Την αγαπούσε κι αυτός πολύ τη θάλασσα. Εκεί έκανε τα πρώτα του βήματα πλατσουρίζοντας μπροστά στο αρχοντικό τους που ήταν κτισμένο δίπλα στη θάλασσα.
Εκεί έψαχνε τα πολύχρωμα βοτσαλάκια, να τα μαζέψει στις τσέπες του και να πλουτίσει τη συλλογή του. Είχε ένα καλαθάκι στη μεγάλη σάλα δίπλα στο τζάκι κι εκεί θα έβρισκες διάφορα πετραδάκια σε όποιο σχήμα ήθελες και κοχύλια.
Μεγαλώνοντας μία ήταν η επιθυμία του, να μπαρκάρει κάποια μέρα και να γυρίσει όλον τον κόσμο. Δεν τον φόβιζαν τα αγριεμένα κύματα το χειμώνα, που έσκαγαν στο βράχο. Την αγνάντευε απ` το παράθυρο στο ανώι και με τη φαντασία του, άραζε στα λιμάνια του κόσμου. Μόνο που «λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο», όπως λέει μια λαϊκή παροιμία.
Η μάνα του η καπετάνισσα η Μαριώ, είχε άλλα όνειρα για το μικρό της γιο. Ήταν άριστος μαθητής στο σχολείο και ήθελε να τον δει μια μέρα δάσκαλο στο νησί. Είχε βαρεθεί μια ζωή να περιμένει στο λιμάνι πότε τον καπετάνιο με το καραβόσκαρο, πότε το γιο της με το δικό του μπάρκο.
Η καρδιά της δενόταν κόμπος σαν ακουγόταν κάποιο ναυάγιο. Έζησε πολλά μέσα σ` αυτό το αρχοντικό κοντά σε όλους τους καπεταναίους της οικογένειας.
Τη μάνα του την αγαπούσε πολύ ο Γιώργης - άλλωστε μ` αυτήν μεγάλωνε, τον πατέρα του λίγο τον έβλεπε - και δεν ήθελε να την πικράνει. Μάζεψε τα όνειρά του, τα κλείδωσε σ` ένα …ντουλάπι, σκεπτόμενος πως ίσως κάποια μέρα τα… πραγματοποιήσει και ακολούθησε την επιθυμία της. Κατέβηκε στην πρωτεύουσα και σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία.
Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και νάτος ο Γιώργης δάσκαλος στο νησί. Καμάρωνε η οικογένειά του αλλά κυρίως η μάνα του. Ανάσανε, ξεπλακώθηκε το στήθος της, είχε να περιμένει τους δύο, ο Γιώργης πήρε το …δρόμο του.
Μόνο που εκείνος ζούσε με έναν καημό. Όταν έβλεπε ένα καράβι να κόβει ρότα για το λιμάνι, απ` το παράθυρο του σχολείου το… ακολουθούσε με τη ματιά του και ήταν …αλλού, όχι μέσα στην τάξη.
Το πρωί ξυπνούσε χαράματα και κατέβαινε στη θάλασσα, πριν πάει στο σχολείο. Εκεί καθισμένος στο μεγάλο βράχο ταξίδευε νοερά, όπως έκανε μικρός με κάθε πλεούμενο, που θα έβλεπε να περνάει στο βάθος του ορίζοντα και αφηνόταν στις σκέψεις του. Πολλές φορές καθυστερούσε στο σχολείο και έρχονταν τα παιδιά να τον βρούνε στη θάλασσα, ξέροντας τη συνήθειά του. Μόνο που αυτή δεν ήταν συνήθεια, ήταν ένας καημός μεγάλος.
Κανένας δεν τον καταλάβαινε στο νησί, ούτε ο πατέρας του, μόνο ένας γερο-καπετάνιος, ο Νικόλας, που είχε χρόνια ξέμπαρκος και του είχε εξομολογηθεί τον… πόνο του, κάποια μέρα εκεί στο καφενείο του είπε.
«Γιώργη το… δασκαλίκι δεν σου πάει, κάνε μωρέ γιε μου αυτό που επιθυμούσες από μικρός. Μία είναι η ζωή για τον καθένα και δεν επαναλαμβάνεται. Θα μιλήσω κι εγώ στον πατέρα σου μόλις ξεμπαρκάρει. Να φύγεις μαζί του στο επόμενο ταξίδι, παράτα τα μωρέ, κάνε αυτό που σου λέει το «μέσα» σου. Και η καπετάνισσα θα σε καταλάβει μη σεκλετίζεσαι, δεν θέλει κι αυτή να σε βλέπει να μαραζώνεις έτσι αγναντεύοντας τη θάλασσα.
Καλό και το δασκαλίκι δε λέω, δεν είναι λίγο να παίρνεις ένα μικρό κι αγράμματο παιδάκι στα χέρια σου και να το δίνεις στην κοινωνία με γνώσεις και εφόδια να συνεχίσει παραπάνω. Αλλά βρε Γιώργη γι αυτούς που το αγαπάνε. Εσένα το κορμί σου είναι εδώ, μα η καρδιά σου ταξιδεύει…Τα λόγια εκείνα μίλησαν στην καρδιά του, πήρε τα χέρια του καπετάν-Νικόλα και τα φίλησε χίλιες φορές…
Παραμονή Χριστουγέννων, όλοι οι νησιώτες κατέβηκαν στο μώλο. Εκείνη την ημέρα θα έπιαναν λιμάνιο καπετάν-Ανδρέας και ο γιος του. Όλοι κάποιον είχαν να περιμένουν που ήταν στα πληρώματα των δύο καπεταναίων.
Η καπετάνισσα η Μαριώ ξύπνησε απ` το χάραμα, ετοιμάστηκε και πήγε να ξυπνήσει και το Γιώργη. Ήταν έτοιμος κι εκείνος από ώρα. Σκεπτικός κι αμίλητος λιγάκι, είχε πάρει από καιρό μια απόφαση, που την ήξερε μόνο ο καπετάν-Νικόλας. Θατα βροντούσε όλα κάτω και θα ακολουθούσε το όνειρό του. Είχε υποβάλλει μάλιστα και την παραίτησή του η οποία έγινε δεκτή και σε λίγες μέρες θα ερχόταν ο αντικαταστάτης του.
Στην οικογένεια θα το ανακοίνωνε ανήμερα τα Χριστούγεννα. Μετά τις γιορτές που θα έφευγε ο αδελφός του, γιατί ο πατέρας του θα έβαζε το σκάφος στο καρνάγιο για συντήρηση, θα μπαρκάριζε μαζί του. Ο αδερφός του ήταν πάντα με το μέρος του, θα έπειθαν και τους γονείς σίγουρα. Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν έτοιμο. Μοσχομύριζαν τα φρεσκοψημένα φαγητά της καπετάνισσας και της ψυχοκόρης της Λενιώς.
Όλη η οικογένεια συγκεντρωμένη και χαρούμενη. Αλλά ο καπετάνιος λίγο περίεργος. Κοίταζε το Γιώργη και χαμογελούσε. Κάποια στιγμή όταν τελείωσε το φαγητό τον χτύπησε στην πλάτη και… «Τα ξέρω όλα Γιώργη… μου μίλησε χθες το βράδυ στο καφενείο ο καπετάν-Νικόλας. Κάνε αυτό που ονειρευόσουνα μια ζωή γιε μου». Τους αγκάλιασε και τους δυο. «Καλό σας ταξίδι λεβέντες μου κι ο Αι-Νικόλας να σας προστατεύει».
Η καπετάνισσα η Μαριώ τους κοίταζε σαστισμένη…
«Έλα καπετάνισσα, ευχήσου στα παιδιά μας καλό ταξίδι, όπως κατάλαβες, μετά τις γιορτές μπαρκάρει και ο …καπετάν-Γιώργης.
Από την Καλλίτσα Γκουράβα - Δικτά