Εν τούτοις, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η μακροχρόνια, επίπονη, αγχώδης και αμφίβολης «επενδυτικής» αξίας προσπάθεια υποψηφίων, γονέων και εκπαιδευτικών αξίζει τόσο κόπο και τόσο πόνο.
Φυσικά δεν ομιλούμε για εκείνο το 20-25% των-κατά τεκμήριο-αριστούχων, που, ούτως ή άλλως, έχουν βέβαιη την επιτυχία στις Σχολές που επιθυμούν και στη συνέχεια έχουν σχεδόν βέβαιη την επαγγελματική τους αποκατάσταση εδώ ή στο εξωτερικό. Αναφερόμαστε στους υπόλοιπους.
Διότι, ως γνωστόν, έχουμε, ως κοινωνία, τη νοοτροπία, για πολλούς λόγους, να κατευθύνουμε-πάση θυσία-όλα, σχεδόν, τα βλαστάρια μας προς το Πανεπιστήμιο. Το κάνουμε δε αυτό δίχως να έχει προηγηθεί η ουσιαστική διερεύνηση των κλίσεων και των φυσικών τους ταλέντων όπως αυτό συμβαίνει στις πραγματικά προηγμένες χώρες.
Σ’ αυτές τις χώρες (Φιλανδία, Δανία…) αναζητούν διαρκώς-και βρίσκουν-τρόπους ώστε οι μαθητές να έχουν άφθονο ελεύθερο χρόνο αφού το σχολικό ωράριο δεν ξεπερνά τις 20-22 ώρες την εβδομάδα. Εκεί τα παιδιά μαθαίνουν παίζοντας και κτίζουν το μέλλον τους σε στέρεες βάσεις.
Εμείς, εδώ, εξακολουθούμε να στέλνουμε την πλειονότητα των νέων μας στις μυλόπετρες του “διπλού σχολείου”: 35 ώρες εβδ. στο Λύκειο + 20 ώρες (τουλάχιστον) εβδ. στο φροντιστήριο + προσωπική μελέτη. Όχι για να αποκτήσουν ουσιαστικές γνώσεις αλλά για να «επιτύχουν» στις εξετάσεις.
Τους στέλνουμε να σηκώσουν «το σταυρό των εξετάσεων», αφού πρώτα βαδίσουν επί μακρόν το «Γολγοθά» της προετοιμασίας, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια σχετική έρευνα για τις αντοχές τους. Δίχως να αναρωτιόμαστε καν για τις συνέπειες αυτής της υπερβολικής πίεσης στον ψυχισμό τους.
Στέλνουμε, λοιπόν, τους βλαστούς μας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ακόμη και με βαθμούς κάτω από τη βάση, αν και γνωρίζουμε πολύ καλά ότι για πολλά από αυτά τα παιδιά δεν υπάρχει λύση που να σχετίζεται με τις σπουδές τους ούτε εδώ ούτε και στο εξωτερικό.
Είναι πιθανό η κοινωνία να προσδοκά σε κάποιο θαύμα ή, ίσως, μη έχοντας άλλη επιλογή ακολουθεί το σύνηθες δόγμα: βλέποντας και κάνοντας. Τα θαύματα, όμως, στις ημέρες μας, όλο και λιγοστεύουν και η πραγματικότητα, όταν δεν προγραμματίζουμε και όταν δεν μεριμνούμε σωστά για το μέλλον, μας δείχνει όλο και πιο συχνά τα δόντια της.
Με αυτό τον τρόπο, βέβαια, οι άεργοι επιστήμονες στην Ελλάδα αυξάνονται και πληθύνονται (επιστημονικό προλεταριάτο) και μαραζώνουν άπραγοι ξοδεύοντας το χαρτζιλίκι των παππούδων σε μια περίοδο που θα έπρεπε να «στύβουν την πέτρα».
Εξάλλου, με το «βλέποντας και κάνοντας» δημιουργήσαμε τους ποικίλους «γόρδιους δεσμούς» σε κάθε τομέα της κοινωνικής και οικονομικής μας ζωής αλλά και στην εκπαίδευση. Τους οποίους καμία πολιτική δύναμη από μόνη της δεν είναι ικανή να τους λύσει ή να τους κόψει.
Στο δικαιολογημένο, πάντως, ερώτημα: και τι θα έκαναν τα παιδιά αν δεν έμπαιναν στα ΑΕΙ ή στα ΤΕΙ; Θα είχαν απασχόληση και θα είχαν μια καλή δουλειά αν αποφοιτούσαν από κάποιες επαγγελματικές ή τεχνικές σχολές; Η απάντηση δεν είναι εύκολη διότι αυτό είναι θέμα της γενικότερης κατάστασης της οικονομίας.
Κι αυτό θα εξακολουθεί να συμβαίνει όσο σημαντικό τμήμα της ελληνικής οικονομίας θα λειτουργεί στη βάση των μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων, με χαμηλή ενσωμάτωση τεχνολογίας, που επιβιώνουν μόνο μέσω της εκτεταμένης φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας. Αυτές οι επιχειρήσεις δεν είναι σε θέση να απορροφήσουν εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό που θα συνεισέφερε, ασφαλώς, στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους και στην περαιτέρω ανάπτυξή τους.
Προϋπόθεση, συνεπώς, για να αλλάξουν τα πράγματα στην οικονομία είναι η ύπαρξη ενός μεσο-μακροπρόθεσμου σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης που θα συμβάλλει, μεταξύ άλλων, στον εκσυγχρονισμό και στη μεγέθυνση των επιχειρήσεων (π.χ. με τη δημιουργία “clusters”) ώστε αυτές να είναι σε θέση όχι μόνο να επιβιώνουν αλλά και να απασχολούν τους καλύτερους επιστήμονές μας.
Το κρισιμότερο, όμως, μέγεθος για να γίνουν όλα αυτά πράξη είναι ο παράγων χρόνος. Διότι χάθηκε ήδη πολύτιμος χρόνος στους λαβυρίνθους των εγκληματικών λαθών και παραλείψεων της πολιτικής μας ελίτ αλλά και της απληστίας της οικονομικής μας ελίτ. Για αυτό χρεοκοπήσαμε σε πολλά επίπεδα.
Όλα αυτά είναι που μας οδήγησαν στην αίσθηση ανυπαρξίας προοπτικής όπως τη βιώνουν βουβά, με τραυματισμένη περηφάνια και πληγωμένο ψυχισμό, πολλοί νέοι άεργοι επιστήμονες και οι οικογένειές τους στην πατρίδα μας σήμερα.
Αυτή η έλλειψη προοπτικής και η πιθανή απώλεια μιας ολόκληρης γενιάς (ωσάν να είμαστε σε πόλεμο) ήταν η αφορμή που μας οδήγησε στο να χρησιμοποιήσουμε κι έναν τόσο απαισιόδοξο τόνο στο σημερινό μας σημείωμα.
Από τον Δημήτρη Νούλα
* Ο Δημήτρης Νούλας, είναι χημικός