Ο χαρακτηρισμός αυτών των γεγονότων όμως ως «Τέλους της Ιστορίας», όπως έκανε ο Φράνσις Φουκουγιάμα, παρέβλεψε τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αυτών των αλλαγών. Ο εθνικισμός επέστρεψε με τη μορφή του αντιφιλελευθερισμού σε νεαρές δημοκρατίες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία και με τη μορφή του δεξιού σωβινισμού σε πολιτικά πιο ανεπτυγμένες χώρες όπως η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Η διπλωματική αντιπαράθεση μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας αποτυπώνει το μέγεθος της σύγκρουσης μεταξύ εθνικισμού και δημοκρατίας, τριάντα χρόνια μετά τον υποτιθέμενο θρίαμβο της τελευταίας. Οι δύο αυτές χώρες ήταν ιδρυτικά μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και σήμερα παίζουν σημαντικό ρόλο στα ευρωπαϊκά και μεσογειακά πράγματα. Και οι δύο είχαν ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα. Μετά το 1989, όμως, οι αριστερές δυνάμεις των δύο χωρών μετακινήθηκαν προς το κέντρο, υιοθετώντας ορισμένες νεοφιλελεύθερες ιδέες.
Το γεγονός αυτό συνοδεύτηκε από την απώλεια της εργασιακής ασφάλειας και περικοπές στο πάλαι ποτέ γενναιόδωρο κοινωνικό κράτος που έπαιζε κεντρικό ρόλο στη σχέση μεταξύ των πολιτών και των χωρών τους. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων, που άρχισαν να προσελκύουν τμήματα της εργατικής τάξης τα οποία άλλοτε ψήφιζαν αριστερά.
Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι τώρα κατακερματισμένες και ορισμένα παραδοσιακά (κυρίως αριστερά) κόμματα γνωρίζουν παρακμή. Η ταυτοτική πολιτική οξύνει τις αντιφάσεις της παγκοσμιοποίησης και του εξευρωπαϊσμού. Το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του έχει στραφεί προς τα δεξιά. Και ο αντιφασισμός δεν αποτελεί πια βασική αξία στους εθνικούς ή ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Οι εντάσεις αυτές ήρθαν στην επιφάνεια τον περασμένο μήνα με τη συνάντηση του αντιπροέδρου της ιταλικής κυβέρνησης και αρχηγού των Πέντε Αστεριών Λουίτζι Ντι Μάιο με μέλη των «Κίτρινων Γιλέκων» της Γαλλίας. Η συνάντηση αυτή είχε στόχο τη συγκρότηση μιας υπερεθνικής συμμαχίας αντισυστημικών δυνάμεων, δεδομένου ότι ο Ντι Μάιο αναζητεί συμμάχους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο Ντι Μάιο, παραβιάζοντας το διπλωματικό πρωτόκολλο, ανήρτησε μια φωτογραφία από τη συνάντηση με τη λεζάντα «Ο άνεμος της αλλαγής διέσχισε τις Αλπεις». Και έστειλε μια επιστολή στη «Le Monde» με την οποία επέκρινε τη νεοφιλελεύθερη στροφή της Γαλλίας και εγκωμίαζε τα «μετα-ιδεολογικά» γνωρίσματα των «Κίτρινων Γιλέκων».
Ο Ντι Μάιο πήρε αργότερα τις αποστάσεις του από τους ακτιβιστές των «Κίτρινων Γιλέκων» που καλούσαν σε ένα είδος εμφυλίου πολέμου στη Γαλλία. Και μετά την υπόσχεση του μετριοπαθούς προέδρου της Ιταλίας Σέρτζιο Ματαρέλα ότι θα επισκεφθεί τη Γαλλία, ο Γάλλος πρεσβευτής επέστρεψε στην Ιταλία. Η σύγκρουση αυτή δείχνει όμως την τάση να συγκροτηθεί μια διεθνική, αντισυστημική και αντιευρωπαϊκή συμμαχία, που θα συμμαχήσει με ακτιβιστές, τον Βίκτορ Ορμπαν της Ουγγαρίας και τον Βλαντίμιρ Πούτιν της Ρωσίας. Ο στόχος είναι να δημιουργηθούν πολιτικά δίκτυα που θα επηρεάσουν το επόμενο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, με την ελπίδα να διαλυθεί η ένωση ή να μεταφερθούν οι εξουσίες από τις Βρυξέλλες στις πρωτεύουσες.
Αυτά τα αντισυστημικά δίκτυα επωφελούνται των αντιπαραθέσεων μεταξύ ελίτ και κοινής γνώμης, φιλοευρωπαίων και ευρωσκεπτικιστών ή ακροδεξιού εθνικισμού και φιλελευθερισμού, αλλά και ορισμένων επίμαχων θέσεων της κεντροδεξιάς για θέματα όπως η ταυτότητα και η μετανάστευση.
Ο επικεφαλής των Φιλελευθέρων Γκι Φέρχοφστατ, για παράδειγμα, αποκάλεσε τον Ιταλό πρωθυπουργό «μαριονέτα». Ο Ιταλός υπουργός Εσωτερικών Ματέο Σαλβίνι απάντησε ότι οι πολίτες «θα στείλουν αυτούς τους ανθρώπους σπίτι τους» στις ευρωεκλογές. Η Μαρίν Λεπέν υπερασπίστηκε τους συμμάχους της στην ιταλική κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να ενισχυθεί ένα γαλλοϊταλικό και ακροδεξιό δίκτυο που υπάρχει από τα χρόνια του μεσοπολέμου.
Παρά τις προσπάθειες του Μακρόν, οι εθνικιστικές και ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις θα αυξήσουν τα ποσοστά τους στις ερχόμενες ευρωεκλογές και δεν υπάρχει καμία προοδευτική συμμαχία να τους αντιταχθεί. Με μία έννοια, δεν πρόκειται για το τέλος της ιστορίας αλλά για την επιστροφή της.
Από τον Αndrea Mammone
(*) O Aντρέα Μαμόουν είναι επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια, ιστορικός στο Royal Holloway του University of London και συγγραφέας του βιβλίου «Υπερεθνικός νεοφασισμός στη Γαλλία και την Ιταλία»
(Πηγή: Washington Post)