Αυτές οι μνήμες που ξυπνούν και καθοδηγούν τα βήματά μας, ντυμένες άλλοτε με το βαρύ χειμωνιάτικο πανωφόρι και άλλοτε με το ελαφρύ χρωματιστό πουκάμισο, ενωμένες μ’ ένα αόρατο σχοινί, χτίζουν την περιπετειώδη ιστορία της ύπαρξής μας, είναι τα σκόρπια κομμάτια της ψυχής μας, κάποιες ψηφίδες του πολύχρωμου ψηφιδωτού μας, είναι αυτά που δεν τα βλέπει ο άλλος, αυτά που θα συμμετάσχουν και θα συμβάλουν στον καθορισμό της στάσης μας, συνολικά, στην υπόλοιπη συναισθηματική ζωή μας.
Στον καθημερινό περίπατό μας, ακολουθώντας, κάθε φορά, τον άξονα της διαδρομής που έχουμε επιλέξει, «σκοντάφτουμε» σ` αυτές τις ψηφίδες-σημεία - όσες βέβαια υπάρχουν ακόμα στη θέση τους- ζωντανεύουν οι μνήμες (παιδικές-εφηβικές), οι τόσο καθαρές και άδολες και μας κρατούν συντροφιά μέχρι τον επόμενο …σταθμό. Στον κεντρικό τομέα της πόλης, τα σημεία αυτά, βρίσκονται στις τρεις κεντρικές πλατείες, σκορπισμένα σε πολλά τμήματά τους και η επαφή μας με αυτά, ήταν και είναι σχεδόν καθημερινή. Άλλες χαρακτηριστικές περιοχές του κέντρου είναι εκείνες τις οποίες επισκεπτόμασταν συχνά στα ανήσυχα εφηβικά μας χρόνια, κάνοντας την …τσάρκα μας ή διασκεδάζοντας με μέτρο και με τους τρόπους που επέτρεπαν τα ήθη εκείνης της εποχής (οδός Ηφαίστου, Λαπιθών, Πανός, Καζαντζίδικα, Φρούριο κ.ά.).
Ο γράφων, οκτάχρονο παιδί του Δημοτικού, ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, επιχειρεί την πρώτη του «ηρωική» διαδρομή, προς το κέντρο της πόλης, για να συναντήσει τον λογιστή -πατέρα του-απολυμένο ήδη για πολιτικούς λόγους από την υπηρεσία του- που δουλεύει μέχρι το βράδυ, για να συντηρήσει την πολυμελή οικογένειά του.
Με πρώτο άγονο σταθμό (σημείο) τη γωνία Καραϊσκάκη-Τζαβέλα (στου Κρασά), συνεχίζει στην άλλη γωνία Ηφαίστου-Μανωλάκη (στου Αλχανάτη-Σαμαρίδη), στα κρεοπωλεία της Ν. Αγοράς, στα φορτηγά του Βούλγαρη και κλείνει τη διαδρομή του στα Καζαντζίδικα (Ανδρούτσου), στου Λαγαρία, φανερά ικανοποιημένος που βρίσκει τον πατέρα του να δουλεύει εκεί, στο πατάρι του καταστήματος, σκυμμένος πάνω στα χοντρά μαύρα λογιστικά βιβλία… Φεύγοντας για το σπίτι, ενώ έξω έχει νυχτώσει και το κρύο παγώνει τα χέρια, ο μικρός, χώνει το χέρι του στη ζεστή τσέπη του πανωφοριού του πατέρα του κι ευτυχισμένος, τον ακολουθεί στο Ζαχαροπλαστείο της οδού Πανός (Μέλισσα), για ζεστούς και λαχταριστούς μελωμένους λουκουμάδες.
Η δεύτερη διαδρομή, το καλοκαίρι του ίδιου έτους, ήταν, όταν η μητέρα μου με πήρε μαζί της να επισκεφθούμε τον θείο μου (αδελφό του πατέρα μου), στις παλιές φυλακές (σήμερα Μουσείο Εθν. Αντίστασης), που είχε μεταφερθεί εκεί από την εξορία (Γιούρα). Φορτωμένοι με διάφορα καλούδια και μαγειρευτά φαγητά στα μεταλλικά δοχεία για τον θείο, φτάνουμε στη διασταύρωση Πολυτεχνείου-Παπαναστασίου με πρώτο σημείο τον Φόρο, ένα μικρό κτίσμα, όπου εισπράττονταν ο φόρος (Διαπύλια τέλη) από εκείνους τους παραγωγούς, που έμπαιναν στην πόλη από την οδό Καρδίτσας. Φτάνοντας στις φυλακές, η ψηλή ασβεστωμένη μάντρα με τα φυλάκια και τα πυκνά συρματοπλέγματα που έκλεινε, γύρω, την αυλή των φυλακών, και η βαριά σιδερένια πύλη με το παραθυράκι που ανοιγόκλειναν οι φύλακες, έκαναν μεγάλη εντύπωση και δημιούργησαν εύλογες απορίες σε μια αθώα παιδική ψυχή. Πολύ αργότερα, ο γράφων, ως Ψυχίατρος, θα επισκεφθεί τις ίδιες φυλακές, για να εξετάσει προφυλακισμένους ποινικούς, με εντολή Εισαγγελέα, προκειμένου να αποφανθεί για την ψυχική κατάστασή τους και να συντάξει τις πραγματογνωμοσύνες…
Μια άλλη, εξ ίσου ενδιαφέρουσα διαδρομή με φίλους, το επόμενο έτος, που είχε σκοπό την «εξερεύνηση», ήταν κι αυτή, πίσω από το κτήμα του Αβέρωφ, στα άσπαρτα χωράφια και μελλοντικά προνομιούχα οικόπεδα.
Εφοδιασμένοι με τσίγκινα κατσαρολάκια που μας τα προμήθευε ο μπακάλης, ο Παντούλης (γωνία Παπαναστασίου-Παπακυριαζή), για να τα επιστρέψουμε γεμάτα με κάπαρη για το χαρτζιλίκι μας, ξεκινήσαμε, ψάχνοντας στα πρανή της οδού Πολυτεχνείου (τότε ανάχωμα), για τον θησαυρό μας. Με πρώτο σημείο τον Φόρο, στρίβουμε στην οδό Καρδίτσας, «σκοντάφτουμε» στην αποθήκη του Αβέρωφ, όπου, όπως είχαμε ακούσει, εκεί, λίγα χρόνια πριν, σκοτώθηκε ο τελευταίος αντάρτης, ο Μιχάλης Κυρίτσης, ύστερα από μάχη με τον στρατό… Λίγο παρακάτω, κατά μήκος του δημόσιου δρόμου, οι βαθιές λακκούβες από τις εχθρικές βόμβες του τελευταίου πολέμου, γιγάντωσαν την φαντασία μας. Γλιστρώντας στο γρασίδι της λακκούβας, ψάχναμε να βρούμε ο,τιδήποτε τραβούσε το ενδιαφέρον μας. Με γεμάτα τα κατσαρολάκια μας κάπαρη, τρέξαμε να τα παραδώσουμε, για να εισπράξουμε τις δραχμούλες μας…
Η Καθαρή Δευτέρα, απόλυτα οικογενειακή γιορτή, γιορταζόταν στη Γεωργική Σχολή ή στην Τούμπα, μια περιοχή που τη σάρωσαν τα μηχανήματα, λίγο αργότερα, όταν κατασκευαζόταν η Εθνική οδός.
Με σημεία τον θερινό κινηματογράφο Rex, τον σιδηροδρομικό σταθμό, τις γραμμές, παρακάτω μέσα από αυτοσχέδιους δρόμους στα χωράφια, φτάσαμε στον τόπο της χαράς. Τα νηστίσιμα, οι χαρταετοί, το Γαϊτανάκι, η Καμήλα, οι χοροί και τα τραγούδια στόλιζαν με περιεχόμενο τη γιορτινή αυτή ημέρα…
Του Τάσου Πουλτσάκη