Ὅταν κάποιος καλεῖται νὰ γράψει γιὰ ἕναν σπουδαῖο ἄνδρα, ἄνδρα φιλόθεο καὶ ἀρχοντικό, ὀρθώνονται ἐνώπιόν του δυσχέρειες πολλές. Ἀντιμετωπίζει τὴν καχυποψία ὅσων δὲν τὸν γνώρισαν, τὴν αὐστηρότητα ὅσων συγχρωτίστηκαν μαζί του. Οἱ πρῶτοι ἀμφιβάλλουν γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν ἐγκωμίων, οἱ δεύτεροι μέμφονται τὸν γράφοντα, διότι δὲν κατόρθωσε νὰ ἐγκωμιάσει ἐπαξίως τὸν κεκοιμημένο. Καὶ ἔχουν δίκιο, διότι ἡ ἀνθρώπινη γλῶσσα δὲν ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ ἐκφράσει κατ΄ἀξίαν τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνδρός. Δὲν γνωρίζει ἐπίσης ἀπὸ ποῦ πρέπει νὰ ξεκινήσει. Χωράει μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μέσα σὲ λίγες γραμμές; Οἱ ὡς ἄνω προβληματισμοὶ βρίσκουν ἄριστη ἐφαρμογὴ στὸ πρόσωπο τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης κυροῦ Ἰγνατίου. Μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ἀποκομίσουμε ὄφελος πνευματικὸ ἀπὸ τὸν λόγο αὐτὸν θὰ ἀποτολμήσουμε νὰ γράψουμε λίγες γραμμὲς γιὰ τὸν Δεσπότη τῆς καρδιᾶς μας. Τὸ πραγματικὸ ὄφελος σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις εἶναι ἡ εἴσοδος τοῦ ἀνθρώπου στὴν οἰκογένεια τῆς Ἐκκλησίας ποὺ λειτουργεῖ ὡς ἀκατάπαυστη δοξολογία.
Ἔζησε τὴν παιδική του ἡλικία σὲ χρόνους δίσεκτους, ποὺ ἡ σημερινὴ οἰκονομικὴ κρίση φάνταζε παρωνυχίδα. Φτώχεια μεγάλη, ἐσχάτη ἔνδεια. «Δοξάζω τὸν Θεὸ -γράφει ὁ μακαριστὸς- ποὺ σ΄αὐτὸ τὸ φτωχὸ περιβάλλον, ποὺ δὲν εἶχε κελλάρια μὲ ἀγαθά, ποὺ δὲν εἴχαμε τυριὰ καὶ γάλατα, ποὺ δὲν εἴχαμε στάρια καὶ ἄλευρα, κρασιὰ λάδια στὰ ὑπόγεια, σῦκα ἢ σταφίδες ἢ μέλια, παρὰ μόνο ψάρια παστὰ καὶ λιαστὰ καὶ ἄντε καὶ λίγες κότες στὴν αὐλή, δὲν μᾶς στέρησε ὁ Θεὸς τὴν τροφή. Αὐτὰ τὰ ψάρια!» Ὀρφάνεψε νωρίς. Ἡ κυρὰ Κούλα, ἡ μητέρα του, εἶχε πέντε στόματα νὰ θρέψει. Φιλότιμος ἐξ ἀπαλῶν ὀνύχων ἐργαζόταν στὸ κουρεῖο τοῦ θείου του γιὰ νὰ συνεισφέρει στὴν οἰκογένειά του. Φύσει φιλομαθὴς δανειζόταν ἢ ἀντέγραφε βιβλία. Ἰδιαίτερα ἀγαποῦσε τὴν λογοτεχνία, ἑλληνικὴ καὶ ξένη.
Σπουδάζει στὴ Νομικὴ Σχολὴ ἐργαζόμενος παράλληλα στὸ βιβλιοπωλεῖο Ἐλευθερουδάκη. Ὅταν πήγαινε νὰ δίνει ἐξετάσεις στὸ Πανεπιστήμιο, δανειζόταν κουστούμι καὶ μαῦρα παπούτσια. Ἦταν τότε ὑποχρεωμένοι οἱ φοιτητὲς νὰ φοροῦν κουστούμι στὴν ἐξεταστικὴ περίοδο. Μαζὶ μὲ τὸν ἐπιστήθιο φίλο του Φραγκίσκο, μετέπειτα πατέρα Τιμόθεο, συνδέονται πνευματικὰ μὲ τὸν οὐρανόφρονα μητροπολίτη Ἄρτης Ἰγνάτιο. Συνεχίζει τὶς σπουδές του στὴ Θεολογία. Διακαὴς πόθος του ἦταν ἡ ἱερωσύνη. Ὁ Ἄρτης Ἰγνάτιος κείρει μοναχὸ τὸν νεαρὸ Ἰάκωβο καὶ τοῦ δίνει τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο τὸ 1976. Τὸ ὄνομα Ἰγνάτιος σημαίνει φωτιά. Ἀπὸ τὸν Θεοφόρο κληρονομεῖ τὸν πύρινο ζῆλο καὶ ἀπὸ τὸν Ἄρτης τὴν πραότητα. Τὸ ἴδιο ἔτος χειρονονεῖται διάκονος στὴ Ἱερὰ Μονὴ Φανερωμένης καὶ πρεσβύτερος στὸν Ἅγιο Μηνᾶ ἀπὸ τὰ σεπτὰ χέρια τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Μεγάρων καὶ Σαλαμῖνος κυροῦ Βαρθολομαίου ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαβε καὶ τοὺς τρεῖς βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης. Ἡ Φανερωμένη ἦταν πάντοτε ὁ λιμήν του ὁ εὔδιος, ὁ Ἅγιος Μηνᾶς ἡ ἐνορία ποὺ ἀναγέννησε τὴ νεολαία τοῦ νησιοῦ, ὁ ναὸς τῶν Κατηχητικῶν τοῦ Ἰγνατίου, ὅπως ἔλεγε ὁ κόσμος. Ὡς λαϊκὸς ὑπεραγαπήθηκε, ὡς κληρικὸς λατρεύτηκε ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Κουλουριῶτες. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς εἰς πρεσβύτερον χειροτονίας του, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1976, μέχρι τὴν ἀνάδειξή του στὸν μητροπολιτικὸ θῶκο τῆς Λαρίσης ὑπηρέτησε στὸν Ἅγιο Ἀνδρέα. Ἡ φήμη του ξεπέρασε τὴν ἐνορία του. Ὅπως ἡ γύρη ἕλκει τὶς μέλισσες, ἔτσι καὶ ὁ ταπεινὸς καὶ πρᾶος τῇ καρδίᾳ ἀρχιμανδρίτης Ἰγνάτιος ἔθελγε τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν· ἁλιεὺς ἀνθρώπων. Χωρὶς νὰ καταβάλει καμμία προσπάθεια, χωρὶς νὰ ἐκστομίζει αὐτὲς τὶς ἀποκρουστικὲς ὑποκριτικὲς φιλοφρονήσεις τῆς ἀστικῆς εὐγένειας κέρδιζε τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Ἰγνάτιος κέρδιζε μὲ αὐτὸ ποὺ ἦταν, ὄχι μὲ αὐτὸ ποὺ ἔλεγε. Ἰσχύει ἐν προκειμένῳ τὸ ἀποστολικὸν: ὅταν κανεὶς ἀγαπᾶ, δὲν κάνει χρήση τῆς γνώσεως, οὔτε καὶ τῆς ἐξουσίας. Ἀποτελεῖ σπάνια περίπτωση, ἴσως μοναδικὴ στὸ νησί μας, ἡ καθολικὴ ἀναγνώριση αὐτοῦ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἄνδρα. Δὲν ἄκουσα ποτὲ κανένα νὰ μέμφεται ἢ νὰ κακολογεῖ τὸν μακαριστό. Ἀκόμα καὶ ἄνθρωποι μὲ χλιαρὸ θρησκευτικὸ φρόνημα ἢ οἰωνεὶ ἄπιστοι ἕνα καλὸ λόγο ἔχουν νὰ ποῦν γιὰ τὴν πραότητα, τὴν καλοσύνη καὶ τὴ μειλιχιότητά του. Τὸ περὶ οὗ ὁ λόγος πρόσωπο ἐξαιρεῖται ἀπὸ τὸν γνωστὸ κανόνα «οὐδεὶς προφήτης δεκτὸς ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ». «Ἀξίζεις» μᾶς ἔλεγε. Ἔβλεπε τὸν κρυμμένο θησαυρὸ τοῦ πλησίον. Αὐτὸ τὸ «ἀξίζεις» σὲ δέσμευε· ἤθελες πραγματικὰ νὰ ἀξίζεις.
