Βεβαιώνω από την πρώτη στιγμή ότι τις εκτιμήσεις μου - σωστές ή λαθεμένες τις ζυγίζω καιρό τώρα στη σιωπή της καρδιάς μου και αν τις φέρνω στην επικαιρότητα τούτη τη στιγμή, το πράττω μόνο και μόνο γιατί αυτή τη φορά δεν μπορώ να σιωπήσω. Δεν είναι λίγες οι στιγμές που έσκυψα και κατέθεσα τον θαυμασμό, την αγάπη και την εκτίμησή μου στους κήρυκες και αγωνιστές της προστασίας των αδύναμων, τους αγωνιστές των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου, τους δικαστές που ορθώνουν, ως τοίχο άρρηκτο, το ανάστημά τους απέναντι στις αυθαιρεσίες της πολιτείας, προστατεύοντας έτσι το κοινωνικό σύνολο από τις τυχοδιωκτικές επιδρομές ορισμένων που με τις έκνομες και αυθαίρετες ενέργειές τους διαταράσσουν την ησυχία και τη γαλήνη του λαού. Από τις στήλες αυτής εδώ της έγκριτης εφημερίδας « ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» μου παρεσχέθει ο ανάλογος χώρος να διακηρύξω τη συμβουλή της δικαιοσύνης στην εύρυθμη λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος. Στάθηκα πάντα στο πλευρό της κάθε φορά που η τελευταία δεχόταν άδικες επιθέσεις, για την άρνησή της να γίνει θεραπαινίδα όλων εκείνων που την ήθελαν υποχείριό τους για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Αλλά και να την καυτηριάσω, όταν ελάχιστα σταγονίδιά της, την εξέθεταν μπροστά στα μάτια του λαού. Σήμερα, χωρίς να αποσύρω την αρχική μου εμπιστοσύνη, βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση με παγωμένη καρδιά να διατυπώσω δημόσια την αρνητική μου κρίση σ΄ ένα θέμα που αυτές τις ημέρες είδε το φως της δημοσιότητας στον Τύπο και στις τηλεοπτικές οθόνες, που κάθε άλλο, παρά τιμά το δικαστικό σώμα, τη δικαιοσύνη γενικά. Θα ήμουν ευτυχής και έτοιμος να την ανακαλέσω αν, από οποιαδήποτε πηγή, δοθούν στη δημοσιότητα στοιχεία αναιρετικά της απόφασης που ευθύς αμέσως καταθέτω:
Στις 12.12.2018 δύο δικαστικές ενώσεις κάλεσαν τους δικαστές να προβούν πάραυτα σε δηλώσεις, προκειμένου να ανακόψουν την παραγραφή και στη συνέχεια να διεκδικήσουν με προσφυγές και αγωγές ενώπιον της δικαιοσύνης, δηλαδή στους ίδιους, α) την αναδρομική διεκδίκηση ποσών μισθολογικών ωριμάνσεων και β) την αναδρομική διεκδίκηση του 13ου και του 14ου μισθού. Δηλαδή τα δώρα των Χριστουγέννων και του Πάσχα και της άδειας. Προβληματίζει κάθε καλόπιστο εκτιμητή αυτή η απόφαση των δικαστών, τη στιγμή που έρχεται στην επικαιρότητα σε δύσκολες στιγμές και ώρες για τη χώρα. Για φανταστείτε τι έχει να γίνει όταν οι πανεπιστημιακοί καθηγητές, οι νοσοκομειακοί γιατροί, οι ένστολοι και οι δικαστές καταθέσουν αγωγές και ζητήσουν αναδρομικά. Θα γεμίσουν τα πινάκια των δικαστηρίων. Και αν ευδοκιμήσουν, η πολιτεία θα κληθεί να καταβάλει πολλά δισεκατομμύρια, τα οποία θα εισπράξει από την υπερφορολόγηση των μεσαίων, αφού δεν έχει άλλη πηγή. Αυτό δεν το σκέπτονται οι δικαστές; Δεν το αισθάνονται; Θα αφήσουν τη χώρα να κατρακυλήσει στον γκρεμό;
Δεν αγνοώ το δικαίωμα των δικαστών να διεκδικήσουν τα νόμιμα. Θεωρώ όμως την ενέργειά τους αυτή άστοχη, άκαιρη και μη ενδεδειγμένη, ενόψει των ειδικών οικονομικών συνθηκών που επικρατούν τούτη τη στιγμή στη χώρα και του τρόπου με τον οποίο οι δικαστικές ενώσεις έφεραν στην επιφάνια αυτό το θέμα. Ο κόσμος γνωρίζει ότι οι δικαστές είναι ανάμεσα σ΄ όλους τους άλλους δημοσίους υπαλλήλους που εισέπραξαν κάποια δίκαιη απαίτηση από την πολιτεία, χωρίς να μη την έχουν εισπράξει και οι ίδιοι. Μήπως ήλθε η ώρα και η στιγμήν η επιδίκαση των αναδρομικών των δικαστικών να πάψει να γίνεται από τους ίδιους και να ανατεθεί σε άλλο όργανο; Η τρέχουσα συνταγματική αναθεώρηση τους δίνει το δικαίωμα να το ζητήσουν. Ας το πράξουν για να παύσει ο κόσμος να τους σχολιάζει δυσμενώς. Δεν το αντιλαμβάνονται αυτό οι ίδιοι; Γνωρίζουν οι δικαστές ότι ένα μεγάλο τμήμα του λαού ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας. Πεινά και γι΄αυτό προστρέχει στα συσσίτια της εκκλησίας για ένα πιάτο φαγητό. Άλλοι στα δημοτικά παντοπωλεία για ένα κιλό ρύζι και έτεροι στα κοινωνικά κέντρα για ένα κουτί φάρμακα. Δεν μπορούν να πληρώσει το ρεύμα, το τηλέφωνο, το νερό και ζητούν εναγωνίως τρόπους σωτηρίας. Ας το εκτιμήσουν αυτό. Οι δικαστές οφείλουν να αφουγκράζονται τις αντιδράσεις και τις εκρήξεις του λαού με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία, και να πράττουν αναλόγως. Το σήμερα «βοά» με τα καμώματά τους και τις συμπεριφορές τους. Οι δικαστές δεν είναι λόχος απόλυτης και ανέλεγκτης υποταγής στις διαταγές του λοχαγού κατά το «πνεύμα Θάνου». Η ελευθερία του λόγου και ο γόνιμος διάλογος είναι υπόθεση του καθενός. Η συχνή αυτοεπιδίκαση αναδρομικών πρέπει να αντιμετωπίζεται με προσοχή, περίσκεψη και περισυλλογή, απέναντι στον λαό.
Δεν παραβλέπω το γεγονός ότι οι λειτουργοί της δικαιοσύνης πρέπει να διαβιούν με εντιμότητα και αξιοπρέπεια μέσα στην κοινωνία. Αυτήν οφείλουν να την επιδιώξουν μέσω της πολιτείας και όχι με προσφυγές και αγωγές στα δικαστήρια.
Τέλος η ελληνική δικαιοσύνη οφείλει να σπάσει τα δεσμά που την προσδένουν, ως ρυμουλκούμενη στο «εκσυγχρονισμένο» (!) αμάξι της πολιτικής εξουσίας. Να αναπνεύσει τον αέρα της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της. Να παύσουν οι συνταξιούχοι να υποκλίνονται, να «γλείφουν», και να επιζητούν μια παχυλή θεσούλα στο Δημόσιο. Και αυτό γιατί οι δικαστές είναι χρισμένοι να υπηρετούν το δίκαιο σ΄όλη τους τη ζωή και όχι το δίκαιο του Καίσαρα. Ο λαός ύψωσε τη δικαιοσύνη στο πιο ψηλό σκαλί. Στο πιο ψηλό βάθρο. Εκεί θέλει να τη βλέπει να στέκεται πάντα. Αυτή τη θέση πρέπει και ίδια να την υπερασπισθεί αλώβητη από κάθε επίθεση. Και όχι να δημιουργεί καταστάσεις που μπορούν να την γκρεμίσουν απ΄εκεί που βρίσκεται. Ο νοών, νοείτω. Στο χέρι της είναι.
* Από τον Αθανάσιο Φώτο, επί τιμή δικηγόρο