Το παραπάνω σκηνικό, που μοιάζει σαν αρχαία τραγωδία, μας δείχνει το δράμα της απουσίας των ουσιαστικών σχέσεων. Τι συμβαίνει άραγε στην ψυχή αυτής της γυναίκας και τι είναι αυτό που την εμποδίζει να μιλήσει στη δική της μητέρα; Μητέρα είναι, μπορεί και να καταλάβει. Τι είναι αυτό που δημιουργεί αυτό το τεράστιο τείχος στην επικοινωνία; Ίσως ο φόβος, η ντροπή για την παραβίαση του «ηθικού» κανόνα. Για ποιο λόγο όμως, η ντροπή της παραβίασης την οδηγεί, εν τέλει, στην παραβίαση του σπουδαιότερου από τους κανόνες, στην αφαίρεση, δηλαδή, μιας ανθρώπινης ζωής; Από την άλλη ποια είναι η μητέρα αυτής της νεαρής γυναίκας, πώς σχετίζεται με την κόρη της, πώς γίνεται να μην αντιλήφθηκε τίποτα; Επίσης, πού είναι οι άντρες; Γιατί τόση λιποταξία και λιγοψυχία από αυτούς; Πώς χτίζεται εν τέλει μια προσωπικότητα μέσα στην απουσία των σχέσεων, στην έλλειψη επικοινωνίας και στον φόβο;
Φυσικά, δεν αποδίδουμε ευθύνες, αναρωτιόμαστε, ωστόσο, τι μπορεί να συμβαίνει ώστε να απομακρύνονται οι ψυχές των ανθρώπων, με αποτέλεσμα στα δύσκολα να αδυνατούν να «πιαστούν» από κάπου. Συμπωματικά αυτό τον καιρό βλέπω στο γραφείο μου μια εικοσάχρονη γυναίκα, την Κατερίνα, η οποία σύμφωνα με τους γονείς της παραβίασε έναν άλλο ηθικό κανόνα. Δεν σκότωσε, βέβαια, κανέναν, αλλά επέλεξε ένα σύντροφο που η οικογένειά της δεν εγκρίνει. «Σκότωσε», με άλλα λόγια, τις προσδοκίες που είχαν οι γονείς της γι’ αυτή και παραβίασε τους «ηθικούς» κώδικές τους. Στην αρχή έκρυβε τη σχέση μέχρι που οι γονείς της το κατάλαβαν ξεκινώντας μια ανελέητη σύγκρουση. Η μεν είναι ερωτευμένη και δεν κατανοεί τους κινδύνους που δημιουργεί μια όντως προβληματική σχέση, οι δε είναι σίγουροι για την καταστροφή της, αλλά ταμπουρώνονται πίσω από τον ηθικό κανόνα, ματαιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ουσιαστική αγάπη για το παιδί τους. «Αν πάει μαζί του θα παύσει να είναι κόρη μου, δεν θέλω καμιά επαφή μαζί της», λέει και κορδώνεται ο απίστευτος εγωισμός του πατέρα, ο οποίος κρύβει θυμό, οργή και απόγνωση. Κρύβει τον θάνατο των προσδοκιών που είχε ο ίδιος για εκείνη, που ως τότε ήταν πρώτη σε όλα και τον έκανε πολύ περήφανο, ενώ τώρα τον «ταπεινώνει». Αν άκουγε κανείς τον πατέρα να μιλά δίχως να γνωρίζει τι συνέβη στην Κατερίνα, θα πίστευε πως εκείνη έκανε κάτι πολύ κακό, έκλεψε ή και σκότωσε. Εκείνη, βέβαια, το μόνο που έκανε ήταν να ερωτευτεί, να βρει το οξυγόνο της σε ένα τόσο καταπιεστικό περιβάλλον, που κινδύνευε να την «πνίξει». Σαν ο έρωτας να λειτουργεί ως μέσον για να δραπετεύσει από τη φυλακή των «πρέπει» της οικογένειας.
Σίγουρα οι γονείς της Κατερίνας δεν θέλουν το κακό της. Η τραγικότητά τους είναι πως ενώ επιθυμούν το καλύτερο για το παιδί τους, είναι εγκλωβισμένοι στις δικές τους επιθυμίες και προσδοκίες για αυτή. Με αποτέλεσμα να θυσιάζονται για τη μοναχοκόρη τους, μιας και όλα τα κάνουν για εκείνη, προσδοκώντας όμως ταυτόχρονα κι από εκείνη τα πάντα. Από την άλλη η Κατερίνα επιχειρεί με ψευδοεπαναστάσεις να ταρακουνήσει τους γονείς της με μοναδικό σκοπό να τους αποδείξει πως έχει το δικαίωμα να ζήσει τη δική της ζωή, σύμφωνα με τις δικές της προσδοκίες και επιθυμίες. Όμως στην προσπάθειά της να δραπετεύσει απ’ ό,τι θεωρεί ότι τη φυλακίζει, φτιάχνει μια νέα φυλακή. Η σύγκρουση των προσδοκιών διαταράσσει την ουσία των σχέσεων και εγκυμονεί κινδύνους. Μπορεί να φανταστεί κανείς τι θα συμβεί αν τα πράγματα δεν κυλήσουν ομαλά για την Κατερίνα. Πώς θα μπορέσει, εάν οτιδήποτε δεν πάει κατ’ ευχή, να γυρίσει πίσω στους γονείς της και να τους εμπιστευτεί τα βάσανά της, όταν αυτό που θα βιώσει δεν είναι παρά το απαξιωτικό βλέμμα «σου τα λέγαμε εμείς», που δεν αντέχεται; Η πληγωμένη από την «ήττα» κόρη χρειάζεται συμπαραστάτες για να μπορεί αν χρειαστεί να επιστρέψει κι όχι κομμένες γέφυρες επικοινωνίας και απαξιωτικά βλέμματα. Χρειάζεται να αισθάνεται αποδοχή και μια ανοιχτή αγκαλιά που θα χωρά ακόμη και τα λάθη της.
Η δυσκολία, βέβαια, της επιστροφής, είναι αλήθεια πως εμπεριέχει την αποδοχή του λάθους και την παραδοχή πως η Κατερίνα δεν έχει μάθει να ζει αυτόνομα, κάτι που προσπαθούμε να χτίσουμε με τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας. Μια άλλη αλήθεια, εντούτοις, είναι η αλήθεια των σχέσεων, η οποία περνά μέσα από την παραδοχή των συναισθημάτων και την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης. Δηλαδή, από την ουσιαστική παρουσία του καθενός μέσα στις σχέσεις κι όχι μέσα από τη θυσία, την υπερ-εμπλοκή, την υπερπροστασία, την εμμονή, την ακαμψία, τη σύγκρουση ή τη φυγή.
Οι δύο ιστορίες είναι διαφορετικές και απέχουν στην τραγικότητά τους. Παρά ταύτα μας υπενθυμίζουν πως για να μην προκαλούμε τραγικά γεγονότα και δύσκολες καταστάσεις χρειάζεται να κρατούμε τις σχέσεις ζωντανές και τις ψυχές μας κοντά τη μία στην άλλη, να μένουμε δηλαδή ουσιαστικά παρόντες στις σχέσεις, γιατί την απουσία μέσα σε αυτές δεν την αντέχει κανένας άνθρωπος!
* Του Γιώργου Γιαννούση, ψυχοθεραπευτή, οικογενειακού θεραπευτή