Σὰν τὸν βοσκὸ ποὺ ψάχνει τὰ πρόβατα πηγαίνει στὰ σπίτια. Κηρύττει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ μαθαίνει τὶς γυναῖκες νὰ ζυμώνουν πρόσφορα (τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐπικρατεῖ ἡ κακὴ συνήθεια νὰ ἀγοράζουν τὰ πρόσφορα ἀπὸ τὸ φοῦρνο καὶ ὄχι νὰ τὰ ζυμώνουν στὸ σπίτι). Εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ καθιέρωσε τὸ κήρυγμα τῶν γυναικῶν. Ἀναπτύσσει θέματα ποὺ ἀφοροῦν τὶς μητέρες καὶ τὶς γιαγιάδες. Θεωροῦσε τὶς γιαγιάδες ἱερὰ πρόσωπα. «Εἶδα ἅγιες γρηές. Στυλοβάτες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ περιέφεραν τὴν βαθειὰ πίστι τους σ᾽ ὅλο τὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ἐκινοῦντο. Θυμᾶμαι ὅταν περνούσαμε μὲ τὸ Ἅγιο Ποτήριο, γιὰ νὰ πᾶμε σ᾽ ἕνα σπίτι νὰ κοινωνήσουμε ἕναν ἀσθενῆ, ὅταν συναντούσαμε καμμιὰ ἀπ᾽ αὐτὲς τὶς εὐλαβεῖς γρηὲς στὸ δρόμο, ὅτι γονάτιζαν, ἔστω κι ἄν ἦταν λασπωμένος ὁ δρόμος» (Σὰν Παραμύθι…, σελ.178). Τοὺς ἔλεγε στὰ κηρύγματα: «Δὲν ξέρω τί θὰ κάνετε. Θὰ πεῖτε στὰ παιδιά σας νὰ ἔλθουν στὸ κατηχητικό». Μετὰ τὸ κήρυγμα σχηματιζόταν μιὰ σειρὰ ἀπὸ γυναῖκες ποὺ ἤθελαν νὰ μιλήσουν προσωπικά μαζί του. Καὶ τὶς ἄκουγε προσεκτικά. Ποτὲ δὲν εἶπε: «κουράστηκα». «Ὁ χριστιανὸς δὲν ἔχει διάλειμμα γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ εἶναι πάντα στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ» (Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, Πρὸς Πολύκαρπον IV,3). Γνώριζε τὰ προβλήματα, τὶς ἔγνοιες τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἔπαιρνε στοὺς ὤμους του τὸν πόνο τοῦ ἄλλου καὶ τὸν ἔκανε δικό του. Μιὰ γυναῖκα χαροκαμένη, ποὺ εἶχε χάσει τὸν ἄνδρα της καὶ τὰ νεαρὰ παιδιά της, εἶχε κλειδωθεῖ στὸ σπίτι της παραδομένη στὴν ἀπελπισία. Μόνον ὁ π.Ἰγνάτιος κατάφερε νὰ τὴν παρηγορήσει καὶ τὴν «ἐπαναφέρει» στὴ ζωή. Παράλληλα μὲ τὰ κηρύγματα ὀργανώνει δανειστικὴ βιβλιοθήκη καὶ δημιουργεῖ ὁμάδες φιλανθρωπίας ποὺ ἐπισκέπτονται ἀσθενεῖς στὰ νοσοκομεῖα καὶ τὰ σπίτια, γεροντάκια ποὺ δὲν εἶχαν κανένα, φυλακισμένους καὶ ἄλλους ἀναξιοπαθοῦντες. Οἱ ὁμάδες αὐτὲς ἔμοιαζαν μὲ τοὺς παραβολάνους τῆς πρώτης ἐκκλησίας. Ἕνας ἀξιωματικός, ποὺ διαχειριζόταν μεγάλα ποσά, εἶχε μεγάλο ἔλλειμμα στὸ ταμεῖο του. Τὸ ἔμαθε ὁ πατὴρ Ἰγνάτιος καὶ εἶπε στὶς κυρίες τοῦ φιλοπτώχου: «Ὅ,τι χρήματα ἔχετε νὰ τὰ δώσουμε καὶ νὰ σώσουμε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο· νὰ σώσουμε τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψή του». Μιὰ ἐνορίτισσα τοῦ εἶπε τὴν ὥρα ποὺ μοίραζε κουτιὰ μὲ τρόφιμα καὶ χρήματα στοὺς φτωχούς «Πάτερ, σὲ αὐτὴν μὴν δώσεις. Μόλις φεύγει ἀπό ᾽δῶ παίρνει ταξί». Φανερὰ ἐνοχλημένος τῆς ἀπάντησε: «Τί ἔγινε, μωρέ, ποὺ ἡ φτωχιὰ θέλει νὰ νιώσει σὰν ἄνθρωπος καὶ νὰ πάει ἄνετα στὸ σπίτι της». Ἔδινε ὅ,τι καλύτερο μποροῦσε. Τὰ χρήματα τὰ ἐξοικονομοῦσε ἀπὸ ἐκθέσεις μὲ ἐργόχειρα καὶ λαχειοφόρους ἀγορές.
Ἀκάματος ἐργάτης τοῦ εὐαγγελίου. Πόσες ψυχὲς ἀνέψυξε κάτω ἀπὸ τὸ πετραχήλι του; Ἐξομολογοῦσε ὧρες ἀτελείωτες. Μέχρι ἀργὰ τὰ μεσάνυκτα. Ξεχωριστὴ ἀγάπη εἶχε στοὺς νέους τοῦ νησιοῦ. Πήγαινε στὰ σχολεῖα καὶ καλοῦσε τὰ παιδιὰ στὴν Ἐκκλησία. Τὸ σήμαντρό του ἦταν ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου του, ἡ ὡραιότητα τῆς μορφῆς του. Τὰ Κατηχητικὰ τοῦ Ἰγνατίου, μὲ τὰ χίλια παιδιά, θὰ μείνουν ἀνεξίτηλα στὶς ψυχές μας. Ἡ πρώτη ἐκδρομὴ στὸν Ἅγιο Νικόλαο τὰ Λεμόνια εἶναι τὸ προοίμιο γιὰ τὸ τί ἐπρόκειτο νὰ ἐπακολουθήσει. Ἐκεῖ τέλεσε γιὰ πρώτη φορὰ μόνος του τὴ Θεία Λειτουργία στὴν ὁποία μετέλαβαν ὅλα τὰ παιδιά, ἀκολούθησε περίπατος στὸ δάσος, τραγούδια, πνευματικὲς συζητήσεις μέχρι ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα ποὺ τέλεσε τὸν ἑσπερινό. Τὰ παιδιὰ ἔλαβαν ὡς ἀναμνηστικὸ μιὰ δερματόδετη Καινὴ Διαθήκη μὲ θήκη. Τὰ ἀναμνηστικὰ τοῦ Ἰγνάτιου δὲν ἦταν μιᾶς χρήσεως, ἀλλὰ δωρήματα πολύτιμα. Συνδέει τὰ κατηχητικὰ μὲ τὶς κατασκηνώσεις, τὴ λειτουργικὴ ζωὴ καὶ κυρίως τὴν ἐξομολόγηση. Ἄν κάποιος ἀπουσίαζε ἀπὸ τὶς συνάξεις, ἔπαιρνε ὁ ἴδιος τηλέφωνο: «Εἶσαι καλά, μανάρι; Γιατί δὲν ἦλθες;» Ἀλησμόνητες θὰ μείνουν οἱ ἑορτὲς λήξης τῶν Κατηχητικῶν στὸν κινηματογράφο «Ἄνεσις». Σκηνοθετοῦσε μόνος του μονόπρακτα ἔργα ἢ διασκεύαζε ἔργα μεγάλων συγγραφέων. Πόσοι ὀφείλουμε τὸ κατὰ Χριστὸν ζῆν σὲ αὐτὸν τὸν Ἄνθρωπο; «Τὸ Τάλαντο» θὰ ὑπάρχει γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει τὶς ὡραῖες αὐτὲς πνευματικὲς ἐμπειρίες τῆς νιότης μας.
Ἀληθινὸς λευΐτης τοῦ Θεοῦ λειτουργοῦσε μὲ πολλὴ εὐλάβεια. Τελοῦσε συχνὰ ἀγρυπνίες. Ἰδιαίτερης μνείας ἀξίζουν οἱ ἀγρυπνίες ποὺ ἀφιέρωνε σὲ κεκοιμημένες εὐλαβεῖς γυναῖκες. Στὶς ἑορτὲς δὲν ξεχνοῦσε κανένα. Μνημόνευε ὅλους τοὺς ἑορτάζοντες, ζῶντες καὶ κεκοιμημένους. Ὁ λόγος του ἦταν ἅλατι ἠρτυμένος. Βαθὺς γνώστης τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τοῦ πατερικοῦ λόγου διάνθιζε τὶς ὁμιλίες του μὲ χωρία ἀπὸ τὴ Βίβλο καὶ ρήσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὁ λόγος του ὁμοίαζε μὲ τοὺς ὁμόκεντρους κύκλους ποὺ δημιουργοῦνται σὲ λίμνη, ὅταν ρίχνουμε μιὰ πέτρα. Ἀνέπαυε καὶ τὸν ὀλιγογράμματο, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐγκρατῆ τῶν θεολογικῶν γραμμάτων. Τώρα ποὺ κοιμήθηκε μποροῦμε νὰ γνωστοποιήσουμε ὁρισμένες εὐεργεσίες του, πού, ὅσο ζοῦσε, τὶς κρατοῦσε ὡς ἑπτασφράγιστο μυστικό. Προίκισε νέες κοπέλες, σπούδασε πολλὰ νέα παιδιά, παρηγόρησε ἀρρώστους, χῆρες, κοπιῶντας καὶ πεφορτισμένους: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ.11, 28). Ὅλα του τὰ χρήματα τὰ ἀνάλωσε στὴν διακονία τοῦ πλησίον. «Ἐμένα -ἔλεγε σὲ φίλους του ἱερεῖς- ὅταν μὲ γυρίσετε ἀνάποδα θὰ πεθάνετε ἀπὸ τὰ γέλια. Δὲν θὰ βρεῖτε οὔτε ἕνα χάλκινο».
Καὶ σήμανε ἡ ὥρα νὰ γίνει ἀρχιερέας. Τετάρτη 25 Μαΐου 1994 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐκλέγει τὸν ἀρχιμανδρίτη Ἰγνάτιο, α’ Γραμματέα τῆς Συνόδου, Μητροπολίτη Λαρίσης. Ἡ Σαλαμῖνα ἀγάλλεται καὶ χαίρει. Θυμᾶμαι, Δεσπότη μου, τὴν ὥρα τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ στὸν Ἅγιο Ἀνδρέα, στὴν πρώτη λειτουργία ποὺ τέλεσες ὡς ἐπίσκοπος: δάκρυα καὶ χαρὰ μεγάλη. Ὁ κόσμος ἔριχνε ροδοπέταλα στοὺς δρόμους, γιὰ νὰ βαδίσεις ἕναν δρόμο στρωμμένο μὲ ἀγκάθια. Ἡ Λάρισα ἦταν τότε καμίνι ποὺ ἔβραζε. Χρόνιζε τὸ ἐκκλησιαστικὸ πρόβλημα. Ὁ Ἰγνάτιος γίνεται τὸ κόκκινο πανί. Οἱ «Ἀγωνιζόμενοι Χριστιανοὶ» ἀπειλοῦν νὰ τὸν ρίξουν στὸν Πηνειό. Ὕβρεις, πέτρες, ἀβγά, φωνασκίες, ἀποδοκιμασίες. Ὁ νέος μητροπολίτης κλήθηκε νὰ σηκώσει τὸν σταυρὸ αὐτόν. Καὶ τὸν σήκωσε ἀγόγγυστα. Στὴν ἀρχὴ ἔμενε σὲ σπίτι ἑνὸς ἱερέα. Ὅπου λειτουργοῦσε, οἱ «Ἀγωνιζόμενοι Χριστιανοὶ» καραδοκοῦν. Ὁ π. Ἀχίλλιος ὡς ἄλλος Κυρηναῖος στέκεται πολύτιμος ἀρωγὸς μέχρι τὸ τέλος. Παρὰ τὶς συμβουλὲς ποὺ δεχόταν, νὰ κρατήσει σκληρὴ στάση, ὁ ἴδιος ἐπιλέγει τὴν δύσκολη ἀτραπὸ τῆς συγχώρεσης καὶ τῆς καταλλαγῆς, πιστὸς στὸν προτροπὴ τοῦ Κυρίου: «ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκώντων ὑμᾶς» (Ματθ. 5, 44). Σὲ προτροπὴ ἀρχιερέως νὰ ἀπομονώσει τοὺς διαμαρτυρόμενους Λαρισαίους, τοῦ εἶπε «Ἦλθα νὰ ἑνώσω, ὄχι νὰ διχάσω». Καὶ πράγματι τοὺς κέρδισε. Αὐτοὶ ποὺ τὸν λιθοβολοῦσαν, τοῦ ἄνοιξαν τὸ σπίτι τους, αὐτοὶ ποὺ τὸν ἔβριζαν, ἔγιναν στενοί του συνεργάτες. Ἡ ἀγαπῶσα καρδία του, ἡ σεμνότητά του, ἡ ταπείνωσή του μαλάκωσε τὶς καρδίες, δάμασε τὴν ὀργή τους καὶ μετέτρεψε τὴν ἐπιθετική τους διάθεση σὲ ἐνεργὸ προσφορά.
Ἀγκάλιαζες, Δεσπότη μου ἀγαπημένε, κάθε προσπάθεια ἀγαθή. Θυμᾶμαι πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, στὶς 4 Ἀπριλίου 2014, ποὺ σοῦ γνώρισα τὰ μέλη τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τῆς Ἑνωμένης Ρωμηοσύνης, τότε ποὺ κάναμε τὴν πρώτη ἐκδήλωση τῆς ΕΡΩ στὴ Λάρισα, μὲ πόση θέρμη μᾶς ὑποδέχθηκες. Ἡ φιλοξενία σου ἐγκάρδια, ἀβραμιαία. Ἀπὸ τότε ἡ Μητρόπολή Σου ἔγινε τὸ σπίτι μας. Ἀλησμόνητα θὰ μείνουν τὰ ἄρθρα ποὺ ἔγραφες στὸ περιοδικό μας. Σὲ εὐχαριστοῦμε.
Γιὰ τὸ ἔργο του στὴ Λάρισα πρέπει νὰ γραφεῖ πολυσέλιδο βιβλίο. Χειροτόνησε 100 ἱερεῖς, χειροθέτησε ἑκατοντάδες ἀναγνῶστες! Φιλομόναχος ὁ Δεσπότης ἐπάνδρωσε 5 μοναστικὲς ἀδελφότητες, συνέπηξε 10 ἱδρύματα, δημιούργησε ραδιοφωνικὸ σταθμό, ἵδρυσε γραφεῖα νεότητας, φροντιστήρια κατηχητῶν, κέντρα στήριξης τῆς οἰκογένειας, σχολὴ ἱεροψαλτῶν μὲ περισσότερους ἀπὸ 150 σπουδαστὲς ἐτησίως. Μεριμνᾶ γιὰ τοὺς χειμαζομένους ἐν φυλακῇ ἀδελφούς μας, ὡς ὑπεύθυνος τῆς Συνόδου ἐπὶ τῶν αἱρέσεων ἀγωνίζεται γιὰ τὴ διαφύλαξη τοῦ ποιμνίου του ἀπὸ τοὺς λύκους τοὺς βαρεῖς. Ἀεικίνητος, ἀκαταπόνητος, φίλεργος μεριμνοῦσε γιὰ τὰ μείζονα καὶ τὰ ἐλάσσονα. Δὲν μᾶς εἶπε ποτὲ «ὄχι». Δὲν τὴν γνώριζε αὐτὴν τὴν λέξη. Πρὸ ὀλίγων ἐτῶν βρισκόταν στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ὅταν ἔμαθε ὅτι μιὰ εὐλαβὴς γιαγιὰ ἐξεδήμησε εἰς Κύριον, ἔφυγε ἐσπευσμένα ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ χοροστατήσει στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία της στὴ Σαλαμῖνα. Ἄνθρωπος θυσιαστικὸς καὶ πονετικός. Ὅταν πήγαινα στὴ Λάρισα, ὁ Δεσπότης μὲ ἔπαιρνε μαζί του. Ἔγερση στὶς 6 τὸ πρωί. Θεία Λειτουργία, ἐπισκέψεις στὰ ἱδρύματα, ὁμιλίες, ἑσπερινός. Στὶς 9 ἐπιστροφὴ στὸ ἐπισκοπεῖο. Μετὰ τὸ δεῖπνο, ὁ Δεσπότης ἔβλεπε τὴν ἀλληλογραφία καὶ τηλεφωνοῦσε μέχρι ἀργὰ σὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν ἀνάγκη καὶ ἔδινε τὶς σοφὲς πατρικὲς συμβουλές του. Νέστορας τῆς Ἐκκλησίας ἤσουν, Δεσπότη μου. Οὔτε μιὰ στιγμὴ δὲν ξέχασες τὴν ἀγαπημένη σου Σαλαμῖνα. Ἀκόμα καὶ ὅταν ἐρχόσουν σπάνια στὸ νησί μας, καὶ μᾶς ἔλειπες πολύ, γνωρίζαμε μὲ πόσο πόνο προσευχόσουν γιὰ μᾶς. Πόσο μὲ ἀναπαύουν τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου ὅταν σκέφτομαι ἐσένα: «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; καθὼς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. ἀλλ' ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς. πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα, οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν». (Πρὸς Ρωμαίους, 8, 35-39).
Στὶς 21 Ἰανουαρίου 2018 ὁ Δεσπότης τῆς καρδιᾶς μας, ὁ ἐπίσκοπος τῆς ἀγάπης, ἦλθε γιὰ τελευταία φορὰ στὴ γενέθλια γῆ, τὴν ἀγαπημένη του Σαλαμῖνα γιὰ νὰ παρουσιάσει τὸ βιβλίο του «Σὰν Παραμύθι...». Τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶναι μιὰ εὐχάριστη ἔκπληξη, ὄχι μόνο γιὰ τὸ περιεχόμενο, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐκφραστικὴ δυναμική του. Πρόκειται γιὰ ἕνα ψηφιδωτό, ποὺ οἱ ψηφίδες ποὺ τὸ συναρμολογοῦν εἶναι οἱ προσωπογραφίες ἁπλῶν ἀνθρώπων τοῦ καλοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς συνδέουν μὲ τὶς ρίζες μας καὶ τὴν παράδοση τοῦ λαοῦ μας. Γραμμένο σὲ μιὰ γλῶσσα δική του, ἁπλὴ καὶ χυμώδη, ζωντανὴ καὶ χαριτωμένη. Ποῦ νὰ σταθεῖ κανείς; Στὸ ἀπαρομοίαστο ἐπίτευγμα τῆς γλωσσικῆς του ἔκφρασης, στὸ νεῦρο τῆς γλώσσας του, στὸν λεκτικό του πλοῦτο; Στὸ γραφικό του ἦθος; Στὸν δοξολογικό του χαρακτῆρα; Ἡ αἴθουσα κατάμεστη, στὸν διάδρομο τὸ ἀδιαχώρητο. Ἡ προσέλευση ἦταν πρωτοφανής! Ξεπέρασε κάθε προσδοκία! Χωρὶς καμμία προετοιμασία, χωρὶς προσκλήσεις καὶ ἀφίσες. Ἀπὸ στόμα σὲ στόμα. «Μὴν ἀνησυχεῖς, θὰ ἔχει πολὺ κόσμο· μόνο τὸ ὄνομα τοῦ Δεσπότη εἶναι ἀρκετό» μοῦ εἶπε ὁ πνευματικός μου. Ἕτοιμος ἀπὸ καιρὸ ὁ Δεσπότης, μᾶς ἀποχαιρετοῦσε ἐκείνη τὴν ἡμέρα: «Πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα» μᾶς εἶπε καὶ ἐμεῖς δὲν θέλαμε νὰ τὸ πιστέψουμε. «Ὤ Θεέ μου, σ’εὐχαριστῶ γιὰ ὅ,τι ἔζησα κοντά Σου ἕως τώρα σ’αὐτὸν τὸν κόσμο. Ἐσὺ δὲν θὰ μὲ ἐγκαταλέιψης τώρα, τὸ ξέρω, τὸ διαισθάνομαι. Ἔχω μιὰ γλυκειὰ ἠρεμία ποὺ μὲ θέλγει, ποὺ σὲ θυμίζει σ’ὅλη μου τὴν ὕπαρξι. Αἰσθάνομαι νὰ μὴ μὲ φοβίζη διόλου τὸ ἄδηλο μέλλον, ἀλλὰ ἀντίθετα ἡ πίστις μὲ προσγειώνη καὶ μὲ καθησυχάζη. Ἐγώ, Κύριε, σὲ ἐμπιστεύθηκα σ’ὅλη τὴ ζωή μου, θὰ φοβηθῶ τώρα; Ἐγὼ σοῦ πρόσφερα τὴν ἄνοιξι καὶ τὸ θέρος τῆς ζωῆς μου καὶ θὰ φοβηθῶ τώρα; Τώρα σ’αὐτὴν τὴν ὕστερη ἡλικία, θὰ ἀρχίσουν νὰ βγαίνουν φτερὰ στὴν ἀθάνατη ψυχή μου, ὥσπου νά ‘ρθη ἡ ὥρα» (Σὰν Παραμύθι...σελ.209).
Παραδομένος στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τέλη Μαΐου τοῦ 2018 ἀναχωρεῖ σὲ «μέρη ἄγνωστα χάριν τῆς ὑγείας μου» (ὅπως ὁ ἴδιος γράφει), στὸ Μαϊάμι τῶν Η.Π.Α. Φαίνεται ὅτι προγνώριζε ὅτι αὐτὸ θὰ ἦταν τὸ τελευταῖο ταξίδι τῆς ζωῆς του. Τὸ εἶχε πεῖ σὲ πρόσωπά του ἀγαπημένα στὸ Διαβαλκανικὸ Κέντρο Θεσσαλονίκης ὅπου νοσηλευόταν. «Μὴν μὲ πᾶτε στὴν Ἀμερική, διότι θὰ δυσκολευτεῖτε νὰ μὲ γυρίσετε πίσω». Ἀπὸ ὑπακοὴ ὅμως φεύγει ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα γιὰ μέρη ἄγνωστα. Τὰ ἔξοδα γιὰ τὰ ναῦλα καὶ τὴ νοσηλεία ἀναλαμβάνουν μητροπολῖτες καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ Δεσπότης μας δὲν εἶχε «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ». Οὔτε σπίτι, οὔτε τραπεζικοὺς λογαριασμούς. Ἦταν ἕνας φτωχὸς ἄρχοντας, ὅπως εὔστοχα τὸν χαρακτήρισε ὁ π. Τιμόθεος.
Τὴν Τρίτη 26 Ἱουνίου στὶς 2.06 π.μ. ἔλαβα ἀπὸ τὸν πνευματικό μου πατέρα, ὁμόγνωμο, ὁμόθυμο καὶ ὁμόψυχο τοῦ μακαριστοῦ, τὸ ἀκόλουθο μήνυμα: «Ὁ Σεβασμιώτατος Ἰγνάτιος, ὁ Ἐπίσκοπος τῆς καρδιᾶς μας, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μεταμοσχεύσεως. Οἱ ἄγγελοι ἂς παραλάβουν τὴν ἁγία ψυχή του! Ὀρφανέψαμε...».
«Σὰν παραμύθι» εἶπε ὁ π. Τιμόθεος, «σὰν ὄνειρο» ὁ π. Ἀχίλλιος· «ὡς ἄνθος μαραίνεται, καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται». Πῆγε νὰ βρεῖ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀναφέρει στὸ βιβλίο του· ἐκεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἔμβρυο, ὅσο βρίσκεται στὸ σκοτεινὸ χῶρο καὶ ὑγρὸ χῶρο τῆς μήτρας, ἡ φύση τὸ ἑτοιμάζει γιὰ τὴ ζωὴ στὸ φῶς καὶ τὸ πλάθει σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς ζωῆς ποὺ θὰ τὸ ὑποδεχθεῖ , τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ τοὺς ἁγίους» (Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Α΄, 3). Τέτοιος ἦταν ὁ Δεσπότης μας· ἕνας ἅγιος τοῦ Θεοῦ. Ἕνα ἐργαστήρι ἁγιότητας ἦταν ἡ ζωή του «ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν αὐτῷ» (Γαλ., 4,19). Ἐργάστηκε, κοπίασε γιὰ νὰ ἑτοιμάσει ἔνδυμα γάμου γιὰ τὸν Νυμφῶνα ἐκεῖνον καὶ νὰ ἀκούσει τὴ φωνὴ τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως: «Δεῦτε οἱ ευλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν» (Ματθ. 25,34).
Στὶς 14 Ἰουλιου στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία Σου, ἤμασταν ὅλοι ἐκεῖ. Ὄρθρου βαθέος στὸν Ἅγιο Ἀχίλλιο εἴχαμε κατακλύσει τὸν ναὸ ἐμεῖς οἱ συμπατριῶτες σου οἱ ἀγαπημένοι γιὰ τὸν τελευταῖον ἀσπασμὸν καὶ νὰ ψάλουμε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», διότι ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ δὲν εἴμαστε ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. Μητροπολίτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶπε: «Μακάρι νὰ ἐκλεγεῖ ἄξιος διάδοχος. Εἶναι δύσκολο βέβαια νὰ βρεθεῖ ἄνθρωπος σὰν τὸν Ἰγνάτιο. Ὅλοι μας ἔχουμε ἀπὸ μία ἀρετή. Ἐκεῖνος συγκέντρωνε στὸ πρόσωπό Του ὅλες τὶς ἀρετές». Σὰν παραμύθι λοιπόν! Καὶ ἐπειδὴ τὰ παραμύθια ἔχουν αἴσιο τέλος, τώρα ποὺ τὸ παραμύθι τῆς ἐπιγείου ζωῆς σου τελείωσε, ἐσὺ ἀπολαμβάνεις τὴν παραμυθία τοῦ Νυμφίου Σου ποὺ τοῦ πρόσφερες τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ θέρος τῆς ζωῆς Σου.