρατός με αρχιστράτηγο τον 29χρονο διάδοχο Κωνσταντίνο και με δύναμη 42.000 στρατό ανέμενε την επίθεση των Τούρκων. Ο Κωνσταντίνος έφτασε στη Λάρισα στις 17 Μαρτίου και ανέλαβε τη διοίκηση των δύο μεραρχιών, η μία της Λάρισας με τον υποστράτηγο Ν. Μακρή και η άλλη στα Τρίκαλα με τον συνταγματάρχη Γ. Μαυρομιχάλη.
Η πρώτη μάχη – «η μάχη των συνόρων» όπως χαρακτηρίστηκε – ξεκίνησε στις 7 Απριλίου στα Δελέρια. Διήρκησε μέχρι 11 Απριλίου, Μ. Παρασκευή. Ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στη Λάρισα και μάλιστα το βράδυ παρακολούθησε την περιφορά του επιταφίου. Ο Ετέμ Πασάς από την Ελασσόνα και μετά την Γκουρτζόβαλι (Βοτανοχώρι), πέρασε στη Μελούνα και έφτασε στα Δελέρια. «Στην κρίσιμη αυτή μάχη των Δελερίων χρησιμοποιήθηκε μόνο το ένα δέκατο της δύναμης του ελληνικού στρατού... Το βράδυ της ίδιας ημέρας σε σύσκεψη που είχαν οι Μακρής και Μαστραπάς αποφάσισαν την υποχώρηση του στρατού προς τη Λάρισα και ειδοποίησαν σχετικά το αρχηγείο». (βιβλ.2,σελ.26)
Οι Τούρκοι την επόμενη ημέρα 12 Απριλίου κατέλαβαν τον Τύρναβο και στις 13 Απριλίου Κυριακή του Πάσχα, ο τουρκικός στρατός κατέλαβε την έρημη Λάρισα. Ο πανικόβλητος κόσμος παίρνοντας ότι μπορούσε μαζί απομακρύνθηκε από την πόλη. Το τραγικό ήταν ότι μαζί τους έφυγε και ο ελληνικός στρατός αφήνοντας στους Τούρκους μεγάλες ποσότητες στρατιωτικού υλικού. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη και ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος έκριναν ότι η Λάρισα με τον μεγάλο κάμπο δεν ενδείκνυται για αντίσταση. Η επόμενη αμυντική γραμμή ήταν τα Φάρσαλα και το Βελεστίνο για την προστασία του Βόλου και τέλος ο Δομοκός.
Η 3η ταξιαρχία με διοικητή τον Κωνσταντίνο Σμολένσκυ «στην περιοχή του Βελεστίνου στο διάστημα 15-24 Απριλίου 1897 έδωσε δύο μάχες κατά των Τούρκων και νίκησε και τις δύο, σημειώνοντας το μόνο φωτεινό κατόρθωμα του ελληνικού στρατού κατά τον άτυχο πόλεμο του 1897» (βιβλ.2,σελ.31)
Όμως, ο Ετέμ Πασάς ενισχυόμενος στρατιωτικά ανάγκασε τον Σμολένσκυ να υποχωρήσει και να στρατοπεδεύσει στον Αλμυρό. Στις 25 Απριλίου οι Τούρκοι κατέλαβαν το Βελεστίνο και στις 26 τον έρημο Βόλο. Οι κάτοικοι τον εγκατέλειψαν και έφυγαν στα νησιά και στο Πήλιο φοβούμενοι τις τουρκικές θηριωδίες. Η μάχη στο Βελεστίνο είχε απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες 3.500 Τούρκους και 370 Έλληνες. Όμως ο Σμολένσκυ πήρε τηλεγράφημα τα ξημερώματα στις 27 Απριλίου από τον Κωνσταντίνο που τον διέταζε να οπισθοχωρήσει προς τον Δομοκό, όπου θα ήταν και αυτός. Έξαλλος ο Σμολένσκυ, φωνάζοντας «ντροπή!», διαπίστωσε ότι η προδοσία των στημένων υποχωρήσεων έφτασε στο απροχώρητο.
Εν τω μεταξύ, στην Αθήνα υπήρχαν συνεχείς διαμαρτυρίες του λαού στις πλατείες και στα Ανάκτορα, ενώ στον Πειραιά άνοιξαν αποθήκες και πήραν όπλα της Εθνικής Εταιρείας. Ο Γεώργιος Α΄ ανησυχώντας για την κατάργηση της βασιλείας και την εκθρόνιση των Γλύξμπουρκ – γεγονός που ανησυχούσε και την Αγγλία – στις 18 Απριλίου αντικατέστησε τον πρωθυπουργό Δηλιγιάννη με τον αρχηγό της αντιπολίτευσης Δημήτριο Ράλλη.
Ο ελληνικός στρατός μετά τη μάχη του Βελεστίνου υποχώρησε στον Δομοκό. Για δέκα ημέρες αδράνειας και με καταρρακτώδη βροχή περίμεναν την επίθεση των Τούρκων. Τα ξημερώματα 5 Μάη άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Ο ελληνικός στρατός αντιμετώπισε την τουρκική επίθεση με τρία μέτωπα. Το αριστερό μέτωπο και το κέντρο όχι μόνο αντιμετώπισε με επιτυχία την επίθεση αλλά ανάγκασε τους Τούρκους να υποχωρήσουν. Το δεξιό μέτωπο του συνταγματάρχη Μαστραπά οπισθοχώρησε. Στη μάχη έλαβαν μέρος περίπου 3.000 φιλέλληνες Ευρωπαίοι κυρίως Ιταλοί του στρατηγού Γαριβάλδη, ενώ τους Τούρκους βοήθησαν 15.000 Αλβανοί.
Με εντολή του Κωνσταντίνου έγινε οπισθοχώρηση προς τη Λαμία. Μετά από μικροσυμπλοκές αγγέλθηκε στις 6 Μάη σύναψη ανακωχής και σταμάτημα του πολέμου με εντολή του Σουλτάνου. Στις 8 Μάη στο χωριό Ταράτσα, λίγο έξω από τη Λαμία, υπογράφηκε η ανακωχή του πολέμου. Η προδοσία ολοκληρώθηκε και το σχέδιο των μεγαλοκεφαλαιούχων είχε πετύχει. Από εδώ και πέρα η Γερμανία, ο Αβδουλ Χαμίτ και ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (ΔΟΕ) είχαν το λόγο είσπραξης χρημάτων εις βάρος του προδομένου ελληνικού λαού.
Βιβλιογραφία :
1. «ΤΑ ΦΟΒΕΡΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ – ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΄97», ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ, ΕΚΔ. ΦΥΤΡΑΚΗ, ΑΘΗΝΑ, 1974
2. «ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ» ΤΟΜΟΣ 1ος , ΤΕΥΧΟΣ 3ο, ΑΘΗΝΑ, 1999
Από τον Στέφανο Παπαγεωργίου