Σκέφτομαι όμως, ότι ο κοινός νους – καθώς τον πιστεύω – και η – καθώς μπροστά μου τη βλέπω – αλήθεια πρέπει να προβάλλονται. Αυτός ήταν από την αρχή της συνεργασίας μου με την ‘’Ελευθερία’’ ο σκοπός της αρθρογραφίας μου.
Θαρρώ πως η Κοινωνία μας ζει και τρέφεται από μια εικονική πραγματικότητα. Η μεγαλύτερη μερίδα των συνελλήνων ζητούσε πάντα πολλά, χωρίς να δίνει τίποτα, ή κάτι λίγα στο Κράτος, μέσα στο οποίο ζει και δημιουργεί. Ωστόσο πάντα ήθελε να «παίρνει» με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είτε με την πλατιά φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή, είτε με υπερτιμολογήσεις και υποτιμολογήσεις, όταν έπρεπε να εξάγονται προϊόντα στο εξωτερικό, είτε με διαχρονικά κλαδικά αιτήματα αυξήσεων, διορισμών, μονιμοποιήσεων κι άλλα ευφάνταστα μέσα απόκτησης ωφελημάτων. Δεν θυμάμαι (εκτός από σπάνιες περιπτώσεις αποτυχημένων πορειών) απεργία, που να μην έχει στόχο το χρήμα. Ούτε και καμιά και ποτέ κινητοποίηση για οτιδήποτε άλλο. Είναι εξακριβωμένο πως εδώ και πολλές δεκαετίες στην Αθήνα πραγματοποιούνται κατά μέσο όρο 3 πορείες την ημέρα.
Για δεκαετίες λέγαμε όλοι μεταξύ μας, πως η Ελλάδα είναι ψωροκώσταινα*, αλλά οι Έλληνες ζουν πλουσιοπάροχα. Κανένας δεν μιλούσε, ούτε έγραφε την αλήθεια. Ότι ζούσαμε με δανεικά. Ώσπου έσκασε η βόμβα του χρέους, που ήταν πρωτοφανής για Χώρα μόλις 11 εκατ. ανθρώπων.
Θα πίστευε κάποιος πως η Ελληνική δημοσιοϋπαλληλία – με τον τρόπο μάλιστα που αναξιοκρατικά δημιουργήθηκε στην πλειοψηφία της – θα στεκόταν στο ύψος των περιστάσεων. Γράφω για τον κρατικοδίαιτο κυρίως συνδικαλισμό, που σύσσωμος τάχθηκε στην κρίση με όσους θα τον προστάτευαν καλύτερα.
Μέσα στην κρίση φύτρωσαν εξαιρετικές ομάδες της ανώτερης (δικαστές, ανώτατοι λειτουργοί κ.ά.) και ιδιαίτερης (ένστολοι, συνταξιούχοι των 40 και 45 χρόνων) τάξης, που έτυχαν από τα Δικαστήρια ευνοϊκής μεταχείρισης σε σχέση με τους υπόλοιπους Έλληνες. Οι πολίτες αυτοί, που κατ’ ευφημισμό αποκάλεσα ανώτερους και ιδιαίτερους, δεν έκαναν, ούτε κάνουν κάτι περισσότερο και καλύτερο από εκείνους, που διέλυσε η κρίση.
Γι’ αυτά και πολλά άλλα ανάλογα και παράλογα, κρίνω πως έχω χρέος να καταχωρίζω τη γνώμη μου, ως απλού πολίτη, επειδή νομίζω πως δ ε ν π ά ε ι ά λ λ ο». Την ανάρτηση ακολούθησε μεγάλος αριθμός ευνοϊκών σχολίων, που τα παρακάμπτω, επιλέγοντας την ακόλουθη απάντηση – ανάρτηση του κυρίου Τ. Ζ.:
«Αγαπητέ, μετά το ‘81, κατά βάση ως κοινωνία εκθρέψαμε ένα τέρας, που μας τυραννά. Δεν γνωρίζω και δεν μπορώ να προβλέψω την κατάληξη αυτής της δυσάρεστης κατάστασης, μια και η Ελλάδα ανήκει στη ζώνη του Ευρώ. Παλιότερα με μια υποτίμηση καθάριζες. Διορίστηκαν πάντως πολλοί, συνταξιοδοτήθηκαν ακόμα περισσότεροι και άντε να τα φέρεις βόλτα με όλους αυτούς».
Στον κύριο Τ. Ζ. απάντησα ως εξής: «Συμβαίνει οι προσεγγίσεις μου να εστιάζονται αλλού. Στην ..αντάρτικη συναντίληψη θυτών και θυμάτων συνελλήνων, των άπληστων και τσιγκούνηδων “ελληναράδων” και θιασωτών της λαφυραγώγησης του εθνικού πλούτου, πάντοτε στο όνομα ιδεολογιών, στην ουσία όμως για χάρη της νομής εξουσίας και της λαφυραγώγησης δημόσιου πλούτου. Είναι χρήσιμο να έχουμε υπόψη μας κάποια ιστορικά δεδομένα. Η Ελλάδα υπήρξε για 45 χρόνια Χώρα του 1/3 του πληθυσμού της, μετά τον Εμφύλιο. Στο όνομα της εθνικοφροσύνης εκατομμύρια Έλληνες βίωσαν τον Κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό αποκεφαλισμό. Έληξε ο εμφύλιος, αλλά τη Χώρα κατέλαβαν οι «εθνικόφρονες», που στο όνομα του κομμουνιστικού κινδύνου καρπώθηκαν για δεκαετίες την τεράστια αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Το Κράτος στελεχώθηκε από «ημετέρους». Σειρά ελεύθερων επαγγελμάτων και Δημόσιων λειτουργημάτων έγιναν αποκλειστικό κτήμα και προνόμιο του «εθνικόφρονος» πληθυσμού. Η πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων είχε φακέλους στην ασφάλεια με τον χαρακτηρισμό «κομμουνιστής», «αριστερός», «συμπαθών» και «αγνώστων φρονημάτων». Για μισό αιώνα, από το 1936 μέχρι και το 1981 με απειροελάχιστες εξαιρέσεις, το σύνολο των Δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών ανήκαν σε ακραιφνή «εθνικόφρονα» πληθυσμό. Το έχω ζήσει, και η εμπειρία είναι τραυματική. Η όλη ιστορία θυμίζει τη φωτεινή και τη σκοτεινή πλευρά της σελήνης. Η σκοτεινή πλευρά, για να είμαστε απολύτως ειλικρινείς, μετά το ημίφως ’74 – ’81, φωτίστηκε συνολικά από το ’82 και έπειτα.
Δεν υπήρχε λόγος, αγαπητέ μου κύριε, να υπάρχουν εξόριστοι μέχρι τον Φεβρουάριο του 1964, όταν εγκατέλειψε τα Γιούρα των Σποράδων ο τελευταίος εξόριστος. Ούτε και χρειάζονταν πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Ούτε και το σύνολο των ενστόλων της Χώρας μέχρι τον Μάρτιο του 1982 να προέρχεται αποκλειστικά από δεξιά και ακροδεξιά στοιχεία. Τον Οκτώβριο του 1981 ενέσκηψε αυτό που κάποιοι αποκαλούν “η εκδίκηση της γυφτιάς” ή για άλλους η μεγάλη αλλαγή, ή όπως θέλετε πείτε το. Το πολιτικό σκηνικό στη Χώρα άλλαξε ριζικά, αλλά το μέγιστο πρόβλημα των … ατάκτων συνελλήνων είναι η έλλειψη κανονικότητας ανεξάρτητα από ιδεολογικές προφάσεις. Έχω εδώ και πολλά χρόνια καταλήξει στο συμπέρασμα πως στόχος μοναδικός για το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων είναι ο πάση θυσία ταχυπλουτισμός.
Τέλος πάντων φτάσαμε το 2009 στην απελπιστική κατάσταση της οικονομικής και πολιτικοκοινωνικής χρεοκοπίας. Αποτέλεσμα; Η – κατά την αντίληψή μου – ανοησία και η ακραία ιδεοληψία στην Εξουσία. Και ...μπλέξαμε! Πιθανόν φίλτατε, να έχετε άλλες θεωρήσεις των πραγμάτων, τις οποίες και σέβομαι».
Καθώς ο διάλογος συνεχίστηκε και είχε ενδιαφέρον, θα αφιερώσω το επόμενο σημείωμά μου στη συνέχειά του.
*Η ψωροκώσταινα ήταν το παρατσούκλι της Πανωραίας Χατζηκώστα ή Χατζηκώσταινας. Κατέφυγε στο Ναύπλιο μετά την καταστροφή των Κυδωνιών (Αϊβαλί) από τους Οθωμανούς, όπου έχασε και τα 5 της παιδιά, τον Ιούνιο του ‘21. Τα υπόλοιπα υπάρχοντά της τα έδωσε στον έρανο του 1826 για την ενίσχυση των πολιορκημένων του Μεσολογγίου. Από τότε η ψωροκώσταινα αναφέρεται στο φτωχό Ελληνικό Κράτος που βασίζεται περισσότερο στον εθελοντισμό παρά στην οργάνωση των εσόδων του.
Γράφει ο «Όμηρος»
(omhros_el@gmail.com, fb: Ομηρος Ελευθερία)