Ωστόσο, η άποψη αυτή φαίνεται ότι δεν γίνεται πλέον καθόλου αποδεκτή από τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος το τελευταίο διάστημα εμφανίζεται ασυγκράτητος, επιδεικνύοντας έντονη επιθετικότητα. Οι αντιστάσεις του φαίνεται να έχουν καμφθεί και ο μόνος ισχυρός παράγοντας που θα μπορούσε κάπως να τον συγκρατήσει είναι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν.
Είναι φανερό ότι ο Ερντογάν σήμερα δεν υπολογίζει, τουλάχιστον όσο στο παρελθόν, Αμερικανούς και Ευρωπαίους. Η σύμπλευσή του με τη Ρωσία σε ένα νέο αναδυόμενο ψυχροπολεμικό περιβάλλον και η διάθεση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να περιοριστεί σε παθητικό ρόλο στις εχθροπραξίες στη Μέση Ανατολή, έχει απομακρύνει την Τουρκία από τον κατεξοχήν παραδοσιακό της σύμμαχο, τις ΗΠΑ.
Η επιλογή αυτή έρχεται σε αντίφαση με τις «προτροπές» προς τις ΗΠΑ του άλλοτε στρατηγικού συμβούλου του Ερντογάν και πρωθυπουργού της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου να προσεταιρισθούν τις ισλαμικές χώρες (και δη την Τουρκία) ως μέσο αποτροπής του επικίνδυνου για τη διεθνή σταθερότητα εθνικισμού της Ρωσίας και της Ευρώπης.
Το γεγονός αναδεικνύει τον πολιτικό καιροσκοπισμό που διέπει τις συμμαχίες της Τουρκίας, ο οποίος επιβεβαιώθηκε ιστορικά, εάν ανατρέξει κανείς στη στάση που επέδειξε η γειτονική χώρα στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που της προσέδωσε τον υποτιμητικό χαρακτηρισμό «επιτήδεια ουδέτερη».
Από την άλλη πλευρά, οι ενταξιακές διαδικασίες της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δυσχεραίνουν, καθώς διατηρούνται και μάλιστα επιτείνονται οι «ενστάσεις» των Ευρωπαίων για την ανυπαρξία κράτους δικαίου στην Τουρκία, ύστερα από τις φυλακίσεις εκατοντάδων χιλιάδων «αντιφρονούντων» πολιτών μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016.
Ο Ερντογάν αλλά και οι Ευρωπαίοι δείχνουν να έχουν «συμβιβαστεί» σε μια σχέση αμοιβαίων συναλλαγών με επίκεντρο την τήρηση των συμφωνιών στο Προσφυγικό, καθώς τυχόν αθέτησή τους θα προκαλούσε σε αμφότερους ισχυρές «παρενέργειες». Αυτό αποδεικνύει η ζωηρή λεκτική αποδοκιμασία των ιθυνόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεχιζόμενη κράτηση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στην Αδριανούπολη, κατόπιν επίμονων εκκλήσεων της ελληνικής κυβέρνησης.
Κατά συνέπεια, ο Τούρκος πρόεδρος φαίνεται ότι «δεσμεύεται» ελάχιστα να επιδείξει διάθεση καταλλαγής. Ενδεχομένως να θεωρεί ότι είναι κατάλληλη στιγμή να ριψοκινδυνεύσει ακόμη και απώλεια τουρκικών εδαφών, γι' αυτό δε διστάζει να επιδεικνύει τη στρατιωτική ισχύ της χώρας του, προς πάσα κατεύθυνση. Ο ίδιος αισιοδοξεί ότι θα βγει κερδισμένος...
Η αποφυγή του απευκταίου για την Τουρκία σεναρίου που θα προέβλεπε τη συγκρότηση κουρδικού κράτους στα νότια σύνορά της οδήγησε τα τουρκικά στρατεύματα στην κατάληψη της συριακής πόλης Αφρίν. Η προέλασή τους, ωστόσο, συνεχίστηκε σε εδάφη ελεγχόμενα από τους Κούρδους, προς την πόλη Μανμπίτζ στα βόρεια της Συρίας, γεγονός που κινητοποίησε και γαλλικές δυνάμεις εναντίον τους.
Είναι φανερό ότι η Τουρκία επιθυμεί να βρίσκεται μεταξύ των «συνδαιτυμόνων» στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την «επόμενη ημέρα» στη Συρία. Ήδη οι διεργασίες έχουν ξεκινήσει με την τριμερή συνάντηση Τουρκίας-Ρωσίας-Ιράν που διεξάγεται στην Άγκυρα και την αποδοχή της πρόσκλησης του Ερντογάν από τους Πούτιν και Ροχανί. Παρεμπιπτόντως, η παρουσία του Πούτιν στην τουρκική πρωτεύουσα θα συνδυαστεί με τη θεμελίωση του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου, πολύ κοντά στις κυπριακές ακτές, στρατηγική επένδυση που χρηματοδοτεί η Ρωσία.
Παράλληλα, η τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο προκαλεί δικαιολογημένο προβληματισμό στην ελληνική κυρίως, αλλά και την κυπριακή ηγεσία. Η Τουρκία, μεταξύ άλλων προκλήσεων, ενεργοποιεί ισχυρές ναυτικές δυνάμεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, ενώ δεσμεύει με NAVTEX ολόκληρες περιοχές. Αντίθετα, η ελληνική διπλωματική αποτρεπτική δύναμη έχει αμβλυνθεί λόγω των προτεραιοτήτων που θέτει η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και στις οποίες δε φαίνεται να συγκαταλέγεται η ικανοποίηση όλων των προϋποθέσεων για την πλήρη ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από όλα όσα ειπώθηκαν παραπάνω μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι ο Ερντογάν βρίσκεται κοντά στο να επιτύχει την αποσκίρτηση της Τουρκίας από τον κεμαλισμό και τη σταδιακή μετατροπή της σε ισλαμική χώρα, με χαρακτηριστικά απολυταρχικού καθεστώτος.
Ο ίδιος διαρκώς αναδεικνύει το γεωγραφικό και ιστορικό βάθος της Τουρκίας με όχημα το Ισλάμ και με έμφαση στα καίρια σημεία του πλανήτη τα οποία διαχωρίζουν τις θερμές θάλασσες. Ο Αχμέτ Νταβούτογλου αποσύρθηκε από την πολιτική σκηνή της Τουρκίας ή καλύτερα εκδιώχτηκε. Ο Ερντογάν όμως συνεχίζει, για πόσο διάστημα ακόμη κανείς δεν ξέρει, και μαζί του διατηρείται ζωντανό το όραμα του νεο-οθωμανισμού, που διατύπωσε ο πρώην πρωθυπουργός. Το 2019, έτος προεδρικών εκλογών στην Τουρκία, πλησιάζει και όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά.
Από τον Βασίλη Πλατή
* Ο Βασίλης Πλατής, είναι φιλόλογος, δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ.