Οι πύρινοι αυτοί λόγοι κορυφώθηκαν την περίοδο 2012-2015, όταν η τότε συμπολίτευση εξομοιωνόταν με ομάδα δικτατορίσκων, που έριχνε «μαύρο» στην ΕΡΤ και πρόδιδε τη χώρα της χάριν των κακών Ευρωπαίων.
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Ήδη μετράμε τέσσερα έτη διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και πλέον έχουμε επαρκή στοιχεία για να διατυπώσουμε την κρίση ότι έχουμε να κάνουμε με την πιο εχθρική στη Δημοκρατία και τους θεσμούς της κυβέρνηση που έχουμε δει όσοι τουλάχιστον γεννηθήκαμε από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 μετά. Δεν ξέρω τι πρέπει να πρωτοθυμηθούμε:
* Το αλήστου μνήμης δημοψήφισμα του 2015 με το ερώτημα-παρωδία διατυπούμενο έξι μέρες πριν από την ψηφοφορία, το αποτέλεσμα του οποίου αγνοήθηκε (εκ του αποτελέσματος ευτυχώς) όσο ποτέ ξανά σε δυτική Δημοκρατία;
* Την έκδοση τόσων Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου το 2015, ώστε να ξεπεράσουν κάθε όριο αναλογίας ΠΝΠ προς κανονικούς νόμους από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν;
* Τις επανειλημμένες ευθείες επιθέσεις κατά Λειτουργών της Δικαιοσύνης όποτε η τελευταία διαπίστωνε τη θέσπιση νόμων που έρχονταν σε σύγκρουση με το Σύνταγμα;
* Τον διορισμό Προέδρου του Αρείου Πάγου χαράματα μία εβδομάδα πριν από το δημοψήφισμα;
* Την πρωτοφανή προσπάθεια παρέμβασης και διαμόρφωσης της απόφασης στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών;
Πέρα όμως από τα παραπάνω, αυτό που ζούμε τους τελευταίους μήνες δεν έχει προηγούμενο στη μεταπολίτευση: Κοινοβουλευτικές ομάδες διαλύονται, βουλευτές μετακινούνται από τη μια μέρα στην άλλη από Κ.Ο. σε Κ.Ο., επιχειρούνται αλλαγές σε κοινοβουλευτικούς κανόνες δεκαετιών για να εξυπηρετηθούν πρόσκαιρα ζητήματα συσχετισμών. Κι όλα αυτά, για να παραμείνει η παρέα που κυβερνά τη χώρα για λίγους ακόμη μήνες στην εξουσία.
Το χειρότερο, όμως, πλήγμα στη Δημοκρατία και τους θεσμούς της είναι η αποθέωση της ασυνέπειας και οι οβιδιακές μεταμορφώσεις σε ρυθμό υπαγορεύσεως. Το «go back κυρία Merkel» έγινε διθύραμβοι και προσπάθεια διά της Μέρκελ να συνετιστεί ο ατίθασος (για το θέμα των Σκοπίων) Μητσοτάκης. Το μνημόνιο, αντί να σκιστεί με έναν νόμο και ένα άρθρο, έμεινε μέχρι το 2060 διά του Υπερταμείου που καμία κυβέρνηση μέχρι τότε δεν δεχόταν να συσταθεί. Βουλευτές που ξιφουλκούσαν κατά οιασδήποτε ονομασίας των Σκοπίων που να περιέχει τη λέξη Μακεδονία μετά από ελάχιστους μήνες λένε τα εντελώς αντίθετα. Στελέχη της αντιπολίτευσης που έβγαζαν φιλιππικούς κατά της κυβέρνησης, γίνονται δεκτά «μετά βαΐων και κλάδων» μετά από ελάχιστο διάστημα στο κυβερνητικό σχήμα.
Και για όλα αυτά χωρίς κανείς από τους παραπάνω να αισθάνεται καν την ανάγκη να εκθέσει για ποιο λόγο τη μία μέρα λέει άσπρο και την άλλη μαύρο. Όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι και οι πολιτικοί έχουν κάθε δικαίωμα να αλλάξουν άποψη για ένα ζήτημα, όσο κρίσιμο και αν είναι. Οφείλουν, όμως, έστω και στοιχειωδώς, να αιτιολογήσουν στο εκλογικό σώμα τι ήταν αυτό που τους έκανε να αλλάξουν γνώμη και πορεία. Αντί για αυτό, τις περισσότερες φορές όχι μόνο δεν αιτιολογείται η αλλαγή στάσης, αλλά παρουσιάζεται σαν να μην υπήρχε ποτέ τέτοια αλλαγή, σαν ανέκαθεν να υπήρχε μία και ενιαία στάση.
Τα λόγια χάνουν το νόημά τους και το χειρότερο είναι ότι αυτό θεωρείται περίπου φυσιολογικό: «Έτσι είναι πια η πολιτική». Χειρότερη υπηρεσία στη Δημοκρατία από αυτό δεν υπάρχει. Στη Δημοκρατία το βασικό μέσο του πολιτικού ανταγωνισμού είναι ο λόγος και η προσπάθεια πειθούς. Όταν τα λόγια, όμως, χάνουν το νόημά τους, τότε ο δημοκρατικός ανταγωνισμός μετατρέπεται σε κακόγουστη φάρσα και τότε πραγματικά η ίδια η Δημοκρατία είναι σε κίνδυνο.
Σύντροφοι της κυβέρνησης, καλοί οι μεγάλοι σταυροί υπέρ της Δημοκρατίας και οι πανηγυρικοί. Για να παραφράσουμε, όμως, τον ποιητή, για να κρατήσουμε ένα ανεκτό επίπεδο για τη Δημοκρατία μας, «θέλει δουλειά πολλή». Και δυστυχώς, εσείς μετρηθήκατε και βρεθήκατε «τεμπέληδες».
Από τον Φώτη Κ. Γιαννούλα
* Ο Φώτης Κ. Γιαννούλας είναι δικηγόρος Αθηνών, μέλος του Τομέα Δικαιοσύνης της Νέας Δημοκρατίας