Η Μαρία στην πρώτη τηλεφωνική της επικοινωνία μαζί μου, μου ανέφερε πως έχει ένα πρόβλημα με την κόρη της, την Ιωάννα, και πως θα ήθελε να έρθει από κοντά για να το συζητήσουμε. Η Ιωάννα ενώ δεν έχει κανένα πρόβλημα με την ομιλία της, επιλέγει εκτός σπιτιού να μην μιλά καθόλου. Η Μαρία και ο άντρας της έχουν θορυβηθεί, ανησυχούν πολύ και είναι διατεθειμένοι να κάνουν ό,τι χρειαστεί για να βοηθήσουν το παιδί τους. Η στάση τους, αλλά και του σχολείου, είναι θετική και ενθαρρυντική, πλην όμως κατανοούν το πρόβλημα της Ιωάννας ως δομικό στοιχείο της προσωπικότητάς της. Οι μεν δάσκαλοι υποστηρίζουν πως κάτι έχει κλειδώσει τον ψυχισμό του παιδιού και οι γονείς ανησυχούν πως ένα χαρακτηριστικό της Ιωάννας που είναι από τη φύση της ντροπαλή, επιβαρύνεται από τον στιγματισμό της ως άφωνη. Έτσι, γονείς και δάσκαλοι, προσπαθούν να ενθαρρύνουν την Ιωάννα και να ενισχύσουν την αυτοεκτίμησή της, εστιάζοντας όμως στο σύμπτωμα της αλαλίας και αναζητώντας τις αιτίες του στην ντροπαλή προσωπικότητά της. Σε αντίθεση με αυτό, έπειτα από κάποιες συνεδρίες πρότεινα στη μητέρα να επιχειρήσουμε να δούμε το πρόβλημα όχι ως ένα υποκειμενικό στοιχείο της προσωπικότητας της Ιωάννας, αλλά ως μια κατασκευή της, άρα σαν ένα δημιούργημα που φέρει αντικειμενικά χαρακτηριστικά και ίσως κουβαλάει ένα μήνυμα. Για να γίνει αυτό κατανοητό τόσο από την ίδια όσο κι από το παιδί, τής ανέθεσα να ζητήσει από την Ιωάννα να δώσει ένα όνομα σε αυτό που πιστεύει πως την εμποδίζει να μιλήσει στο σχολείο. Η Ιωάννα δεν άργησε να διαλέξει το όνομα «φόβος».
Με όχημα λοιπόν τη θέαση της επιλεκτικής αλαλίας, αφενός ως ένα εξωτερικό χαρακτηριστικό και αφετέρου ως ένα μέσο με το οποίο η Ιωάννα διηγείται μια ιστορία, το επόμενο στάδιο της θεραπείας ήταν να προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε την ιστορία αυτή. Αν θέλουμε όμως να μάθουμε την αλήθεια του συμπτώματος, τότε θα πρέπει καταρχήν να αποδομήσουμε την κυρίαρχη ιστορία του. Η Μαρία πίστευε πως η αλαλία ξεκίνησε εξαιτίας μιας δυσλειτουργικής δασκάλας που δεν κατάφερε να ενσωματώσει στην τάξη την Ιωάννα.
Τι γίνεται όμως όταν αποδομείς μια πραγματικότητα και την ιστορία που έχεις φτιάξει για να την ερμηνεύεις; Συνήθως σε κυριεύει το άγχος και αυξάνει η αβεβαιότητα, όπως συνέβη και με τη Μαρία που όσο αντιλαμβανόταν πως η ιστορία πίσω από την αλαλία δεν είναι η συστολή της Ιωάννας ή μια κακή δασκάλα, τόσο αγχωνόταν για το τι μπορεί να «πει» η αλαλία. Ήταν σαν να αντιλαμβανόταν πως μέσα από το σύμπτωμα του παιδιού άνοιγε μια δική της παλιά ιστορία φόβου, ντροπής και έλλειψης αποδοχής.
Η Μαρία μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου κοινός τόπος στην ιστορία της οικογένειάς της ήταν πως δεν έζησαν αυτό που ήθελαν. Η γενιά των παππούδων της έζησε με το όραμα της άρσης της κοινωνικής αδικίας, στο οποίο απέτυχε, με την ήττα του εμφυλίου και εξορίστηκε στην Ανατολική Ευρώπη. Η επόμενη γενιά έζησε με το όραμα της επιστροφής στην πατρίδα, όπου επέστρεψε μεν, δεν τα κατάφερε δε στην προσαρμογή. Η ίδια η Μαρία θυμάται πως για τους γονείς της ήταν «επιστροφή στην πατρίδα», για εκείνη όμως ήταν ξεριζωμός από το οικείο της περιβάλλον. Η μια ξενιτιά μέσα στην άλλη δίχως την αίσθηση ενός βιωμένου «ανήκειν». Τρεις γενιές που βίωσαν την ξενικότητα, αλλά έμαθαν να την αντέχουν, χωρίς να μιλούν ποτέ για αυτή. Η Ιωάννα ως συνεχιστής της παράδοσης βιώνει την ίδια ξενικότητα στο σχολείο που βίωσε ο παππούς με την εξορία και η μαμά με την επιστροφή στην πατρίδα. Ως εκπρόσωπος της 4ης γενιάς αναπαράγει, μέσω του συμπτώματος της αλαλίας, το μοτίβο της αποτυχίας και του μη ανήκειν. Φοβάται την αποτυχία, ντρέπεται να συμμετάσχει ισότιμα, χωρίς να γνωρίζει φυσικά πως έτσι γίνεται κρίκος μιας γενεαλογικής αλυσίδας. Αυτή την αλυσίδα πρώτα η Μαρία, ως ενήλικη, χρειάζεται να σπάσει και να δέσει διαφορετικά, μέσα από την αναπλαισίωση του τραύματος και τη διαχείριση του φόβου και μπαίνοντας σε μια διαδικασία όπου θα «μιλήσει» για όσα την κάνουν να νιώθει ξένη, στον γάμο της, στην οικογένειά της, στην εργασία της.
Η παράλληλη θεραπευτική δουλειά της Μαρίας που σπάει τη δική της σιωπή και προσπαθεί να βγει από το μοτίβο «προκειμένου να ανήκω, δεν θα εκφράζω τις ανάγκες μου» με αυτή της Ιωάννας που σταδιακά δίνει άλλες διαστάσεις στον φόβο, καταφέρνοντας να τον νικήσει, την έχουν οδηγήσει σήμερα αρκετό καιρό μετά την πρώτη συνάντηση σε απαλλαγή από το σύμπτωμα της επιλεκτικής αλαλίας, μα κυρίως στην ουσιαστική της συμμετοχή και ένταξη στην ομάδα των συνομηλίκων.
Χαρτογραφώντας τις συμπεριφορές των παιδιών θα ανακαλύψουμε πως μέσα από κάποιες που τις θεωρούμε προβληματικές υπάρχουν κρυμμένα μηνύματα που στέλνουν τα παιδιά μην έχοντας άλλους τρόπους να τα εκφράσουν. Όσο κι αν μας ταλαιπωρούν και θέλουμε να απαλλαγούμε από αυτές, χρειάζεται πρώτα να τις «ακούσουμε». Οι προβληματικές συμπεριφορές λειτουργούν ως ένα σύμπτωμα που κουβαλά μια αλήθεια, η οποία δεν μπορεί να ειπωθεί με άλλους τρόπους. Όταν αυτή η αλήθεια γίνει μέρος της ζωής μας και δεν είναι τόσο τρομακτική τότε και μόνο τότε ένα παιδί δεν έχει ανάγκη το σύμπτωμα και επομένως παύει να το χρησιμοποιεί.
* Του Γιώργου Γιαννούση, ψυχοθεραπευτή, οικογενειακού θεραπευτή