Οι αγρότες, οι κτηνοτρόφοι και οι μαθητές όταν κινητοποιούνται ουδόλως ή ελάχιστα έχουν στον νου τους τα μακροχρόνια δομικά προβλήματα του αγροτοκτηνοτροφικού ζητήματος ή του εκπαιδευτικού προβλήματος αντιστοίχως. Προβάλλουν, συνήθως, αιτήματα που δεν είναι άμεσα σχετιζόμενα με αυτό. Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και με τις κινητοποιήσεις άλλων επαγγελματικών ομάδων όπως π.χ. των δικηγόρων, ταξιτζήδων, εκπαιδευτικών κ.ο.κ.
Η κινητοποίηση, όμως, ενός «προστατευόμενου» κλάδου, όπως είναι αυτός των αγροτών, πέρα από τις πιθανές πολιτικές-κομματικές σκοπιμότητες, λαμβάνει ενίοτε δραματική ένταση και έκταση. Το δίκαιο ή όχι των αιτημάτων τους δεν αποτελεί, μάλλον, επαρκή αιτία ώστε, μέσα στο καταχείμωνο, να κλείνουν τις εθνικές οδούς και να διακόπτουν την ομαλή μεταφορά ανθρώπων και αγαθών προκαλώντας σημαντικές αρρυθμίες στη χειμαζόμενη οικονομία μας. Πολύ δε περισσότερο που στη διάρκεια της οχταετούς κρίσης δεν υπέστησαν μείωση εισοδήματος ανάλογη με εκείνη της μισθωτής εργασίας και, κυρίως, ανάλογη με εκείνη των νέων, κυρίως, ανθρώπων που βίωσαν (και βιώνουν) την ανεργία.
Τα δομικά, λοιπόν, προβλήματα του λεγόμενου «ελληνικού αγροτικού ζητήματος» ήταν και είναι λίγο-πολύ γνωστά στις εκάστοτε κυβερνήσεις, στους ειδικούς επιστήμονες, στους ίδιους τους αγρότες αλλά, ως έναν βαθμό, ακόμη και στους μη εμπλεκόμενους άμεσα με το θέμα Ελληνες πολίτες. Εν τούτοις, παρότι είναι γνωστές, οι «τομές» που απαιτούνται για την αντιμετώπιση αυτών των παθογενειών, ώστε να βελτιωθεί η παραγωγή και η ανταγωνιστικότητα του αγροτικού (και κτηνοτροφικού) προϊόντος, «σκοντάφτουν», διαχρονικά, στο πολυθρύλητο πολιτικό κόστος. Αυτό, εξάλλου, συμβαίνει σε κάθε, σχεδόν, τομέα της οικονομικής και κοινωνικής μας ζωής.
Ακόμη και σε ΠΟΠ προϊόντα, όπως η φέτα, που, εκ των πραγμάτων, παρουσιάζουν συγκριτικό πλεονέκτημα, δεν μπορούμε να οργανώσουμε σωστά και με τη δέουσα αξιοπιστία την παραγωγική διαδικασία. Ένας τυπικός έλεγχος που να συσχετίζει την ποσότητα του παραγόμενου ελληνικού αιγο-πρόβειου γάλακτος και της αντίστοιχης φέτας θα μπορούσε εύκολα να το αποδείξει. Επιπροσθέτως, δεν διαθέτουμε πάντοτε το απαιτούμενο «Know-how» και τον απαραίτητο επαγγελματισμό για την προώθησή τους στη διεθνή αγορά.
Προσφάτως, μάλιστα, ιδιοκτήτης μεγάλης ζωοτροφικής μονάδας στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, με καθετοποιημένη παραγωγή, ερωτήθηκε εάν συνεργάζεται με ομολόγους του, στην περιοχή ή και ευρύτερα, ώστε να προμηθεύονται από κοινού τις ζωοτροφές για να συμπιέζεται το κόστος. Η απάντησή του δεν μας εξέπληξε: «πώς και με ποιον να συνεννοηθείς;». Η νοοτροπία αυτή των παραγωγών, συνδυαζόμενη με τον έντονο κομματισμό, ως απόρροια του ελλειμματικού μορφωτικού κεφαλαίου, συνιστούν ένα ακόμη ανυπέρβλητο εμπόδιο που δεν επιτρέπει στον αγροτικό πληθυσμό να προοδεύσει. Με αυτή, ακριβώς, την κατάσταση «βολεύεται» και το μέτριο πολιτικό μας προσωπικό.
