«Ο πολύς πληθυσμός της Ελλάδος συνίσταται εκ πεντήκοντα χιλιάδων (αναφορά στο έτος 1885) γνωριζόντων γραφήν και ανορθογραφίαν και τρεφομένου υπό ενός εκατομμυρίου αγραμμάτων φορολογούμενων». Τι άραγε άλλαξε εκτός από τα πληθυσμιακά και εδαφικά δεδομένα σε δομές και νοοτροπία σ’ ετούτη τη Χώρα.
Θα σας μεταφέρω περασμένων χρόνων φιλική συζήτηση στη σκιά των δένδρων του Φρουρίου. Στην παρέα βρισκόταν Λαρισαίος Υπουργός και ο από τα παιδικά μου χρόνια καλός μου φίλος και γνωστός Λαρισαίος νομικός. Η χαλαρή διάθεση όλων επέτρεψε μεταξύ αστείου και σοβαρού να ρωτήσει ο φίλος μου, τον γνωστό του από παλιά Υπουργό. «Πώς επιτρέπετε να μοιράζονται σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων επιδόματα χωρίς οικονομικά κριτήρια; Ξέρω συγκεκριμένα παραδείγματα πολύ πλουσίων οικογενειών της Λάρισας, μέλη από τις οποίες ως επιδοματούχοι έχουν και τις ευεργετικές συνέπειες απαλλαγής από διάφορα τέλη. Και το δικό σου Υπουργείο μοιράζει τέτοια με το παραπάνω».
Χαμογελώντας ο συντοπίτης και φίλος Υπουργός απάντησε: «Και τι θέλεις να κάνω εγώ. Να πάω στα κόμματα -δηλαδή σε όλα τα κόμματα- και στον πρωθυπουργό, ότι θα φέρω νομοσχέδιο περικοπής επιδομάτων; Πιστεύεις, ότι θα το ψηφίσει κανένας;».
Εκεί τον διακόπτει ο νομικός της παρέας. «Δηλαδή πάντα το πολιτικό κόστος και η πολύτιμη καρέκλα θα κάνουν κουμάντο στον τόπο; Ξέρεις ότι βαδίζουμε κατά κρημνών; Σκεφτήκατε όλοι σας, ότι οι Έλληνες πολίτες σας ψηφίζουν για να πάει μπροστά ο τόπος;».
«Στάσου, στάσου –του απαντά ο πολιτικός. Εσύ ο ίδιος πιστεύεις, ότι υπάρχει έστω και ένας Έλληνας, που να θέλει να γίνονται περικοπές, μείωση διορισμών, πραγματική πάταξη της φοροδιαφυγής και διάφορα άλλα;».
Η παραπάνω συζήτηση αντικαθρεφτίζει, θαρρώ, με πληρότητα την νοοτροπιακή αφετηρία των συνεχών χρεοκοπιών της Ελλάδας. Θα το ξαναγράψω. Ένα Κράτος τότε μόνο μπορεί να μοιράζει ορθολογικά χρήματα, όταν συμμαζεύει τα του οίκου του. Και πως στοιχειωδώς οργανωμένες κρατικές οντότητες δεν χρεοκοπούν από το μεγάλο «φαγοπότι» μετρημένων ανθρώπων, αλλά από τη συσσωρευμένη μικρή διαφθορά του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας. Αν η κάθε φορά Ηγεσία δεν εμπνέει με το δικό της παράδειγμα, αλλά σύρεται από τη «λαϊκή βούληση», τις... μαζώξεις των πλατειών, τα τρακτέρ των αγροτών τους δύο μήνες της αγροτικής απραξίας κάθε χρόνο, και τις κατά καιρούς δημοσκοπήσεις εφημερίδων και ινστιτούτων, τότε αυτή η Ηγεσία είναι ανύπαρκτη. Ο Ηγέτης καθοδηγεί. Δεν σύρεται, ούτε ακρωτηριάζεται η βούλησή του από ανερμάτιστες λαομαζώξεις και συγκυριακές ωφελιμιστικές πιέσεις συντεχνιών ή μεμονωμένων συμφερόντων. Η Χώρα το υπέστη αυτό με δραματικό τρόπο τα χρόνια του μνημονίου. Οι κάθε φορά αντιμνημονιακοί παίρνοντας την εξουσία με οπλοστάσιο τον αντιμνημονιακό αγώνα, προσχώρησαν γρήγορα στην μοναδική σωτήρια λύση των μνημονίων. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Όμως, παρά τη λαίλαπα της οικονομικής καθίζησης η σημερινή κυβέρνηση είναι τελείως απρόθυμη ακόμη και τώρα για ριζικές μεταρρυθμίσεις. Στα τρία χρόνια διακυβέρνησης ο αριθμός των φορέων του Δημοσίου από 227 το ’15 έφτασε σε 374 το ’17. Τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου από 1068 το ’15 ανήλθαν σε 1211 το ’17, και ο αριθμός των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα από 686.824 το ’15 αυξήθηκε σε 712.716 το ’17. Από τους 1730 φορείς στο Δημόσιο μόνο οι 16 έχουν οργανόγραμμα. Έτσι η κινητικότητα εξαφανίστηκε εν τη γενέσει της.
Το 57% των εργαζομένων είναι μερικής απασχόλησης και με 300-400 ευρώ τον μήνα δεν μπορεί να ζήσει κάποιος. Εξαίρεση αποτελούν οι μετακλητοί του κυβερνητικού σχήματος της τελευταίας τριετίας που ξεπέρασαν μέχρι στιγμής τους 3000. Και είναι αμέτρητοι όλοι εκείνοι που διορίστηκαν σε παλιούς και νέους οργανισμούς του Δημοσίου με την ιδιότητα Προέδρων, Διοικητών και μελών των Δ.Σ. Κάπως έτσι λοιπόν το δημόσιο χρέος που το 1990 ήταν 129% ως ποσοστό του ΑΕΠ, έφτασε σήμερα στο 176%. Όλα αυτά παρά τις φορολογικές και ασφαλιστικές επιδρομές, τις περικοπές μέχρις εκμηδενισμού των συντάξεων και τη διάλυση της μεσαίας τάξης. Θα συνεχίσουμε την επόμενη Τρίτη με τα «κατορθώματά μας» στους τομείς που εκτέθηκαν, και τα διδάγματα που μπορεί και πρέπει να αντλήσει το Έθνος. Προ πάντων όμως το ελληνικό πολιτικό εποικοδόμημα που σπάνια στην ελληνική ιστορία στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων.
* γράφει ο "ΟΜΗΡΟΣ"