Εκεί πέσαμε πάνω στα πλήθη… Σιγά ρε θειά! Θα προλάβεις να πάρεις βάγια, για όλους έχει. Μωρέ καλά λένε, δεν είμαστε κόσμος εμείς, οι ορδές του Ταμερλάνου είμαστε… Σιγά θεια είπαμε! Δεν είναι για χόρταση τα βάγια, να βάζεις στις φακές ως του χρόνου των Βαγιών. Κι έρχεται και Μεγάλη Εβδομάδα, φιλενάδα, Σταύρωση, Επιτάφιος, Ανάσταση, έχει να πέσει σπρωξίδι και ποδοπάτημα, άστα. Κι ορθοστασία! Εκτός κι αν γίνουμε κι εμείς από κείνες που κυκλοφορούν με το πτυσσόμενο σκαμπουδάκι παραμάσχαλα από τη μια και τη Σύνοψη απ’ την άλλη και πιάνουν θέση πριν ακόμη πάει στην εκκλησία ο καντηλανάφτης. Πώς μας κόβεις, είμαστε εμείς για τέτοια;
- «Τέλος πάντων, για άλλο σε πήρα… Δεν μου λες, τον μπακαλιάρο πώς τον τηγανίζουμε; Σκέτο ή τον βουτάμε σε κουρκούτι;».
Κουρκούτι, λέει… Άντε τώρα κάτσε φτιάξε κουρκούτι… Μωρέ, θα τον έχωνα εγώ στον φούρνο και θα πήγαινα για καφέ, σιγά μην ασχολιόμουνα, αλλά δεν τον τρώνε τα καμάρια μου! Έρχεται ο Βαγγέλης, και μου λέει, με κείνη την εφηβική αγριοφωνάρα του «μάνα, θα φάμε φέτος τηγανητό μπακαλιάρο ή θα τη βγάλουμε πάλι με τίποτε μπλουμ;» Τ’ ακούς; Μπλουμ! Εμ τυραγνιέσαι στην κουζίνα, εμ ακούς και κριτική από πάνω! Τηγανητό με κουρκούτι! Τον έχει προδιαγράψει κιόλας. Έχεις τηγανίσει ποτέ αγόρι μου; Να τσιτσιρίζει το λάδι, να πετιέται καυτό στον τοίχο και να σου κάνει χάλια την κουζίνα, κι εσύ μες στην μπίχλα, σαν αλευρωμένος ποντικός να καταριέσαι τη μοίρα σου κυριακάτικα; Αχ κυρά Νίκη… Τους καλόμαθες… Μην μας πάθουν τίποτε τα εγγόνια σου… Κι άντε να συμμαζέψω εγώ τώρα την κατάσταση… Τις προάλλες μου ζήτησαν μέχρι και… κέικ! «Τι θα γίνει ρε μάνα;»- λέει ο άλλος, ο Γιωργής, που είναι και γλυκατζής. Θα φάμε κάνα κέικ καμιά φορά ή να το ξεχάσουμε τελείως; Ω χου τι πάθαμε… Και να, σαν από τώρα να ακούω τη φωνή του, εκεί κατά τη Μεγάλη Τρίτη, «Μάνα, κουλούρια δεν έχει φέτος;». Κι εγώ να αισθάνομαι σαν την «εν πολλαίς αμαρτίαις πεσούσα γυνή», για πέντε παλιοκουλούρια την τύχη μου μέσα… Διότι τα θέλουν λέει και… σπιτικά, σαν της γιαγιάς, όχι απ’ το ζαχαροπλαστείο… Κάτσε να δεις τώρα, πού το έχει η κυρά Νίκη το τετράδιο με τις συνταγές;
Κουλούρια, και μετά βαμμένα κόκκινα αβγά- άλλος μπελάς και τούτος. Πρέπει να φύγω απ΄τη δουλειά νωρίς την Πέμπτη το πρωί. Κι ο Νίκος – πού το βάζεις κι αυτό;- να δούμε, λέει, τι χρειαζόμαστε για τη μαγειρίτσα. Πρέπει να πάει νωρίς να εξασφαλίσει καμιά συκωταριά γιατί μετά θα πέσει κόσμος και δεν θα βρίσκουμε. Αλλά, του το ξέκοψα! Μέχρι μαγειρίτσα. Αρνί και σουβλίσματα δεν έχει φέτος. Ένα μπουτάκι αρνίσιο στη γάστρα και πολύ είναι. Θα ρίξουμε και μπόλικες πατάτες και κανά δυο σκορδάκια, αλατοπίπερο και μπόλικη ρίγανη που μας έδωκαν οι κουμπάροι μας πέρυσι που πήγαμε στο χωριό, και… «άντε γεια», όπως λένε τα καμάρια μου. Άντε, από κει… Σιγά μην κάτσω εγώ όλη την Κυριακή να κουβαλάω, αβγά, τζατζίκια, μεζέδες για τις μπίρες και τα τσίπουρα, και πιάσε να γυρίσουμε την τέντα γιατί μας έπιασε ο ήλιος. Ξανά : «άντε γεια» !
* * *
Αχ κυρά Νίκη… Μας έκοψες τα χέρια... Μια χαρά δεν ήμασταν; Όλα πάνω σου τα είχες πάρει. Ποια Χριστούγεννα, Πάσχα, γιορτές, τα πάντα… Τι να σε φτουρήσουν εσένα οι δουλειές, τα μαγειρέματα και τα τραπέζια; Κι εμείς όλο στη βόλτα- κι αν είχαμε και δεν είχαμε βοήθεια ! Και ειλικρινά δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω κάτι φιλενάδες μου που τους έχει πιάσει μια… στριντζίαση με τις πεθερές τους και τις… ξέκοψαν από τον πρώτο κιόλας μήνα. Τι κατάλαβαν; Μια ζωή μούτρα, γκρίνια, με τη μουρμούρα και το κακό τον λόγο. Κάτσε ηλιθία να μαγειρεύεις μόνο και μόνο να μην δώσεις – λέει – χώρο στην πεθερά σου και ανακατεύεται στα πράγματά σου. Και ξέρεις κάτι; Με καναδυό κραυγαλέες εξαιρέσεις, οι πιο πολλές μια χαρά πεθερές βρήκαν. Αυτές ήταν βούρλα…
Α, να και το τετράδιο με τις συνταγές της κυρά Νίκης… Είναι πολυκαιρισμένο, κίτρινα πια τα φύλλα του. Όλα σε τάξη όμως… Όλα γραμμένα με καλλιγραφικά γράμματα. Η καλλιγραφία ήταν βασική δεξιότητα που σου έδινε το σχολείο της εποχής- μετά άρχισαν οι μοντερνισμοί, ότι τάχα μου δεν έχει σημασία ο γραφικός χαρακτήρας και τα τοιαύτα. Βλακείες… Η καλλιγραφία ήταν άσκηση του μαθητή στην αυτοπειθαρχία και την υπομονή, αλλά ποιος να το καταλάβει;
Μμμμ…. εδώ είμαστε. «Κουλουράκια πασχαλινά (συνταγή Νίνας)»- ναι, της Νίνας της φιλενάδας της. Διαβάζω τα υλικά και μια μυρουδιά αμμωνίας μου ανεβαίνει ως τη μύτη… Τι παράξενο πράγμα ο μηχανισμός της θύμησης… Να, εδώ έχει γραμμένο και το κέικ, εκείνο το υπέροχο κέικ –πορτοκάλι. Μωρέ εύκολο είναι, θα κάτσω καμιά μέρα να το φτιάξω και θα πάθουν όλοι την πλάκα τους στο σπίτι… Σιγά τη δυσκολία που έχει η μαγειρική, κοινό μυαλό θέλει- μας το παίζουν όλες νοικοκυρές. Άντε πια.
Και τότε θα κόψω ένα κομμάτι να το πάω στην κυρά Νίκη. Να δεις που θα το θυμηθεί, θα το φάει και θα χαρεί. Θυμάται καμιά φορά. Παρά την άνοιά της, έχει αναλαμπές… Τις άλλες ώρες κάθεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι, δίπλα στην τηλεόραση που παίζει όλη μέρα και στο παράθυρο. Κοιτάζει έξω. Το βλέμμα της είναι καρφωμένο στις απέναντι πολυκατοικίες. Νομίζω ωστόσο ότι στην πραγματικότητα δεν βλέπει τίποτε. Ή μάλλον… δεν θέλει να δει… Εδώ και καιρό είναι σαν να μην έχει συναισθήματα, δεν χαίρεται, δεν γελά, δεν ενθουσιάστηκε καν που της είπα ότι ο Γιωργής, ο αγαπημένος της, πήρε στα αγγλικά το «Προφίσενσυ». Η κυρία από τη Βουλγαρία που τη φροντίζει λέει με τα σπασμένα ελληνικά της πως «η γιαγιά Νίκη ινι πουλύ καλά», αλλά τι να πει κι αυτή- δεν γνώρισε τη Νίκη στις μεγάλες της δόξες και τις ομορφιές της.
Λοιπόν, τέλος… Στην μπάντα τα κουλουράκια… Σκοτίστηκα. Μια χαρά κουλούρια έχει το ζαχαροπλαστείο. Εγώ θα φτιάξω το κέικ πορτοκάλι που πάντα άρεσε στην κυρά Νίκη. Και θα της πάω τρία ολόκληρα μεγάλα κομμάτια…
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr