Βασικά αγγλόφιλος έγινα κάτω από την επιρροή του θείου Κίμωνα που ήταν νέος και ωραίος, πραγματική αποθέωση του στυλ.
- Κοίτα ανηψιέ να μαθαίνεις, έλεγε καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη πριν βγει για να πάει σε κανένα πάρτι. Κοίτα κοστουμιά! Κασμίρι εγγλέζικο. Κοίτα φουλάρι, εγγλέζικο μεταξωτό! Και μαλλί ε; Γουστάρεις; Μπήτλς στάιλ. Και μετά, αφού άνοιγε ένα πακέτο τσιγάρα εγγλέζικα «Ροθμανς», άναβε ένα, μοσχοβολούσε ο τόπος από τον ποιοτικό καπνό και το κάπνιζε πίνοντας «σκατς».
Και με ποιον να ήμουνα δηλαδή; Με τον θείο Στέργιο, τον Κουκουέ, που ερχόταν επίσκεψη σπίτι μας με τα παλιόρουχα, οδηγώντας ένα καταλασπωμένο Lada; Αυτός έπινε κάνα τσίπρο, κάπνιζε «Άσο φίλτρο» και δεν μιλούσε παρά για τρακτέρια Ζετόρ, τσέχικα, σοσιαλιστικής δηλαδή κατασκευής και για το πώς μια μέρα αγροτιά και εργατιά θα κυβερνήσουν τον κόσμο. (Αυτές τις χαζαμάρες έλεγες μπάρμπα κι έτρεχαν μετά οι δικοί σ’ να σε μάσουν απ’ την Ασφάλεια όταν σε μπαγλάρωσαν επί Χούντας).
Παναπεί ότι «εγγλέζος» γινόσουνα από άποψη και στυλ. Σαν κάθε μικρό λαό οι Έλληνες ψάχναμε για πολιτισμικά πρότυπα, ψάχναμε άρμα να δεθούμε. Το αμερικάνικο καουμποϊλίκι του Τζον Γουέιν, το αγγλικό φλέγμα του Τζέημς Μποντ, η γαλλική φινέτσα του Αλαίν Ντελόν και η θηλυκότητα της Μπριζίτ Μπαρντό ή το ιταλικό στυλ του Τζιάνι Μοράντι της Λόρεν και του Μαστρογιάννι, ήταν σαν κάτι πανίσχυρους προβολείς που μέσα από τους μηχανισμούς της δημοσιότητας μάζευαν σμάρι κάτι «κουνούπια» σαν κι εμάς.
Από μικροί στο μεροκάματο λοιπόν… Στα Φροντιστήρια του Γερογιώκα, του Μπίλλη, του Ψυρρόπουλου, του Καράμπα, του Τριανταφύλλου, του Νικολόπουλου, του Περβανίδη ή του Σοφιάδη που έφερναν κάτι αγγλιδούλες πολύ... ξεγυρισμένες για καθηγήτριες. Εκεί μαθαίναμε πως «this is a door and that is a window», όσοι δηλαδή προσέχαμε και δεν χαζεύαμε τα μπούτια των μίσις Ντόροθυ, Κάθριν, Κέητ, ή όπως αλλιώς λέγανε τις καθηγήτριες. Μεγάλο πράμα η γλώσσα… Άμα σε δέσει ο άλλος με τη γλώσσα, σε δένει καλά, μια για πάντα… Να καταλάβεις, στα μαθητικά μου βιβλία, τότε που ήμανε ερωτοχτυπημένος με μια Φώφη -που ευτυχώς με απέρριψε γιατί σήμερα δεν βλέπεται- εκεί λοιπόν έγραφα «Alex – Fofi love for ever» και ένα σωρό ηλίθιους ερωτικούς στίχους, όλους στα αγγλικά.
Με τη γλώσσα τους οι Άγγλοι πέρασαν σε μας -και σ’ όλον τον κόσμο- τον πολιτισμό τους, την κουλτούρα τους. Και θέλαμε πολύ να μετέχουμε σ’ εκείνον τον πολιτισμό και σε πολλές περιπτώσεις τον μιμούμασταν εθελοντικά, σχεδόν δουλικά. Το να είσαι «Άγγλος» κάποτε, να έχεις δηλαδή εγγλέζικο στυλ, ήταν πολύ της μόδας. Ξεκινούσες μικρός διαβάζοντας Ντίκενς και Όλιβερ Τουίστ, μοιραζόσουνα την «Περηφάνια και Προκατάληψη» της Τζέιν Όστεν για να ανακαλύψεις μετά τη μαγεία του Σέξπιρ. Στο σινεμά, μέσα από πολεμικές ταινίες που τότε βλέπαμε με ενθουσιασμό, μας επιβλήθηκε η άποψη ότι οι μόνοι που πολέμησαν σαν πραγματικοί ήρωες τον Χίτλερ ήταν Άγγλοι και Αμερικανοί και μεις πολύ χαιρόμασταν που υπήρξαμε σύμμαχοί τους.
Οι Άγγλοι λοιπόν φρόντιζαν πάντα την εικόνα τους. Μας συστήθηκαν ως κάτι ωραίοι άντρες με στυλ, καλοραμμένα κοστούμια, φλεγματικό χιούμορ πραγματικοί «Ευρωπαίοι» ρε παιδάκι μου, όχι πτωχοβαλκάνιοι. Πώς να μην θες να είσαι ένας από αυτούς;
Τα ίδια και... χειρότερα στο ποδόσφαιρο. Μέσα από την ΕΡΤ βλέπαμε κάθε Σάββατο αγγλικό πρωτάθλημα. Τι πιο λογικό να ονομάσουμε την ομάδα της γειτονιάς μας «Λίβερπουλ» και μεις να μοιραζόμαστε ρόλους; Εγώ ας πούμε ήμουνα ο Τζωρτζ Μπεστ, ο άλλος ο Κένι Νταλγκλις, ο τρίτος ο Μπόμπι Τσάρλτον. Με τη μουσική πάλι, άλλος χαμός. Υστερία για τους Μπητλς και τα άλλα εγγλέζικα συγκροτήματα πριν αναλάβουν τα ηνία οι αμερικανοί.
Γενικά, ότι εγγλέζικο σήμαινε τότε και καλό. Τα εγγλέζικα αυτοκίνητα – Φορντ, Ρόβερ, Όστιν Μόρις, αλλά και το θρυλικό Μίνι Κούπερ- χωρίς να είναι επιπέδου Μερσεντές, ανήκαν σε μια ιδιαίτερη κατηγορία που έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης σαν γερά και καλοφτιαγμένα αυτοκίνητα. Εγγλέζικα πουλόβερ, εγγλέζικα υφάσματα, εγγλέζικες σοκολάτες, εγγλέζικο τσάι, ό,τι εγγλέζικο δηλαδή έπεφτε στα χέρια μας από κανένα ταξίδι κάποιου φίλου στο εξωτερικό, το θεωρούσαμε άριστης ποιότητας.
Και μετά, σαν έπιασε ο Ρωμιός κάποια χρήματα, άρχισε να μην αρκείται να βλέπει την Αγγλία από μακριά. Τώρα η Αγγλία δεν ήταν μόνο για το μεγάλο εφοπλιστικό ελληνικό κεφάλαιο που δραστηριοποιούταν στο «Σίτι». Τώρα μπορούσε ακόμη και ο ευκατάστατος Λαρισαίος μεγαλέμπορος να πάει εκεί όταν έφτανε σε ηλικία εμφράγματος και να κάνει «μπάι πας» για να σώσει την ζωή του, αφού στην Ελλάδα το ΕΣΥ δεν διέθετε ακόμη τέτοιες δυνατότητες. Και στη συνέχεια άρχισε μια άλλη βιομηχανία, «σπουδές στην Αγγλία», μεταπτυχιακά στο London School of Economics ή σε κάτι παρόμοιο τέλος πάντων, αρκεί να είναι στο Λονδίνο να ‘χουμε να λέμε πως το παιδί «σπουδάζει στην Αγγλία», γεγονός πολύ «pullmur» (πουλάω μούρη - που λέμε οι Έλληνες).
Θέλω να πω ρε συ, ντίαρ Τζων, ή όπως αλλιώς σε λένε, ότι όλοι εμείς στην υπόλοιπη Ευρώπη, πολύ σε εκτιμήσαμε μωρέ αδερφάκι μου, και σένανε και τον πολιτισμό σου, κι ας σε βλέπουμε τελευταία ξεπεσμένο, φοβικό και όχι κοσμοπολίτη, όπως ήσουνα κάποτε που κυριαρχούσες σ’ όλο τον πλανήτη με το αριστοκρατικό σου στυλ και το κιμπαριλίκι σου.
Βλέπουμε στα νησιά μας κάτι αληταριά εγγλέζικα να πίνουν, να ξερνοβολάνε και να δέρνονται σαν τα ζώα και λυπούμαστε για την ανθρώπινη κατάντια. Σε είδαμε να ψηφίζεις «Μπρέξιτ» όχι γιατί αυτό είναι συμφέρον αλλά από φόβο μην σου πάρουν οι άλλοι τα κεκτημένα σου. Ξεχνώντας ότι, ακριβώς αυτοί οι άλλοι, αυτοί δηλαδή που θαύμαζαν και αγαπούσαν τον δικό σου πολιτισμό, αυτοί ήταν η δύναμή σου.
Χθες στις Βρυξέλλες οι «άλλοι» υπέγραψαν και επίσημα την πράξη διαζυγίου σου με την Ε.Ε κι αυτό, όσο να πεις, πολύ μας στενοχώρησε. Τι, ήρθανε χρόνια δύσκολα που απαιτούν συσπειρώσεις λαών, όχι διαιρέσεις, σχίσματα και πείσματα. Και δεν μας κάθεται καλά μια Ευρώπη χωρίς την Αγγλία, πώς να γίνει δηλαδή;
Αλλά, εσύ το διάλεξες, εμείς οφείλουμε να το σεβαστούμε ντίαρ. Δεν μας άφησες και άλλη επιλογή. Bye bye love λοιπόν. Και να θυμάσαι πάντα πως «είναι μακρύς ο δρόμος για το Τιπερέρι»… Ειδικά όταν θα πρέπει να τον διαβείς μόνος σου…
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr