Κοσμολόγος, μαθηματικός, συγγραφέας, μα πάνω απ’ όλα ελεύθερο κι ανυπότακτο πνεύμα. Σε ηλικία 21 ετών διαγνώστηκε με τη νόσο του Λου Γκέρινγκ ή του κινητικού νευρώνα, και από τότε ως τον θάνατό του πριν λίγες ημέρες σε ηλικία 76 ετών δεν σταμάτησε ποτέ να αψηφά την ασθένειά του και να μας εκπλήσσει με το σθένος που έδειχνε για τη ζωή και τη δημιουργία. Όταν, το 1964, έμαθε για την ασθένειά του και το λιγοστό προσδόκιμο ζωής που του έδιναν οι γιατροί, αποδιοργανώθηκε, θύμωσε, πείσμωσε, όμως δεν το έβαλε κάτω. Το 2004 είχε δηλώσει πως εκείνη τη στιγμή: «οι ελπίδες μου εκμηδενίστηκαν, ό,τι συνέβη από τότε είναι μόνο μπόνους». Κι έτσι έζησε κάθε του μέρα… σα να είναι ένα μοναδικό μπόνους που το κερδίζεις με κόπο και το χαίρεσαι στο έπακρο. Άλλωστε όπως είπε κι ο ίδιος «επειδή κάθε μέρα μπορεί να είναι η τελευταία μου, διακατέχομαι από την επιθυμία να εκμεταλλευτώ με τον καλύτερο τρόπο κάθε λεπτό».
Τα λόγια αυτά ανήκουν σε έναν άνθρωπο του οποίου η ασθένεια τον καθήλωσε σε ένα αναπηρικό καροτσάκι, παράλυτο, ανίκανο να μιλήσει παρά μόνο μέσω ενός ειδικού Η/Υ. Σε έναν άνθρωπο που παρόλη την καθολική του αναπηρία κατάφερε να δημιουργήσει τις συνθήκες να ζήσει με πάθος, να δημιουργήσει οικογένεια, να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους επιστήμονες της εποχής μας. Η δε μεγαλοφυία του δεν έγκειται μόνο στις μεγάλες ανακαλύψεις του, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο κατάφερε αυτές να τις εκλαϊκεύσει προκειμένου η γνώση να καταστεί εφικτή σε όλους. Γίνεται, επιπλέον, αισθητή στο γεγονός πως νοηματοδότησε θετικά αυτό που του συνέβη εστιάζοντας περισσότερο στα οφέλη παρά στις δυσκολίες, δηλώνοντας μάλιστα με έντονα αυτοσαρκαστικό ύφος πως «η αναπηρία μου δεν αποτέλεσε ένα σημαντικό περιορισμό για τις έρευνές μου στον τομέα μου, που είναι εκείνος της θεωρητικής φυσικής, με βοήθησε κατά μία έννοια, προφυλάσσοντάς με από διαλέξεις και όλη τη διοικητική δουλειά που θα είχα σε διαφορετική περίπτωση».
Βέβαια το «θαύμα» του Χόκινγκ δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί δίχως την υποστήριξη και την αγάπη της οικογένειάς του. Όπως παραδέχεται: «πέτυχα μόνο χάρη στη σημαντική βοήθεια που έλαβα από τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου, τους συναδέλφους και τους φοιτητές μου». Ειδικότερα, ο άνθρωπος που μελέτησε το σύμπαν ισχυριζόταν πως «δεν θα ήταν ενδιαφέρον το σύμπαν αν δεν φιλοξενούσε τους ανθρώπους που αγαπάς», δείχνοντάς μας την καταλυτική δύναμη της αγάπης ως μέσο εξύψωσης και υπέρβασης κάθε εμποδίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αρνούμενος να εγκλωβιστεί σε οποιοδήποτε αρνητικό συναίσθημα εκκινούσε η ασθένειά του, κατάφερε να γίνει αποδέκτης αυτής της αγάπης, σε επίπεδο όχι μόνο οικογενειακό, αλλά και κοινωνικό.
Αντιλαμβανόμαστε, πως το πάθος και την αγάπη για τη ζωή, όπου τα συναντάμε, μας δημιουργούν την ίδια συγκίνηση με αυτή που κάνει τον ποιητή να γράψει «κυκλάμινο, κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα, πού βρήκες χρώματα κι ανθείς πού μίσχο και σαλεύεις». Αυτά, είναι που καθιστούν δυνατό ακόμη κι έναν άνθρωπο που τον εγκαταλείπει το σώμα του, να ζήσει μεστός νοημάτων. Ο Χόκινγκ, όχι μόνο επιβίωσε πέραν των προβλέψεων και των πιθανοτήτων πάνω από πέντε δεκαετίες, αλλά, παράλληλα, έζησε έντονα και άφησε πίσω του ένα τεράστιο έργο. Επιστημονικά είναι δύσκολο να εξηγηθεί πώς τα κατάφερε. Η προσωπική του βιολογία και η επιθυμία του να συνεχίσει το δημιουργικό του έργο ίσως να εξηγούν τη μακροχρόνια επιβίωση από μια αρρώστια που δίνει το πολύ δέκα χρόνια ζωής.
Αυτό που μας διδάσκει η περίπτωσή του, δεν αφορά μόνο αυτό, αλλά κυρίως την πνευματική δύναμη που διαθέτει ο άνθρωπος. Όταν η τελευταία κυριαρχεί, ο άνθρωπος μπορεί να καταφέρει να είναι δημιουργικός, ανεξαρτήτως των συνθηκών. Αντιθέτως, ένας σωματικά υγιής άνθρωπος που χάνει το πάθος και την αγάπη για ζωή, αποδυναμώνεται τόσο που χάνει τελικά τη δημιουργικότητά του. Αυτό το συναντούμε, ιδίως, στους καταθλιπτικούς ανθρώπους, που ενώ το σώμα τους είναι υγιές, φιλοξενεί μια πάσχουσα ψυχή που τη χαρακτηρίζει η έλλειψη θέλησης για ζωή. Με άλλα λόγια, η ψυχή μπορεί να υποστηρίξει ένα σώμα που νοσεί, το σώμα όμως δεν μπορεί να τα καταφέρει δίχως μια γερή ψυχή. «Όπου υπάρχει σωματική ασθένεια δεν χωράει και ψυχολογική ασθένεια» έλεγε ο Χόκινγκ.
Ίσως ένα στοιχείο ακόμη που τον έκανε δημιουργικό είναι το ελεύθερο πνεύμα του και η πίστη του στις ικανότητες του ανθρώπου, τις οποίες θεωρεί απεριόριστες όπως και το σύμπαν. Κι αυτές, τις ανακαλύπτεις ψάχνοντας, ερευνώντας κι όχι περιμένοντας βοήθεια, εναποθέτοντας την ελπίδα σε εξωγενείς παράγοντες. Ένα ελεύθερο πνεύμα δεν χρειάζεται πολλά για να δημιουργήσει, δημιουργεί από μόνο του, ενώ αντίθετα κάποιος μπορεί να έχει τα πάντα αλλά να μην είναι δημιουργικός. Τη φωτιά της δημιουργίας δεν την κατέχουν οι «ήσυχοι» κι οι «παντογνώστες». Τη φωτιά αυτή τη συντηρούν οι ανυπόταχτοι και οι ανικανοποίητοι, τα ελεύθερα πνεύματα που πάντα θα πράξουν εξαντλώντας κάθε δυνατότητα.
Η περίπτωση Χόκινγκ είναι μια καλή ευκαιρία για προβληματισμό όλων ημών, ειδικά στην εποχή μας, όπου εξαιτίας των συνθηκών κυριαρχεί η ανία, η απογοήτευση, η μοιρολατρία κι η ηττοπάθεια. Ο Χόκινγκ «μάς έδειξε ότι δεν υπάρχουν όρια στο να πετύχουμε τα όνειρά μας», έλεγε χαρακτηριστικά: «θυμήσου να κοιτάς τα αστέρια κι όχι τα πόδια σου, προσπάθησε να καταλαβαίνεις ό,τι βλέπεις και να αναρωτιέσαι για το τι κάνει το σύμπαν να υπάρχει, να είσαι περίεργος. Όσο δύσκολη κι αν φαίνεται η ζωή πάντα υπάρχει κάτι το οποίο μπορείς να κάνεις και να πετύχεις, το μόνο που μετρά είναι να μην τα παρατάς».
* Του Γιώργου Γιαννούση, ψυχοθεραπευτή, οικογενειακού θεραπευτή