Συμφωνία που υπέγραψαν στις 17 Ιουνίου 2018, οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της πΓΔΜ, Νίκος Κοτζιάς και Νίκολα Ντιμιτρώφ αντίστοιχα, παρουσία των πρωθυπουργών Αλέξη Τσίπρα και Ζόραν Ζάεφ συμφωνία με την οποία το κράτος βόρεια της Ελλάδας - και της Μακεδονίας - θα ονομάζεται πλέον Βόρεια Μακεδονία και οι πολίτες αυτού Μακεδόνες, οι οποίοι θα ομιλούν τη Μακεδονική γλώσσα! Το Μακεδονικό ζήτημα – πρόβλημα, το οποίο αποτελούσε για την Ελλάδα «ανοιχτή πληγή» σχεδόν για 30 χρόνια, από τις αρχές τις δεκαετίας του ‛90 με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, «βρήκε» τη λύση του.
Μία λύση που όπως διαμηνύουν με κάθε ευκαιρία οι κυβερνώντες, «κρύβει» πολλαπλά οφέλη για τη χώρα μας. Μία λύση, η οποία «ανοίγει τον δρόμο» για την αγαστή συνεργασία των δύο χωρών σε κάθε επίπεδο, με πρωταρχικό πάντα στόχο την επίτευξη της ειρήνης και της σταθερότητας στην «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης», στην «εύθραυστων» ισορροπιών περιοχή των Βαλκανίων. Εύλογα λοιπόν «γεννιέται» το εξής ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν να ψηφίζεται μία συμφωνία – «λύση», τόσο μεγάλης σημασίας – βαρύτητας, με τόσα – όπως υποστηρίζουν – πλεονεκτήματα, και οι δύο βασικοί πυλώνες αυτής, η ιστορία και ο λαός να παραγκωνίζονται;
Η «Συμφωνία των Πρεσπών» σε καμία περίπτωση δεν «άκουσε» τη «φωνή της ιστορίας». Το πιο γνήσιο και πανάρχαιο «κομμάτι» του ελληνισμού, η Μακεδονία, «θυσιάστηκε» στον βωμό της γρήγορης και ευκαιριακής εξεύρεσης διεξόδου στα προβλήματα των ευρωενωσιακών και ΝΑΤΟϊκών παιχνιδιών μα το κυριότερο, δεν σεβάστηκε τη φωνή των χιλιάδων διαδηλωτών, οι οποίοι συμμετείχαν στα συλλαλητήρια που έλαβαν χώρα σε όλη την ελληνική επικράτεια. Συμφωνία – «λύση» που υπογράφηκε και θα τεθεί σε εφαρμογή ερήμην του ελληνικού λαού, με τις «ευλογίες» των συμμάχων μας.
Σε μία πραγματική – ουσιαστική Δημοκρατία, τουλάχιστον οι αποφάσεις σε ζητήματα τεράστιας ιστορικής βαρύτητας θα πρέπει να λαμβάνονται μέσα από ευρύτερες πλειοψηφίες και συναινέσεις των πολιτικών δυνάμεων, προκειμένου να μην διχάζεται ο λαός. Δεν είναι δυνατόν να ψηφίζεται μία συμφωνία τόσο μεγάλης ιστορικής σημασίας και να εντάσσεται η αποδοχή της σε μία κυνική «λογική αριθμών και πράξεων», ενόσω ο λαός υφίσταται τα αποτελέσματα μια συντονισμένης προσπάθειας ενοχοποίησής του, μέσα από χαρακτηρισμούς περί «ακροδεξιάς», με στόχο τη μη αντίστασή του στη «Συμφωνία των Πρεσπών». Μία συμφωνία, η οποία επιδιώκει την οριστική λύση σε ένα καίριο, ιστορικό και χρόνιο πρόβλημα δεν θα έπρεπε να αδιαφορεί για τη γνώμη των ανθρώπων που θα επηρεαστούν άμεσα απ’ αυτήν.
Οι επόμενες γενιές, οι οποίες θα προσπαθήσουν να αποτιμήσουν την εποχή και το έργο μας και να αναζητήσουν απαντήσεις σχετικά με το τέλος (;) του Μακεδονικού ζητήματος και τη Συμφωνία των Πρεσπών, ίσως αντικρίσουν το παρόν ζήτημα με μια πιο ξεκάθαρη ματιά. Φυσικά, τα δεδομένα μπορεί να είναι τελείως διαφορετικά σε 50 – 100 – 200 χρόνια, εφόσον έχει επικρατήσει ένα σενάριο είτε θετικότερο είτε δραματικότερο. Διότι, αυτό που παρουσιάζεται ως δήθεν λύση σήμερα, ίσως αποτελέσει τεράστια εθνική απειλή αύριο, με την πλήρη αναγνώριση και τη συναίνεση της Ελλάδας. Τελικά, πράγματι «φτάσαμε στην Ιθάκη» - όπως είχε διαμηνύσει ο πρωθυπουργός μας πριν από περίπου πέντε μήνες – ή απλά «ανοίξαμε τους ασκούς του Αιόλου»; Καληνύχτα Μακεδονία.
Από τον Αναστάσιο Καραχριστιανίδη
* Ο Αναστάσιος Καραχριστιανίδης είναι φοιτητής Νομικής στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου