Το μεροκάματο της Κυριακής

Δημοσίευση: 03 Ιαν 2019 16:49

Έξω φρενών ήταν ο δεκαοχτάχρονος Τάκης με τον συχωριανό του τον Αχιλλέα τον Μπάρα.

Τον χρωστούσε ένα διπλό κυριακάτικο μεροκάματο. Είχε δουλέψει στον Αχιλλέα μια Κυριακή καλουπώνοντας μαζί με τους φίλους και συνομηλίκους του, τον Γιώργο και τον Χρίστο, τις κολόνες ενός μικρού σπιτιού, εργολαβία του Αχιλλέα. Πέρασαν έξι μήνες από τότε κι ακόμα να τους πληρώσει. Κι είχε εξαφανιστεί από την πιάτσα. Ο Τάκης το αποφάσισε. Θα έπαιρνε και τους άλλους δύο και θα πήγαιναν στο σπίτι του Αχιλλέα. Ήταν αποφασισμένος μέχρι και να τον δείρουν, αν δεν τους πλήρωνε το μεροκάματο.

Ο Αχιλλέας ο Μπάρας, συχωριανός τους, ήταν μικροεργολάβος, αλλά και εξαιρετικός ακορντεονίστας. Είχε μάλιστα εδώ και δύο χρόνια ανοίξει και μια σχολή, που δίδασκε ακορντεόν. Κι είχε πολλούς μαθητές. Πολλά Λαρισόπουλα γοητεύονταν εκείνα τα χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, από το ακορντεόν κι έτρεξαν στη σχολή του Αχιλλέα. Κι αποδείχτηκε δάσκαλος μοναδικός. Με τις εργολαβίες και τη σχολή έβγαζε πολλά λεφτά. Όμως είχε κι ένα χούι ο Αχιλλέας. Τον άρεζε πολύ ο ποδόγυρος. Οι ζωντοχήρες τον έκαναν να μην του μένει φράγκο στην τσέπη του.

Τα τρία Κρανιωτόπουλα δεν τον γνώριζαν καλά. Το μόνο που ήξεραν γι’ αυτόν ήταν πως έπαιζε ακορντεόν κι έπαιρνε μικροεργολαβίες. Έμενε μόνιμα στη Λάρισα. Σπάνια πήγαινε στο χωριό να ιδεί τους γονείς του. Μα, όταν κάποιο Σαββατοκύριακο ανέβαινε στο χωριό με το σκουτεράκι του, κουβαλούσε μαζί του και το ακορντεόν. Την Κυριακή τ’ απόγεμα το φορτωνόταν και κατέβαινε στον Αγιοταξιάρχη, στο έμπα του χωριού, όπου όλη η νεολαία βολτάριζε 2-3 ώρες πέρα-δώθε στο μακρύ προαύλιο της εκκλησιάς όπως ήταν τότε συνήθειο στα χωριά και στις πόλεις της Ελλάδας. Νυφοπάζαρο σπουδαίο ήταν αυτή η κυριακάτικη βόλτα. Κι ο Αχιλλέας καθόταν στο πέτρινο πεζούλι κι άρχιζε να παίζει μπεράτια, συρτά, στα τρία και χασαποσέρβικα, Η νεολαία, μόλις ο ήχος του ακορντεόν ηχούσε στον αέρα, παρατούσε τη βόλτα και πιάνονταν στον χορό, έναν χορό τρανό, σωστό πανηγύρι. Και σαν οι χορευτές απόκαμαν από το γρήγορο κρανιώτικο χασαποσέρβικο, ο Αχιλλέας τέλειωνε το γλέντι με βαλς και ταγκό. Γιαγιάδες, παππούδες, μανάδες και πατεράδες καμάρωναν τα παιδιά τους κι ευγνωμονούσαν μέσα τους τον Αχιλλέα. Ήταν ο ήρωας του χωριού. Γι’ αυτό και ρωτούσαν τον πατέρα του πότε θα ξανάρθει ο γιος. Γιατί το ακορντεόν έδινε ζωντάνια στο χωριό. Τα κορίτσια ιδιαίτερα, που μόνο για την εκκλησιά και τη βόλτα έβγαιναν από το σπίτι, ένιωθαν απέραντη ευγνωμοσύνη για τον Αχιλλέα. Τ’ αγόρια δούλευαν τουλάχιστον οικοδόμοι στη Λάρισα κι έβλεπαν κόσμο. Μόνο το Σαββατοκύριακο βρίσκονταν στο χωριό. Κι ένιωθαν όλοι τυχεροί, που είχαν τον Αχιλλέα, γιατί τ’ άλλα χωριά δεν είχαν τέτοια τύχη. Ζήλευαν γι’ αυτό.

Αυτόν τον γοητευτικό Αχιλλέα ήξεραν τα τρία δεκαοχτάχρονα Κρανιωτόπουλα, όταν ένα Σάββατο απόγεμα τον είδαν να μπαίνει στο καφενείο, όπου μαζεύονταν οι Κρανιώτες που για κάποιο λόγο δεν είχαν ανεβεί στο χωριό. Παραξενεύτηκαν όλοι βλέποντάς τον να μπαίνει στο καφενείο. Γιατί παρέα με Κρανιώτες στη Λάρισα δεν έκανε. Όμως εκείνες τις μέρες είχε πάρει εργολαβία ένα σπιτάκι και χρειάζονταν καλουποτζήδες. Στάθηκε στην πόρτα και το μάτι του σάρωσε την αίθουσα. Είδε τα τρία παλικάρια να κάθονται σε μια γωνιά. Τράβηξε κατά κει. Πήρε μια καρέκλα και κάθησε μαζί τους.

- Ρε παλικάρια, έμαθα πως είστε καλοί καλουποτζήδες. Σας χρειάζομαι. Είστε να βγάλετε διπλό μεροκάματο αύριο Κυριακή; Πήρα μια καλή δουλειά και βιάζομαι να την τελειώσω;

Οι τρεις φίλοι τον κοίταξαν μ’ απορία, αλλά και χαρά. Και βέβαια ήθελαν. Ένα διπλό κυριακάτικο μεροκάματο ήταν γι’ αυτούς λαχείο. Συμφώνησαν.

 -Αύριο στις εφτά ν’ ανταμώσουμε στον Άγιο Κωνσταντίνο.

Σηκώθηκαν κι οι τέσσερις μαζί και τράβηξαν για την πόρτα. Ένας συχωριανός τους κατάλαβε τι τους ήθελε ο Αχιλλέας.

-Τάκη, φώναξε.

Ο Τάκης γύρισε το κεφάλι κι είδε τον Κρανιώτη να του γνέφει με το κεφάλι και το δεξί του χέρι «Όχι». Αλλά δεν έδωσε σημασία.

Δούλεψαν ως τις τέσσερις το απόγεμα. Καθώς μάζευαν τα εργαλεία, ο Τάκης ζήτησε τα μεροκάματα.

 -Δεν έχω πάνω μου λεφτά, είπε ο Αχιλλέας. Αύριο θα μου τα δώσει ο σπιτονοικοκύρης. Το Σάββατο θα σας βρω στο καφενείο.

 Δε φάνηκε όμως ούτε εκείνο το Σάββατο ούτε κανένα άλλο. Εξαφανίστηκε από την πιάτσα. Κι ούτε στο χωριό ξανανέβηκε. Ο Τάκης μια μέρα ρώτησε τον Κρανιώτη, που τον είχε γνέψει «όχι» στο καφενείο εκείνο το Σάββατο, κι έμαθε για τον «βίο και την πολιτεία» του Αχιλλέα και πως ήταν κακοπληρωτής. Τον ήξεραν όλοι. Γι’ αυτό και κανένας δε δούλευε μαζί του.

– Διάλεξε εσάς που είστε μικροί, γιατί είστε ίσως οι μόνοι που δεν τον ξέρατε.

Γι’ αυτό τ’ αποφάσισε ο Τάκης. Μόνο με τη φοβέρα θα πάρει τα λεφτά του. Συμφώνησαν κι οι άλλοι δύο. Ήταν πολύ θυμωμένοι που τους ξεγέλασε. Έμαθαν πού είναι το σπίτι του κι ένα βράδυ τράβηξαν για κει. Τους άνοιξε ο ίδιος. Είδε τον θυμό στα πρόσωπά τους και κατάλαβε. Μα έκανε τάχα πως άστραψε από χαρά.

 -Καλώς τα παιδιά. Και σας ήθελα. Περάστε να πιούμε κάνα τσίπουρο. Αγαθή, φώναξε στη γυναίκα του, ετοίμασε μεζέ για τα παιδιά, που πρώτη φορά έρχονται στο σπίτι!

Πριν προλάβουν να καθήσουν, ο Αχιλλέας είχε φέρει ένα μπουκάλι τσίπουρο και το’ βαλε στη μέση του τραπεζιού. Ακολούθησαν κι οι μεζέδες. Κι άρχισε την πάρλα. Χωρίς ανάσα. Από το ένα θέμα στο άλλο. Μιλούσε ασταμάτητα και κάθε λίγο «εβίβα». Ήπιαν όλο το μπουκάλι κι έφκιαξαν κεφάλι. Κι ήταν κι άμαθοι. Τόσο τσίπουρο δεν είχαν πιει ποτέ. Κάθησαν καναδυό ώρες. Στο τέλος είχαν ξεχάσει για ποιο λόγο είχαν βρεθεί στο σπίτι του Αχιλλέα. Στο ξεπροβόδισμα τον άκουσαν να λέει.

 -Το Σάββατο θ’ ανέβω στο χωριό.

 Θυμήθηκαν τον λόγο που είχαν πάει στον Αχιλλέα, όταν ήταν έτοιμοι να τραβήξει ο καθένας για το σπίτι του. Έβαλαν τα γέλια.

Την Κυριακή στο χωριό χόρεψαν με την ψυχή τους .Μπορεί να μην πληρώθηκαν το κυριακάτικο διπλό μεροκάματο, αλλά πέρασαν ένα όμορφο κυριακάτικο απόγεμα χορεύοντας μ’ όλο το χωριό στο προαύλιο του Αγιοταξιάρχη και τον Αχιλλέα να παίζει ακορντεόν καλύτερα από κάθε άλλη φορά.

* Από τον Γιάννη Μπασλή

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass