Έχει, επομένως, μεγάλη σημασία ο τρόπος που μεγαλώσαμε όντας παιδιά και ο τρόπος που διαμορφώθηκε η προσωπικότητά μας στα τρυφερά χρόνια της ζωής μας. Η πρώτη καθοριστική σχέση για έναν άνθρωπο, όταν γεννιέται, είναι αυτή με τη μητέρα του. Σ’ αυτή αντανακλάται η πρώτη εικόνα του εαυτού του, στα δικά της μάτια θα δει ποιος είναι. Μια κόρη, θα δει στα μάτια της μητέρας της τον εαυτό της ως γυναίκα, σ’ αυτό το καθρέφτισμα θα δομήσει το ανθρώπινο πρόσωπο και παράλληλα τη θηλυκή της ταυτότητα. Η μητέρα είναι, δηλαδή, για κάθε κόρη ο ακρογωνιαίος λίθος, η μήτρα και το θηλυκό καλούπι, για να εξελιχθεί. Αυτή η αναζήτηση της γυναικείας υπόστασης μέσω του σημαντικού δεσμού με τη μητέρα είναι ζωτικής σημασίας και εξελίσσεται σ’ έναν άξονα με δύο πόλους: την υπερβολική παρουσία από τη μία πλευρά και τη σημαντική απουσία από την άλλη. Πιο συγκεκριμένα, η έντονη συναισθηματική παρουσία (υπερπροστασία και στενός έλεγχος) ή η απουσία (συναισθηματική ή φυσική) μιας μητέρας δημιουργεί μια συνθήκη που, συνήθως, δεν επιτρέπει την αυτονόμηση της κόρης. Το πρώτο πράγμα που κατανοούμε μέσα από το δίπολο παρουσία - απουσία είναι πως η μητρική αγάπη μπορεί να λειτουργήσει ως ένας ασφαλής δεσμός που προστατεύει από κάθε απειλή, αλλά μπορεί να μετατραπεί η ίδια σε απειλή κατάργησης του εγώ, μέσα από τη συγχώνευση, την πλήρη ταύτιση δηλαδή της κόρης με τη μητέρα. Στην εναλλαγή ταύτισης και διαφοροποίησης κοντράρονται οι προσδοκίες της μητέρας να της μοιάσει η κόρη και η επιθυμία της κόρης να διαφοροποιηθεί, σε μια αέναη διαγενεακή διαδικασία που μεταφέρει από γενιά σε γενιά κι από μάνα σε κόρη ένα πολύτιμο φορτίο με υλικά που συνθέτουν τη γυναικεία ταυτότητα. Αυτή η στενή αλληλεπίδραση κι επιρροή δημιουργεί μια δύσκολη και πολλές φορές αντιφατική σχέση, ταυτόχρονα όμως σημαντική και διαχρονική, μια σχέση που θα κυριαρχήσει στη ζωή και των δύο γυναικών (μητέρας και κόρης) και θα την κουβαλά μια γυναίκα ακόμη και μετά τον θάνατο της μητέρας της.
Η Μαρία είναι μια όμορφη γυναίκα, ανασφαλής και συναισθηματικά ευάλωτη. Αναζητά την ευτυχία μέσα από τις συντροφικές σχέσεις στις οποίες μοιάζει διαρκώς να κυνηγά την ουρά της. «Ψάχνω έναν άντρα με σειρά που θα με κάνει να νιώσω ασφαλής», επαναλαμβάνει συνέχεια και τώρα όσο μεγαλώνει, μεγαλώνει το άγχος κι η αγωνία για το αν θα καταφέρει να συντροφευτεί. Τι κρύβει αυτή η αγωνία; Γιατί πιστεύει πως θα βρεθεί κάποιος εκεί έξω να της την καθησυχάσει; Οι απαντήσεις άρχισαν να έρχονται όταν η θεραπευτική ματιά έφυγε από τις συντροφικές σχέσεις και εστίασε στη σχέση με τη μητέρα της, μια σχέση που τη χαρακτηρίζει η απουσία συναισθηματικής σύνδεσης.
Η Μαρία είναι στην αρχή της ψυχοθεραπευτικής της πορείας, προσπαθεί ακόμη να τακτοποιήσει μέσα της ένα σωρό διλήμματα και συγκρούσεις. Στην πορεία της ζωής της έμαθε να αντέχει τη συναισθηματική στέρηση, μέσω μιας απούσας μητέρας και ό,τι στερήθηκε το αναζητά εναγωνίως στις σχέσεις της με τους άντρες. θα έλεγε κανείς πως την ανασφάλεια που βίωσε στη σχέση με τη μητέρα της, τη βιώνει και με τον εαυτό της, γι’ αυτό έχει ανάγκη από εξωτερικά στηρίγματα.
Μια άλλη κόρη η 60χρονη Άννα ήρθε στο γραφείο μου με μια αδιόρατη θλίψη και μια υπαρξιακή αγωνία για το ποια είναι και τι έχει καταφέρει στη ζωή της. Βλέπετε τον σημαντικότερο, ίσως, σκοπό σύμφωνα με τη θεμελιώδη κοινωνική πρακτική, να γίνει δηλαδή μητέρα, δεν το κατάφερε. Λίγες σχέσεις είχε στη ζωή της, από αυτές που λέμε σημαντικές και μακροχρόνιες, αλλά με καμιά δεν κατάφερε να ευτυχίσει. Δεν είχε ποτέ το σθένος είτε να φύγει έγκαιρα, είτε να πιέσει για αλλαγές. Τώρα στη δύση της νιότης της, όπως λέει η ίδια, αναρωτιέται τι έφταιξε. Είναι ίσως η πρώτη φορά που κοιτά κατάματα τον εαυτό της και αναζητά την αλήθεια της. Μέσα σε αυτή τη διαδικασία απευθύνεται και στη νεκρή πλέον μητέρα της. Για πρώτη φορά μπορεί να πει στην αγαπημένη της μητέρα πώς ένιωθε, πώς νιώθει και να συνομιλήσει μαζί της, συνομιλώντας στην ουσία με τον εαυτό της. Γιατί αυτό είναι μια μάνα για την κόρη, ο καθρέφτης να δει τον εαυτό της. Μέσα από την ιστορία της Άννας, βλέπει κανείς πως η σχέση μάνας – κόρης δεν τελειώνει με τον θάνατο της μίας και αντιλαμβάνεται πόσο σημαντικά είναι τα συναισθήματα που νιώθει μια κόρη από την παρουσία ή την απουσία της μητέρας.
Πόσο παρούσα ή απούσα έχει όμως ανάγκη μια κόρη τη μητέρα της και πώς ορίζεται η ιδανική μητέρα; Αν μπορούμε θεωρητικά να μιλήσουμε για την ιδανική μητέρα, γιατί στην πράξη δεν υπάρχει τέλεια μαμά, θα λέγαμε πως είναι αυτή που αγαπά την κόρη της (και τα παιδιά της) ως εαυτόν. Που σχετίζεται μαζί της όπως με έναν άγνωστο που λαχταρά να τον γνωρίσει καλά, ενώ ταυτόχρονα θέλει να της μάθει ό,τι ξέρει για τη ζωή, δίχως την απαίτηση να της ανήκει. ΙΔΑΝΙΚΗ είναι αυτή που δεν είναι ΤΕΛΕΙΑ, αλλά προσπαθεί να είναι αληθινή και ουσιαστική, που επιτρέπει τη διαφοροποίηση και το άνοιγμα των φτερών της κόρης της και που μπορεί να θυσιάσει πολλά γι’ αυτή, αλλά όχι τον εαυτό της. Ιδανική, είναι αυτή που είναι τόσο παρούσα και τόσο απούσα, όσο χρειάζεται για να χτίσει μια ουσιαστική σχέση με την κόρη της.
* Του Γιώργου Γιαννούση, ψυχοθεραπευτή, οικογενειακού θεραπευτή