Της νεότητας έχουν φύγει προ πολλού, κι εφόσον συνεχίζεις να διαβαίνεις όλο και πιο πολύ σ' αυτή (της ώριμης εννοώ) ένα είναι σίγουρο πως όλο και περισσότερο θα επιστρέφεις δια μέσω της μνήμης σου πίσω στα χρόνια της ξενοιασιάς, ανεμελιάς, αθωότητας, μέσα από τα μάτια τα παιδικά όλα φαντάζουν όμορφα, φωτεινά, αγνά. Είναι η καθαρότητα της ψυχής, ανέπαφη αφήνει να ξεπροβάλλουν όλα ασύλληπτα ωραία.
Κι όπως αναπολώ εκείνες τις ωραίες εποχές των μαθητικών χρόνων ήταν απερίγραπτη η λαχτάρα μας πότε να κλείσουν τα σχολεία, να πετάξουμε την σχολική μας τσάντα και να ξεχυθούμε έξω στη γειτονιά, στις αλάνες της, παίζοντας με τ' άλλα παιδιά ολημερίς τρέχαμε με μάγουλα κόκκινα από το κρύο που δεν το νιώθαμε εφόσον μέσα μας το αίμα έβραζε γεμάτοι από υγεία και ζωντάνια. Μέσα το σπίτι δεν μας κρατούσε κι ας έβρεχε ή έριχνε χιόνι. Ότι καλύτερο να παίζουμε χιονοπόλεμο, κάνοντας τρέλες πετώντας το ένα παιδί στ' άλλο μπάλες χιονιού στο πρόσωπο, κυνηγώντας με γέλια και φωνές. Δεν μπορώ να μην θυμηθώ Χριστούγεννα ή Πρωτοχρονιά δίχως χιόνια κρύο τσουχτερό κι οι χατζάρες να κρέμονται από τις στέγες των σπιτιών ως κάτω. Τώρα οι κλιματολογικές συνθήκες έχουν αλλάξει.
Συνεχίζοντας φτάνουμε στη παραμονή των Χριστουγέννων. Με ρούχα χοντρά, γάντια, κασκόλ ντυμένα, γυρίζαμε όλη την γειτονιά για να πούμε τα κάλαντα παρέες με το τρίγωνο στο χέρι. Το ποσό χρημάτων αρκετά καλό για όλους, γινόταν τίμια μοιρασιά στο τέλος απ' τα παιδιά.
Κι η μεγάλη μέρα της γέννησης του Χριστού, την περιμέναμε με όρεξη, αγωνία, λαχτάρα, για να γευτούμε, όλα όσα η μάνα μας είχε ετοιμάσει για την μέρα αυτή. Κουραμπιέδες, μελομακάρονα, πίτες, δίπλες, ραβανί με μπόλικο σιρόπι, τηγανίτες με ζάχαρη και κανέλλα. Απ' όλα αυτά δεν είχαμε δοκιμάσει απολύτως τίποτα, δεν μας άφηνε ούτε να τα αγγίξουμε. Μόνο όταν επιστρέφαμε ξημέρωμα της γιορτής των Χριστουγέννων από την εκκλησία, όλη η οικογένεια αποτελούμενη από πέντε μέλη, οι γονείς μας και τα τρία παιδιά τους, η νηστεία μας αυστηρή, κρατούσαμε ως την μέρα της μεταλαβής της Θείας Κοινωνίας.
Νύχτα ακόμη μας ξυπνούσε η μητέρα μας να σηκωθούμε και ντυμένοι με τα γιορτινά ρούχα μας, καθαροί έτοιμοι για την εκκλησία, που ήταν πολύ κοντά μας, δύο βήματα από το σπίτι μας.
Κι όπως το πρώτο φως της μέρας νά ρχεται αχνό διαπερνά τα θολά τζάμια του ναού, η λειτουργία τελειώνει και μεις θα πάρουμε το αντίδωρο απ' το χέρι του παπά, μετά την Θεία Κοινωνία και σ' όλη την εκκλησία ακούς να ψάλετε "Η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός".
Γεμάτοι από το μεγαλείο της Χριστιανοσύνης με όλο αυτό το φως στη ψυχή μας, φτάνουμε στο σπίτι, κι επιτέλους εμείς τα παιδιά μπορούμε να φάμε ελεύθερα, δίχως τον φόβο μην «αρτηθούμε». Ακόμη υπάρχει μέσα μου εκείνη η ρητή εντολή της μάνας.
Στο τραπέζι τώρα μας περίμενε η ζεστή σούπα από κοτόπουλο, και το μεσημέρι όλη η οικογένεια γύρω από την γαλοπούλα που έψηνε ο φούρνος της γειτονιάς μας, ροδοψημένη, λαχταριστή με μπόλικες πατάτες, μέσα σ' ένα μεγάλο σηνί ταψί. Επίσης το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι συμπλήρωναν οι λαχανοντολμάδες, χωριάτικα λουκάνικα και χοιρινή τηγανιά. Αυτά είναι καθιερωμένα στο θεσσαλικό γιορτινό τραπέζι, από τότε ως τώρα. Κόκκινο κρασί στα ποτήρια και η σόμπα με ξύλα να καίει, νοιώθαμε γλυκειά θαλπωρή ζεστασιάς μέσα μας.
Το βράδυ μας περίμεναν στο σπιτικό τους οι έχοντες ονομαστική εορτή, γλυκά, μεζέδες, γλέντι, τραγούδι, όλοι μαζί οι επισκέπτες τους ευχόμεθα χρόνια πολλά με υγεία και αγάπη.
Περνούσαν όμορφα οι μέρες των εορτών.
Δεν είχε σημασία για τους ανθρώπους κι εκείνης της εποχής αν είχαν λίγα χρήματα να ξοδέψουν, τους αρκούσε που είχαν τα απαραίτητα, Υγεία - Αγάπη - Ευτυχία ποθούσαν, επιθυμούσαν στο διάβα της πρόσκαιρης αυτής ζωής μας.
Και ας δούμε πως περνούσαν κι οι μέρες της Πρωτοχρονιάς.
Την παραμονή το βράδυ περιμέναμε να υποδεχθούμε τον καινούργιο χρόνο όλοι μαζί στο σπίτι με συγγενείς φίλους, παίζοντας χαρτιά πάνω στην πράσινη τσόχα, ή θα γυρίζαμε την σβούρα του (πάρτα όλα). Στο τραπέζι ξηρούς καρπούς και για γλυκό απαιτούσε το έθιμο μπακλαβά ή κανταΐφι ήταν απαραίτητα. Τη νέα χρονιά υποδεχόμεθα με φιλιά, αγκαλιές μέσα σε άπειρες ευχές και χαμόγελα γύρω μας. Κι ανήμερα Πρωτοχρονιάς στο οικογενειακό τραπέζι πάλι στο μεγάλο σηνί ταψί, κρεατόπιτα με φύλλο σπιτικό, πεντανόστιμη με διάφορα είδη κρεατικών και μυρωδικά. Εκεί υπήρχε το νόμισμα. Κι ο τυχερός αυτού θα είχε την εύνοια της τύχης για όλον τον χρόνο.
Στην πρωτοχρονιάτικη πίτα βασιλόπιτα κυριαρχούσε ο πατέρας. Όρθιος στο τραπέζι ψηλός, επιβλητικός γύριζε το ταψί τρεις φορές ευχόμενος χρόνια πολλά κι ύστερα έκοβε την πίτα μοιράζοντας σ' όλους.
Όμως πριν από μας κομμάτι πίτας θα άφηνε στον Χριστό, στην Παναγία, στον Άγιο Βασίλη, στο σπίτι, σύμφωνα με την παράδοση.
Κι ακολουθούσαν οι γιορτές των Θεοφανίων, του Αγίου Ιωάννη, και τέλος οι διακοπές. Την επόμενη μέρα τα παιδιά θα επιστρέφαμε πάλι στα μαθήματά μας, στο σχολείο μας.
Είναι βέβαιο πως εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι, τηρούσαν τα έθιμα, τις παραδόσεις των εορτών, όπως αυτές απαιτούσαν. Τώρα πολλά έχουν αλλάξει. Πλούσια ρεβεγιόν σε ακριβές πολυτελείς αίθουσες ξενοδοχείων, καζίνο, χαρτοπαικτικές λέσχες στον ερχομό του νέου χρόνου, ταξίδια στο εξωτερικό κι άλλα. Ξεχνάμε τη σημασία, την ιερότητα των ημερών αυτών, την οικογενειακή ατμόσφαιρα, την αγάπη, την βοήθεια στους συνανθρώπους μας, πλούσιοι, γεμάτοι από συναισθήματα να κατακλύζουν το μέρος της καρδιάς μας.
Τελειώνοντας, θα αναφέρω και πάλι πως όσα χρόνια κι αν περάσουν, εκείνες τις μέρες των γιορτών των παιδικών μου χρόνων είναι χαραγμένες στη μνήμη μου μα και στην καρδιά μου και δεν ξεχνιούνται ποτέ.
Της Κωνσταντίνας Κότση*
* Η Κωνσταντίνα Κότση είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών