Στην Κωνσταντινούπολη συνεχίζει να χτυπά η καρδιά της Ελλάδας, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες ασθενικά. Η πρόσφατη επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα και οι ανιστόρητες προκλήσεις του, που αυτή τη φορά έλαβαν, ευτυχώς, «πληρωμένες» απαντήσεις από ομόθυμη την πολιτική ηγεσία της χώρας μας, επανέφεραν στο προσκήνιο το ζήτημα της ελληνικής μειονότητας, των Ρωμιών, της Πόλης.
Οι ίδιοι άλλωστε οι Έλληνες της Πόλης φρόντισαν να υπομνήσουν την παρουσία τους με μια συναισθηματικά φορτισμένη επιστολή αγανάκτησης, που δημοσιοποίησαν μετά τις «αλήστου μνήμης» δηλώσεις Ερντογάν σε Αθήνα και Θράκη, στην οποία σε αδρές γραμμές κατέγραψαν όσα «ξέχασε» να αναφέρει ο τούρκος «σουλτάνος».
Η αλήθεια, λοιπόν, είναι ότι από την εύρωστη κοινότητα των 160.000 μελών στις αρχές του 20ου αιώνα, στην Κωνσταντινούπολη έχει απομείνει μόνο μια «ισχνή» ελληνική μειοψηφία, η οποία με δυσκολία προσεγγίζει τις 2.000 ψυχές. Τη στιγμή που ο μουσουλμανικός πληθυσμός στη Θράκη αυξάνεται συνεχώς (από τις 80.000, το 1923, όταν υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάννης, περίπου στις 120.000 σήμερα), ο ελληνισμός της Πόλης κινδυνεύει με ολοκληρωτικό αφανισμό.
Τη ζοφερή, εξάλλου, εικόνα που αποτυπώνουν οι αριθμοί, αν και ακριβή στοιχεία για τη δημογραφική ισχύ της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης έχουν πάψει να δημοσιοποιούνται κατά τις τελευταίες δεκαετίες τόσο από μέλη της όσο και από τουρκικές πηγές για διαφορετικούς λόγους, συμπληρώνει η εξαθλίωση που βιώνει σημαντικό τμήμα της κοινότητας, το οποίο μαστίζεται από οικονομική ανέχεια, αδυναμία πρόσβασης σε υγειονομικές υπηρεσίες και γηρατειά.
Η κατάσταση αυτή φαίνεται να είναι απόρροια του τρόπου με τον οποίο «έχουν ερμηνεύσει» οι τουρκικές κυβερνήσεις, από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας (1923) και εξής, την αρχή της αμοιβαιότητας που διαλαμβάνει το κείμενο της Συνθήκης της Λωζάννης αναφορικά με το δημογραφικό, και όχι μόνο, status quo των δύο μειονοτήτων, της μουσουλμανικής στη Θράκη και της ελληνικής στην Κωνσταντινούπολη.
Επί της ουσίας, τι αποσιωπά επιμελώς ο λάβρος και διαρκώς επιτιθέμενος άλλοτε επιθετικός της ποδοσφαιρικής ομάδας Κασίμπασα, τούρκος πρόεδρος; Λησμονεί τους διωγμούς ελληνικών πληθυσμών της Μικρασίας στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Τουρκία είχε συνταχθεί στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών και πολεμούσε τις δυνάμεις της Αντάντ. Λησμονεί επίσης τις βίαιες εκτοπίσεις για καταναγκαστική εργασία στα βάθη της Ανατολίας (τάγματα εργασίας-αμελέ ταμπουρού) που έλαβαν χώρα κατά την ίδια περίοδο και που επαναλήφθηκαν και στην περίοδο 1941-1942, όταν η Τουρκία είχε επιλέξει την τακτική του «επιτήδειου ουδέτερου». Λησμονεί επίσης τις σφαγές των Ελλήνων στη Σμύρνη και στις άλλες παραλιακές πόλεις μετά την ήττα του ελληνικού στρατού και την υποχώρηση από το μικρασιατικό μέτωπο, καθώς και τις «ανορθογραφίες» της Συνθήκης Λωζάννης….
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι όλα αυτά είναι μακρινό παρελθόν, καθώς αποτελούν γεγονότα προγενέστερα της Συνθήκης της Λωζάννης, στην οποία «σύρθηκε» η ελληνική πολιτική ηγεσία της εποχής υπό καθεστώς φόβου για ακόμη μεγαλύτερες εθνικές απώλειες.
Ωστόσο, τα γεγονότα των αρχών του Σεπτεμβρίου του 1955 (γνωστά ως «Σεπτεμβριανά»), όπου σε μία νύχτα και χωρίς πραγματική αιτία χάθηκαν τεράστιες περιουσίες των Ρωμιών της Πόλης, πολλοί από τους οποίους εξαναγκάστηκαν σε ξενιτεμό και κυρίως οι διωγμοί των ετών 1964 και 1974, που σηματοδότησαν δύο κρίσιμες καμπές του Κυπριακού, σημάδευσαν τη συνεχιζόμενη πτωτική πορεία του ελληνισμού της Πόλης και τον έφεραν στη σημερινή δυσχερή του θέση.
Συνεπώς, η οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης και καλής γειτονίας ανάμεσα στις δύο όχθες του Αιγαίου δεν είναι εφικτή, όταν η μία πλευρά (η τουρκική) απεμπολεί το ιστορικό παρελθόν και παραχαράσσει την κοινή ιστορία.
Η ελληνική πολιτική ηγεσία δικαίως προσβλέπει σε ειρηνική συνύπαρξη με τη γειτονική χώρα, αλλά με όρους ισοτιμίας και αμοιβαιότητας. Μήπως όμως, τελικά, ήρθε ο καιρός να υποδείξουμε στον «βρυχώμενο», πλην αρκετά απομονωμένο διεθνώς «σουλτάνο», να μελετήσει τη Συνθήκη της Λωζάννης;
Τώρα που ο ελληνισμός στην Πόλη ακόμη βαριανασαίνει, γιατί σε μερικά χρόνια μπορεί, φευ!, να αποτελεί απομεινάρι της ιστορίας της περίλαμπρης πόλης (όπως συνέβη με Εβραίους και Αρμένιους), ας διεκδικήσουμε τη βελτίωση των όρων ζωής της ελληνικής κοινότητας καθώς και την πληθυσμιακή της πύκνωση. Τώρα που το Οικουμενικό Πατριαρχείο, σημείο αναφοράς για εκατομμύρια ορθόδοξους χριστιανούς σε ολόκληρο τον κόσμο, πάρα τις παρασκηνιακές πιέσεις και τους πολιτικούς καταναγκασμούς που υφίσταται από την τουρκική ηγεσία, είναι ακόμη σε θέση να αρθρώνει λόγο εκπροσωπώντας το μιλλέτ (ως ορθόδοξη και εθνική κοινότητα) των Ρωμιών της Πόλης, ας επαναφέρει με μεγαλύτερη τόλμη το ζήτημα επαναλειτουργίας της Σχολής της Χάλκης, ο βίος της οποίας τερματίστηκε άδοξα το 1971.
Στην ακρότατη αυτή γωνιά του κόσμου, μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, όπου ο ελληνισμός παραμένει ριζωμένος για δύο χιλιετίες, η επιβίωσή του αποτελεί αδήριτη ανάγκη. Πάνω από όλα όμως για όλους τους Έλληνες, είτε κατοικούν στη μητροπολιτική Ελλάδα είτε στη Διασπορά, είναι «ζήτημα καρδιάς».
(Στατιστικά στοιχεία και πληροφορίες έχουν αντληθεί από τη μελέτη των Μερόπης Αναστασιάδου-Πωλ Ντυμόν, Οι Ρωμηοί της Πόλης. Τραύματα και προσδοκίες, Αθήνα: Εστία, 2007).
* Του Βασίλη Πλατή, φιλόλογου-δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ.