Σύμφωνα με τον Νόμο 998/79 «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας» άρθρο 4, παρόχθια δάση αποτελούν εκείνα που βρίσκονται σε απόσταση 200 m εκατέρωθεν της όχθης των ποταμών.
Στη βιβλιογραφία συχνά αναφέρονται και ως: παραποτάμια, υγροτοπικά, αλλουβιακά και υδροχαρή δάση.
Ο Πηνειός ποταμός ο ζωοδότης της Θεσσαλίας είναι γνωστός ως Αργυροδίνης από τον Όμηρο, ενώ η ονομασία του ως Σαλαβριάς εμφανίζεται κάπου στον Μεσαίωνα. Είναι ο τρίτος μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός της χώρας μας, ο οποίος με τους δέκα και πλέον παραποτάμους του έχει μια υδρολογική λεκάνη που εκτείνεται σε τρεις νομούς της Θεσσαλίας.
Τα πανέμορφα και πλούσια παραποτάμια δάση του Πηνειού έχουν συρρικνωθεί σε πολλές θέσεις τόσο δραματικά ώστε σε κάποιες «καλές» θέσεις απαντώνται μικρές συστάδες κάποιου πλάτους, σε άλλες θέσεις έχει απομείνει μια σειρά δέντρων κατά μήκος της όχθης του ποταμού γνωστά ως δάση «γαλαρία» ενώ δεν απουσιάζουν και περιπτώσεις όπου οι γεωργικές καλλιέργειες φτάνουν μέχρι την όχθη του Πηνειού, χωρίς παρόχθια βλάστηση.
Αν και υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία και επιστημονική αρθρογραφία για τον Πηνειό, οι δημοσιεύσεις που αναφέρονται στα παραποτάμια δάση του Πηνειού δεν αποτελούν ούτε το 10% του δημοσιευμένου έργου.
Η διατήρηση, ανόρθωση – αποκατάσταση και η επαναφορά της παραποτάμιας βλάστησης είναι επιτακτική ανάγκη καθότι τα παραποτάμια δάση: σταθεροποιούν τις όχθες και τις προστατεύουν από τη διαβρωτική δύναμη του νερού, με το ριζικό τους σύστημα φιλτράρουν και καθαρίζουν το νερό από τα φορτία που αυτό μεταφέρει, στηρίζουν πλούσια βιοποικιλότητα, ενισχύουν την ποικιλότητα του τοπίου και προσφέρουν δυνατότητες για άθληση και διαφυγή στη φύση.
Η σημερινή κατάσταση των παραποτάμιων περιοχών του Πηνειού χαρακτηρίζονται από έντονη ανθρώπινη παρουσία (πολλοί μικροί και μεγάλοι οικισμοί αναπτύσσονται δίπλα και κοντά στον ποταμό) και πιέσεις από ανθρώπινες δραστηριότητες με πιο έντονη την αγροτική. Η κύρια χρήση γης στις παραπήνειες περιοχές είναι η γεωργία με ποσοστό που αγγίζει το 61% της επιφάνειας ενώ η εναπομείνασα παραποτάμια βλάστηση περιορίστηκε μόλις στο 5%. Είναι εντυπωσιακά αρνητικά, τα αποτελέσματα δημοσιευμένης έρευνας (Τσίπης 2004), που διαπιστώνει ότι η φυσική βλάστηση στο δέλτα του Πηνειού συρρικνώθηκε στο 1/3 της αρχικής έκτασής της, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Άλλες δραστηριότητες που απειλούν τα παραποτάμια δάση του Πηνειού είναι: οι λαθροϋλοτομίες, η αποψίλωση και η καύση της παρόχθιας βλάστησης σε παραποτάμους, ρέματα, κανάλια (αρδευτικά και στραγγιστικά), τα μπάζα και σκουπίδια, η οικιστική δράση, οι αμμοληψίες, ο εγκυβωτισμός και ευθυγράμμιση της κοίτης που μετατρέπει συχνά τα αστικά και περιαστικά ρέματα σε οχετούς ανοιχτού ή κλειστού τύπου!
Μεγάλη απειλή για τα παραποτάμια δάση αποτελούν τα ξενικά ή εισβολικά είδη τα οποία εισάγει ο άνθρωπος, με τη χρήση καλλωπιστικών κυρίως ειδών, συχνά ειδών ξενικών προς αυτοφυή βλάστηση. Οι αναπλάσεις με φυτεύσεις ξενικών ειδών σε: χώρους αναψυχής, χώρους εκδηλώσεων πλησίον σε ποτάμια και ρέματα, σε πλατείες και δεντροστοιχίες οικισμών και πόλεων που βρίσκονται κοντά ή δίπλα σε ποτάμια ή διασχίζονται από ποτάμια, σε κήπους σπιτιών ή τουριστικών μονάδων που βρίσκονται δίπλα ή κοντά σε ποτάμια, απειλεί τη σύνθεση και δομή της παραποτάμιας βλάστησης. Και αυτό διότι τα ποτάμια συστήματα είναι υδάτινες οδοί μεταφοράς γενετικού υλικού μεταξύ των περιοχών που διασχίζουν. Το νερό μεταφέρει πολλαπλασιαστικό υλικό της παραποτάμιας βλάστησης, σε μεγάλες αποστάσεις με συνέπεια την εισαγωγή ενός νέου είδους ή μιας ασθένειας σε περιοχές που βρίσκονται πολλά χιλιόμετρα μακριά.
Από τη βιβλιογραφία είναι γνωστό ότι κύριο μέτρο για την αντιμετώπιση των ξενικών εισβολικών ή χωροκατακτητικών ειδών στα παρόχθια δασικά οικοσυστήματα, είναι η πρόληψη, μέσω της ενημέρωσης και της αποτροπής της χρήσης ξενικών καλλωπιστικών ειδών σε παραποτάμιους οικισμούς και εκτάσεις. Στην περίπτωση εντοπισμού και καταγραφής ξενικών εισβολικών ειδών σε παρόχθιο οικοσύστημα πρέπει άμεσα να γίνεται κοπή, απομάκρυνση και αντικατάστασή τους με αυτοφυή παρόχθια δασικά δέντρα. Με τη χρήση της αυτοφυούς παρόχθιας βλάστησης σε δασώσεις και φυτεύσεις ανορθώνουμε, βελτιώνουμε, διατηρούμε και προβάλλουμε το μεσογειακό παρόχθιο τοπίο και τη βιοποικιλότητά του, εξασφαλίζοντας όλα τα οφέλη που απορρέουν από αυτό.
Μία σύγχρονη απειλή για τα όμορφα πλατανοδάση μας αποτελεί το μεταχρωματικό έλκος του πλατάνου που στο μύκητα Ceratocystis fimbriata f. sp. platani, μια πολύ επιθετική ασθένεια, η οποία αν δεν γίνει άμεσα κι έγκαιρα ο εντοπισμός της από τις τοπικές παραποτάμιες κοινωνίες και δασικές υπηρεσίες ώστε να ληφθούν άμεσα μέτρα, μπορεί να αφανίσει τα πλατάνια και να επεκταθεί σε νέες θέσεις. Σύμφωνα με το Τσόπελα, το 2011 η ασθένεια εντοπίστηκε και στη Θεσσαλία (περιοχή Μουζακίου).
Τα διαχειριστικά μέτρα που πρέπει να υλοποιηθούν άμεσα για τη διατήρηση και ανόρθωση των παραποτάμιων δασών του Πηνειού είναι:
* Σύνταξη σχεδίων διαχείρισης των παρόχθιων δασικών οικοσυστημάτων του Πηνειού.
* Απογραφή και καταγραφή της σημερινής υφιστάμενης κατάστασης των παραποτάμιων δασών.
* Αποκατάσταση, ανόρθωση κι επαναφορά των παρόχθιων δασών στις δημόσιες εκτάσεις του Πηνειού, όπου και υπήρχαν παλιότερα.
* Επανασύνδεση της σημερινής ενεργής κοίτης με τις παλιές ανενεργές κοίτες του που υπάρχουν στο δέλτα του ποταμού.
* Ενημέρωση των υπηρεσιών πρασίνου των παραπήνειων δήμων για τη μη χρήση ξενικών χωροκατακτητικών εισβολικών ειδών σε πάρκα, δεντροστοιχίες κι αναπλάσεις.
* Ανάπτυξη υποδομών οικοτουρισμού κι εναλλακτικών μορφών τουρισμού σε επιλεγμένες θέσεις του Πηνειού.
* Συντήρηση κι αποκατάσταση των υποδομών για επισκέπτες στο Αισθητικό δάσος των Τεμπών.
* Ο Πηνειός και οι κυριότεροι παραπόταμοι του πρέπει να αποτελέσουν το κέντρο ζωής γύρω από το οποίο θα αναπτυχθούν οι δραστηριότητες των πόλεων τις οποίες αυτοί διασχίζουν, όπως για παράδειγμα η Λάρισα, τα Τρίκαλα, η Καρδίτσα, οι Σοφάδες, η Ελασσόνα, τα Αμισιανά.
* Να σταματήσει η λανθασμένη διαχείριση του εγκιβωτισμού των κοιτών των αστικών και περιαστικών ποταμών και καναλιών και να εφαρμοστούν πιο πράσινες αποκαταστάσεις ώστε η παραποτάμια βλάστηση να λειτουργεί ως αστικό και περιαστικό πράσινο.
Από τον Γιώργο Ευθυμίου, αν. καθηγητή στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο