Ο καπνός αρχίζει να βγαίνει από τρία γνωστά σημεία.
Το ένα είναι η επαρχία Ιντλίμπ της βόρειας Συρίας, στα σύνορα με την Τουρκία, όπου βρίσκονται 3 εκατομμύρια άμαχοι – οι μισοί εκτοπισμένοι λόγω του πολέμου από άλλες περιοχές της χώρας – και 700.000 αντικυβερνητικοί αντάρτες, πολλοί από τους οποίους είναι τζιχαντιστές. Ο σύρος πρόεδρος Ασαντ έχει υποσχεθεί ότι θα ισοπεδώσει την πόλη, κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο χιλιάδων αμάχων. Οι σύμμαχοί του, οι Ρώσοι και οι Ιρανοί, λένε ότι θα βοηθήσουν, και ουσιαστικά οι βομβαρδισμοί έχουν ήδη ξεκινήσει.
Η Τουρκία, από την πλευρά της, έχει προειδοποιήσει ότι η εισβολή στο Ιντλίμπ αποτελεί «κόκκινη γραμμή», χωρίς να είναι σαφές τι σημαίνει αυτό. Οι Τούρκοι έχουν επίσης κλείσει τα σύνορά τους σε πρόσφυγες ή τζιχαντιστές που θέλουν να διαφύγουν.
Η Ντέμπορα Είμος, μια βετεράνα δημοσιογράφος του NPR, μιλά για «την τελευταία και χειρότερη μάχη του πολέμου». Το Ιντλίμπ αποτελεί καταφύγιο προσφύγων που έχουν φύγει από το Χαλέπι, την Ντούμα και την Γκούτα και αν ο Ασαντ προχωρήσει στα σχέδιά του θα εκτυλιχθεί εκεί μια μείζων ανθρωπιστική κρίση.
Το «τουιτ» του προέδρου Τραμπ με το οποίο καλεί τον Ασαντ να μην επιτρέψει κάτι τέτοιο δείχνει ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν καμιά πολιτική ή στρατιωτική επιρροή στις εξελίξεις. Η αλήθεια είναι ότι οι ΗΠΑ ποτέ δεν είχαν ιδιαίτερη επιρροή στην περιοχή, ούτε όταν οι ένοπλες δυνάμεις τους προήλαυναν στη Μέση Ανατολή. Και οι πρόσφατες προσπάθειες της κυβέρνησης Τραμπ ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, εφήμερες. Ανάλογες προειδοποιήσεις είχαν απευθύνει και πριν από την επίθεση εναντίον της Ντεράα – της τελευταίας επαρχίας που έπεσε πριν από μερικούς μήνες -, αλλά δεν έκαναν τίποτα όταν εισέβαλαν οι συριακές και ρωσικές δυνάμεις.
Η Τουρκία, πάλι, θα μπορούσε να δεχθεί διπλωματικές πιέσεις είτε να ανοίξει τα σύνορά της είτε να προσπαθήσει να αποτρέψει τη ρωσοσυριακή επίθεση. Όμως οι σχέσεις της με το ΝΑΤΟ έχουν ψυχρανθεί και η Ρωσία είναι ένας δυνάμει σύμμαχός της. Στην περίπτωση του Ιντλίμπ, βέβαια, έχει αντικρουόμενα συμφέροντα με τη Μόσχα, καθώς θέλει να κρατήσει μακριά ένα νέο κύμα προσφύγων, είτε είναι τζιχαντιστές είτε άμαχοι.
Το δεύτερο μέτωπο είναι το Ιράκ – ή, ακριβέστερα, η αυξανόμενη επιρροή και επέκταση του Ιράν στο Ιράκ. Την περασμένη Παρασκευή, το Reuters μετέδωσε ότι το Ιράν προμηθεύει με βαλιστικούς πυραύλους τους σιίτες συμμάχους του στο Ιράκ. Οι πύραυλοι αυτοί μπορούν να πλήξουν το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και τις αμερικανικές δυνάμεις στην περιοχή.
Ίσως το κίνητρο του Ιράν να είναι να αποτραπεί μια επίθεση αυτών των χωρών εναντίον του. Αυτό δεν κάνει όμως την κατάσταση λιγότερο επικίνδυνη. Εκπρόσωποι της ιρακινής κυβέρνησης αρνήθηκαν να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν την πληροφορία. Ενδεχομένως οι Ιρανοί να θέλουν να κάνουν τον κόσμο να την πιστέψει, ώστε να αποκτήσουν δωρεάν ένα αποτρεπτικό όπλο. Θα πρέπει όμως να προσέξουν: το 2002-03, ο Σαντάμ Χουσεϊν είχε συμβάλει στην κυκλοφορία του μύθου ότι είχε όπλα μαζικής καταστροφής, ελπίζοντας ότι αυτό θα απέτρεπε τους Αμερικανούς από το να επέμβουν. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Αυτό μας οδηγεί στο τρίτο μέτωπο: δεν αποκλείεται η πληροφορία για τους βαλιστικούς πυραύλους να διέρρευσε από το Ισραήλ, ώστε να του δοθεί το πρόσχημα να επιτεθεί σε ιρανικούς στρατιωτικούς στόχους στο Ιράκ. Τέτοιοι στόχοι υπάρχουν πολλοί, είτε φιλοξενούν βαλιστικούς πυραύλους είτε όχι. Το Ισραήλ ανησυχεί εδώ και καιρό για τη δημιουργία μιας «σιιτικής ημισελήνου», που ξεκινά από το Ιράν, περνά από το Ιράκ και φτάνει μέχρι τη Συρία.
Με αυτή την έννοια, δεν έχει σημασία αν η πληροφορία για τους ιρανικούς πυραύλους στο Ιράκ είναι ακριβής. Ο,τι και να συμβαίνει, μπορεί να δικαιολογήσει μια προληπτική επίθεση του Ισραήλ. Το ερώτημα είναι αν, με δεδομένη την αμερικανική παρουσία στο Ιράκ, το Ισραήλ θα έκανε κάτι τέτοιο χωρίς τη συμφωνία της Ουάσινγκτον.
Το καλύτερο που μπορούν να κάνουν αυτή τη στιγμή οι Ηνωμένες Πολιτείες – ή οποιαδήποτε άλλη εξωτερική δύναμη – είναι να σβήσουν μερικά σπίρτα που απειλούν να ανατινάξουν την περιοχή. Ακόμη και ευφυείς άνθρωποι που γνωρίζουν καλά τη Μέση Ανατολή αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα στους χειρισμούς τους. Καλό είναι λοιπόν ένας «ηλίθιος με μυαλό δεκάχρονου παιδιού» - όπως φέρεται να χαρακτήρισε τον Τραμπ ο υπουργός Αμύνης Τζιμ Μάτις – να μείνει μακριά. Ας παίζει γκολφ όσο θέλει.
Του Fred Kaplan
(*) Ο Φρεντ Κάπλαν είναι αρθρογράφος του Slate
(Πηγή: Slate)