Ως εκ τούτου, η απόσταση που χωρίζει το εννεαπλάσιο εισόδημα ανά στρέμμα του Ολλανδού παραγωγού ή το εξαπλάσιο του Ισραηλινού από τον Έλληνα παραγωγό δεν φαίνεται να μειώνεται σύντομα. Κι αυτό θα συνεχίσει να συμβαίνει επί μακρόν όσο π.χ. την υπεραξία του ελληνικού ελαιολάδου θα την καρπούνται όχι οι δικαιούχοι παραγωγοί μας αλλά οι ξένοι «τυποποιητές» και τούτο θα συμβαίνει όσο οι αγρότες παραμένουν διαιρεμένοι και άρα αδύναμοι. Με αυτό τον τρόπο, χώρες, όπως η Νέα Ζηλανδία, με αξία παραγόμενου αγροτοκτηνοτροφικού προϊόντος 7 δισ. ευρώ ετησίως θα συνεχίσουν να εξάγουν-μέσω του δευτερογενούς τομέα-προϊόν αξίας 23 δισ. ευρώ ενώ η πατρίδα μας, με παραγόμενο προϊόν περίπου 10 δισ. ευρώ, εξάγει προϊόν αξίας μόλις 5 δισ. ευρώ.
Για να αλλάξουν, όμως, τα πράγματα είναι απαραίτητο οι αγρότες να συνενώσουν τις προσπάθειές τους όχι, βέβαια, στις κομματικές-παραταξιακές κινητοποιήσεις αλλά στο να δημιουργήσουν σύγχρονους, υγιείς συνεταιρισμούς (κατά το ευρωπαϊκό παράδειγμα όπου αυτό είναι εφικτό) ή ομάδες με όμοια προϊόντα (τύπου «κλάστερς») ή εταιρείες παραγωγών. Διότι μόνο έτσι θα μπορούν να αντιμετωπίζουν με δυναμισμό και αποτελεσματικότητα ζητήματα παραγωγής και διάθεσης. Αλλά αυτό είναι-όπως είπαμε παραπάνω- κομματάκι δύσκολο για την ελληνική πραγματικότητα.
Μοναδική, σχεδόν, αχτίδα φωτός ώστε να βελτιωθούν σταδιακά και να αλλάξουν μακροπρόθεσμα τα πράγματα αποτελούν ορισμένες-ανά την Ελλάδα-πρωτοπόρες, πειραματικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες νέων, μορφωμένων παραγωγών. Οι πρωτοβουλίες αυτές, ακόμη κι αν αποτυγχάνουν-είτε από δικά τους λάθη είτε από τον αθέμιτο ανταγωνισμό-προσφέρουν πολύτιμη εμπειρία και ανοίγουν νέους δρόμους λειτουργώντας ως θετικά παραδείγματα.
Διότι όταν οι νέοι και μορφωμένοι παραγωγοί αποφασίσουν να πειραματιστούν με καινούριες επιχειρηματικές ιδέες και τολμήσουν να κάνουν πράγματα άγνωστα στους κομματάρχες και στους οπαδούς των «μαυρογιαλούρων» τότε είναι περισσότερο από βέβαιο πως θα καταφέρουν να απαγκιστρωθούν και από όλες εκείνες τις παλιομοδίτικες «πρακτικές» που καθηλώνουν αντί να προωθούν την επίλυση των πιο ουσιαστικών από τα προβλήματα των αγροτών.
Τέτοιες «πρακτικές» οδηγούν, βαθμιαία, σε απο-νομιμοποίηση του δικαιώματος του διεκδικείν, καθόσον το ενιαύσιο και το επετειακό του κλεισίματος των εθνικών οδών (και όχι μόνο) μπορεί να προσδίδουν μεν «ένσημα» αγωνιστικότητας στους πρωταγωνιστές αλλά δεν παύουν να αναστατώνουν, όπως προείπαμε, τη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία. Κατά τη στιγμή μάλιστα που η δύστηνος προσπαθεί να κάμει τα πρώτα βήματα σταθεροποίησης, ζαλισμένη ούσα, από την επί μακρόν παραμονή της στην «εντατική».
*Από τον Δημήτρη Νούλα, χημικό