Τα τελευταία δύο χρόνια, υπό το βάρος αναρίθμητων συνεπειών, καλούνται να παλέψουν με έναν ιδιόμορφο κλώνο του, που είναι οι πολιτικές των προσχημάτων και της επικοινωνιακής αποκατάστασης δικαιωμάτων, που όμως είναι απογυμνωμένα από το περιεχόμενό τους.
Η κυβέρνηση εφαρμόζει -και μάλιστα θριαμβολογώντας- το καθεστώς ρύθμισης του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου που το 2013, όταν και θεσπίστηκε, αναθεμάτιζε εμφατικά και καταψήφιζε ως αξιωματική αντιπολίτευση.
Η υποτίμηση της λογικής του κόσμου της εργασίας είναι συγκλονιστική: Δύο κορυφαία συλλογικά δικαιώματα, οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και ο κοινωνικός διάλογος, απογυμνωμένα από το περιεχόμενό τους, ρίχνονται ως «λέξεις» κενές περιεχομένου για περίπου τέσσερις μήνες σε ένα απόλυτα γραφειοκρατικό διαδικαστικό λαβύρινθο χωρίς έξοδο, με δεκάδες εκθέσεις πληθώρας φορέων να πηγαινοέρχονται από επιτροπή σε επιτροπή υπό το άγρυπνο μάτι του Υπουργείου Εργασίας και του Υπουργείου Οικονομικών. Κι αυτό γιατί η απόφαση στο τέλος είναι του εκάστοτε υπουργού Εργασίας και η σφραγίδα στο Υπουργικό Συμβούλιο. Και βέβαια μέσα στον λαβύρινθο αυτό, έχουν τοποθετηθεί πολλοί «μινώταυροι», πίσω από τις απόψεις των οποίων, η κυβέρνηση θα κρυφτεί, για να δικαιολογήσει μετά γιατί, «ενώ ήθελε» τελικά δεν αποκαθιστά τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ και δεν μας δίνει πίσω την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας.
Η ΓΣΕΕ, έχοντας την ευθύνη εκπροσώπησης των εργαζομένων ιδιωτικού δικαίου της χώρας, αποφάσισε ότι δεν θα εγκλωβιστεί στον λαβύρινθο αυτό ούτε θα πιάσει εγκλωβισμένη επί τέσσερις μήνες τον «μίτο της Αριάδνης» της «διαβούλευσης» των 15 ημερών, που εντελώς προσχηματικά ρίχνει η κυβέρνηση, εφαρμόζοντας όμως στην πραγματικότητα έναν από τους πιο περιοριστικούς νόμους της μνημονιακής περιόδου.
Η συμμετοχή μας στη διαδικασία αυτή θα δήλωνε τη συμβολή μας στον θεσμικό ενταφιασμό των μεγάλων αγώνων των εργαζομένων μέσα στην κρίση και «νομιμοποίηση» της ωμής κατάλυσης του δικαιώματός μας να διαπραγματευόμαστε ελεύθερα και συλλογικά, συνδιαμορφώνοντας το ύψος του βασικού μισθού -που αφορά στην πλειοψηφία των εργαζομένων- στο πλαίσιο της υπογραφής της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, του κορυφαίου αυτού είδους συλλογικής σύμβασης που περιείχε τα κατώτατα όρια προστασίας της εργασίας στην Ελλάδα.
Του θεσμού της ΕΓΣΣΕ (εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας), που, μέσω αυτού, κατορθώθηκε στη δίνη της κρίσης να διατηρηθούν αρχικά τα 751,39 ευρώ (βασικός μισθός) και τα 33,57 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) χωρίς ηλικιακό κριτήριο και υποκατώτατο μισθό, με το επίδομα γάμου και με 3 τριετίες για τους υπαλλήλους και 6 για τους εργατοτεχνίτες. Κι αυτά είναι κατακτήσεις των αγώνων των εργαζομένων και μόνο μέσα στην κρίση.
Είναι ξεκάθαρο πως οι ισχυρισμοί για επαναφορά των Ελεύθερων Συλλογικών Διαπραγματεύσεων είναι τουλάχιστον κίβδηλοι και οι υποσχέσεις της φρούδες. Εάν, πραγματικά, επιθυμούσαν την αποκατάσταση της Συλλογικής Αυτονομίας, θα επανέφεραν το αντίστοιχο Νομοσχέδιο του 2015 που απέσυραν… μετά από τις πολύωρες «διαπραγματεύσεις» με την τρόικα.
Κι αυτό γιατί ο μνημονιακός μηχανισμός επιβεβαίωσε και με το τρίτο μνημόνιο, που η κυβέρνηση συνομολόγησε τον Αύγουστο του 2015, ότι θέλει το κράτος σε ρόλο απόλυτου ρυθμιστή του εισοδήματος των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και, συνεπώς, να κρατήσει αποδυναμωμένη τη δύναμη των συνδικάτων να διαπραγματεύονται, να πιέζουν και να ρυθμίζουν τελικά τον κατώτατο μισθό. Επιπλέον, με τον τρόπο αυτό, επηρεάζεται άμεσα ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνικής πολιτικής που σχετίζεται με τον κατώτατο μισθό, όπως τα επιδόματα ανεργίας, οι αμοιβές των προγραμμάτων απασχόλησης, κλπ.
Κάτι όμως που εκ πρώτης όψεως δεν γίνεται αντιληπτό και οφείλουμε να το υπενθυμίζουμε και μέσω της ηχηρής απουσίας μας από τη διαδικασία, είναι ότι απομακρύνοντας τις εργοδοτικές οργανώσεις από το τραπέζι των πραγματικών συλλογικών διαπραγματεύσεων με τη ΓΣΕΕ - με την υπάρχουσα διαδικασία αυτό ακριβώς γίνεται - δίνεται ο τόνος στην εργοδοσία να μην διαπραγματεύεται με τις οργανώσεις των εργαζομένων που υπογράφουν συλλογικές συμβάσεις, ενώ, παράλληλα, αυξάνει με αυθαίρετο τρόπο τον αριθμό των εργοδοτικών οργανώσεων με την είσοδο του Συνδέσμου Βιομηχάνων Βορείου Ελλάδας, βάζοντας πρόσθετα εμπόδια στην εκπροσώπηση των εργατικών συμφερόντων.
Ενεργοποιείται ένας κρατικός μηχανισμός «βόμβα» στα θεμέλια του εργατικού μισθού. Επιπλέον, η υπουργός Εργασίας αποφεύγει να αναφέρει ότι ο νόμος που αξιοποιεί δεν μιλάει για «αύξηση» του κατώτατου μισθού, αλλά για «ρύθμισή» του, με αποτέλεσμα ανά πάσα στιγμή και στα χέρια της όποιας κυβέρνησης ο μηχανισμός αυτός να είναι εργαλείο νέας συμπίεσης του ελάχιστου εργατικού εισοδήματος. Δεν λέει επίσης ότι διατηρεί σε ισχύ τη διάταξη για το πάγωμα των τριετιών… μέχρι η ανεργία να πέσει κάτω από το 10%...
Χωρίς αμφιβολία, προτιμούν τον κρατικό μονόλογο από τον κοινωνικό διάλογο που με θαυμαστή συνέπεια τέσσερα χρόνια τώρα συστηματικά υπονομεύουν.
Η Συνομοσπονδία, που διαφώνησε τεκμηριωμένα και από την πρώτη στιγμή στη νομοθετική διάταξη του 2013, συνεχίζει να αντιτίθεται στη μετά πέντε χρόνια εφαρμογή της. Η πλήρης επαναφορά και ενεργοποίηση του καθεστώτος των Ελεύθερων Συλλογικών Διαπραγματεύσεων, όπως ίσχυε έως το 2010, είναι για εμάς το κεντρικό αίτημα, επιτακτική ανάγκη και κρίσιμο διακύβευμα.
Σε κάθε περίπτωση δεν θα επιτρέψουμε η ζωή των εργαζομένων και η εργασιακή δικαιοσύνη να γίνουν παιχνίδι στα χέρια κανενός.
Από τον Γιάννη Παναγόπουλο, πρόεδρο της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ)