Οι γονείς του ύστερα τον έστειλαν να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης στην Κωνσταντινούπολη. Τελειώνοντας τη Σχολή χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος, παίρνοντας το εκκλησιαστικό όνομα Άνθιμος. Δε γνωρίζουμε το οικογενειακό του όνομα. Γνωρίζουμε όμως πως είχε έναν αδερφό και μια αδερφή. Όταν έγινε επίσκοπος στη Ναύπακτο πήρε μαζί του τον αδερφό του. Η αδερφή του παντρεύτηκε το Χρίστο Παπαχρίστου, που έγινε ιερέας στην Κρανιά, με τον οποίο απόχτησε δυο γιους, το Νίκο και το Γιάννη. Ο παπα-Χρίστος όμως πέθανε νέος και τότε ο Άνθιμος πήρε στη Ναύπακτο το μικρό Γιάννη, για να τον σπουδάσει. 1 Ο Γιάννης έγινε αξιωματικός του ελληνικού στρατού, πήρε μέρος στην επανάσταση του 1878 με το επώνυμο Ολύμπιος κι έγινε ο πρώτος Δήμαρχος Γόννων (βλ.άρθρο μου στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 26-11-2017 ).
Με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος βρίσκουμε τον Άνθιμο να δραστηριοποιείται στο πλαίσιο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Φαίνεται να έχει αναπτύξει φιλικές σχέσεις με το Θεόκλητο Φαρμακίδη, ιερωμένο με μεγάλη επιρροή, που κατάγονταν από τη Νίκαια (Νεμπεγλέρ) της Λάρισας. Στην Αθήνα κατά το συνήθειο της εποχής πήρε το όνομα Ολύμπιος, που δήλωνε τον τόπο καταγωγής του ( πρβλ. Γεωργάκης Ολύμπιος, Ρήγας Βελεστινλής κλπ). Το 1844 με την ίδρυση της Ριζαρείου Σχολής αναλαμβάνει καθήκοντα οικονόμου της σχολής 2.
Το 1852 η Ιερά Σύνοδος δημιούργησε την Επισκοπή Ναυπακτίας και Καρπενησίου και πρότεινε στο Υπουργείο Παιδείας για τη θέση για έγκριση τρεις υποψήφιους, «τον ιεροδιάκονον Άνθιμον Ολύμπιον, τον πρωτοσύγγελον Διονύσιον Δεσποτόπουλον εκ Λιδωρικίου, μέχρι τούδε Γενικόν Επισκοπικόν Επίτροπον Ναυπακτίας και Ευρυτανίας και τον Αρχιμανδρίτην Νικηφόρον Ρωμανίδην». 3 Επιλέχτηκε ο Άνθιμος, αν και είχε τα λιγότερα τυπικά προσόντα, αφού είχε μόνο το βαθμό του διακόνου. Δεν επιλέχθηκε ο Διονύσιος Δεσποτόπουλος, που ήταν Λιδωρικιώτης, και μέχρι τότε γενικός επίτροπος της επισκοπής. Είναι πιθανόν ο πατριώτης του Θ. Φαρμακίδης να συνέβαλε στην εκλογή του. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στις 25 Δεκεμβρίου του 1852, και την επόμενη μέρα Επίσκοπος.
Σύμφωνα με την απόφαση της Ι. Συνόδου (ν. Σ΄ 9/7/1852) η Ναύπακτος είχε οριστεί ως χειμερινή διαμονή του επισκόπου, ενώ το Καρπενήσι ως θερινή. Ο Άνθιμος όμως δε συμμορφώθηκε με την απόφαση και επέλεξε ως μόνιμο τόπο διαμονής του τη Ναύπακτο. Γιαυτό κάτοικοι και Επαρχιακό Συμβούλιο της Ευρυτανίας διαμαρτυρήθηκαν στην κυβέρνηση και παρακάλεσαν «όπως ευαρεστουμένη διατάξη ταχέως την εκτέλεσιν του περί της έδρας του Αρχιερέως και Ναυπακτίας Υ. Β. Διατάγματος». 4 Ο Άνθιμος όμως δε συμμορφώθηκε ούτε με το Β. Δ. της 11/7/1856, με το οποίο ορίζονταν ως έδρα μόνο το Καρπενήσι. Μέχρι το θάνατό του στις 2/4/1881 έμενε μόνιμα στη Ναύπακτο. Η επιλογή βέβαια αυτή του Άνθιμου οφείλεται στο γεγονός ότι το Καρπενήσι ήταν η πιο απομονωμένη πόλη του ελληνικού κράτους με ελάχιστες δυνατότητες επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο.
Κατά τα έτη 1859-1860, 1865-6, 1875-6 και 1880-1 ο Άνθιμος διετέλεσε τακτικό μέλος της Ι. Συνόδου. Οι βιογράφοι του θεωρούν πως υπήρξε άξιο μέλος της Ι. Συνόδου, στην οποία «υπεστήριξε μετά θέρμης τας δικαίας της Εκκλησίας απόψεις, μετά πολλής δε της χαράς και εσωτερικής ικανοποιήσεως έβλεπε κληρικούς αξίους επί την Αρχιερωσύνην ανερχομένους, προς ους την υποστήριξιν αυτού εξεδήλου» 5 Σημαντική επίσης θεωρείται η προσφορά του στην επαρχία του, η οποία τότε ήταν η πιο υποβαθμισμένη πνευματικά και πολιτιστικά επαρχία του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Μερίμνησε για τον ιερό κλήρο της επαρχίας του καθώς και για την ηθική εξύψωση και την πνευματική τροφοδοσία του ποιμνίου του. Ήταν καλλιφωνότατος και γνώστης της βυζαντινής μουσικής, για την οποία μάλιστα έγραψε και ένα σύγγραμμα, που δυστυχώς δε διασώθηκε. 6 Πέθανε στις 2 Απριλίου 1881 και τάφηκε στη Ναύπακτο. Τα οστά του βρίσκονται σήμερα σε Κοινοτάφιο Αρχιερέων στο νεκροταφείο του Αγίου Στεφάνου της Ναυπάκτου.
Δεν έχουμε άλλες πληροφορίες για τον Κρανιώτη αυτόν Επίσκοπο. Σώζονται όμως 4 επιστολές του, τις τρεις από τις οποίες έστειλε στο φίλο του Επίσκοπο Αιτωλίας Θεόφιλο, ο οποίος το 1862 εκλέχτηκε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Στην πρώτη επιστολή, που γράφτηκε στις 16/4/1858, εκφράζει τις δυσκολίες και πικρίες που δοκιμάζει κατά την επιτέλεση των καθηκόντων του, επειδή ταλαιπωρείται πολύ, όταν επισκέπτεται τα ορεινά, χωρίς δρόμους, φτωχά χωριά της επισκοπής του. Πιστεύει ότι καταδικάστηκε «ως ιεραπόστολοι να περιπλανώμεθα εις τα δάση της Αιτωλίας και Ευρυτανίας».7 Επειδή η περιοχή ήταν γεμάτη από ληστές, αισθάνονταν ότι το αξίωμά του είχε «μεταπέσει εις την τάξιν των Μοιράρχων και Δερβενάγων». Παραπονείται για την κατάσταση της Εκκλησίας και κατηγορεί τους Ιεράρχες ‘δι’ ανικανότητα και διχοφροσύνην».
Στη δεύτερη επιστολή, που γράφτηκε στις 9/10/1858, συνεχίζει τα παράπονά του κατά του κλήρου και του ποιμνίου του, που του βάζουν εμπόδια στην προσπάθειά του να οργανώσει και αναβαθμίσει πνευματικά το ποίμνιό του. Θεωρεί τον εαυτό του ντόμπρο άνθρωπο σε αντίθεση με τους κατοίκους του ελληνικού βασιλείου. «Δεν γνωρίζω τας στρεψοδικίας της Ελλάδος, καλώ την σκάφην σκάφην και τα σύκα σύκα, άτε (=επειδή) νυνόμορος (=γείτονας) των αρχαίων Μακεδόνων».8 Την επιστολή αυτή μεταφέρει στο Θεόφιλο ο αδερφός του Άνθιμου.
Η Τρίτη επιστολή γράφτηκε την 1/8/1859 στο χωριό Κρίκελλο της Ευρυτανίας και απευθύνεται « προς τους ιερείς και προκρίτους της Άμπλιανης», με την οποία καλεί τους κατοίκους να πάψουν να δέχονται τον συγχωριανό τους παπά-Γεώργιον, που χειροτονήθηκε από κάποιον άλλο επίσκοπο και επιχειρεί να γίνει ιερέας στην Άμπλιανη χωρίς την άδεια του Άνθιμου. Θεωρεί τον παπα-Γεώργιον απατεώνα.
Στην τέταρτη επιστολή, που γράφτηκε στις 4/9/1862, συγχαίρει το Θεόφιλο για την εκλογή του ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών και του εύχεται επιτυχία στο έργο του, ιδιαίτερα στην ανύψωση του πνευματικού επιπέδου του κλήρου. Αναφέρει επίσης πως περιοδεύοντας στα Κράββαρα, την ορεινή δηλ. Ναυπακτία, έπεσε από το ζώο και τραυματίστηκε στο δεξί του χέρι, ώστε με δυσκολία μπόρεσε να γράψει τη συγχαρητήρια επιστολή.
Σε όλες τις επιστολές του ο Άνθιμος εμφανίζεται να έχει αρνητική εικόνα για το ποίμνιό του, τους Κραββαρίτες. «Ευρέθην μεταξύ των αγρίων και αμαθών Κραββαριτών»… Ο μικρός ούτος τόπος, ανέκαθεν εις εξορίας ωρισμένος, τι δύναται να γεννά ή πολυειδείς αθλιότητας και ραδιουργίας, εν αις κολυμβώμεν, ίνα τρώγωμεν εν θλίψει τον άρτον μας». Η αρνητική αυτή γνώμη του επισκόπου Άνθιμου για τους Κραββαρίτες είναι η παλιότερη, που έχουμε. Θ’ ακολουθήσουν κι άλλες με αποκορύφωμα το «Ζητιάνο» του Ανδρ. Καρκαβίτσα (1897). Φαίνεται ότι η διαπίστωση αυτή για τους κατοίκους της ορεινής Ναυπακτίας δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Γι’ αυτό κα σ’ όλη τη διάρκεια της ιεραρχίας του αγωνίστηκε για τη μόρφωση και την ηθική εξύψωση τόσο του κλήρου της περιφέρειάς του όσο και του ποιμνίου του. Ήταν επόμενο λοιπόν όλοι οι βιογράφοι του να τον θεωρούν άξιο της αποστολής του.
Σημειώσεις
1. Πανάρας Κ. (2000). Οι Γόννοι χθες και σήμερα. Γόννοι, τ. Α. σελ. 180-83.
2. Ατέσης Βασίλειος, επίσκοπος Ταλαντίου (1948). Επίτομος επισκοπική ιστορία της εκκλησίας της Ελλάδος, τομ Α΄, σελ. 38.
3. Κουτσογιάννης Ειρηναίος, αρχιμανδρίτης (1996). Μετεπαναστατικοί επίσκοποι Ναυπάκτου. Άνθιμος Ολύμπιος (1852-1881). Εκκλησιαστική Παρέμβαση 5/ Μάιος 1996.
4. Ατέσης Β. ( 1948), ό.π. σελ. 38.
5. ό.π. σελ. 39.
6. Τριανταφύλλου Κ. (1988). Η Ναύπακτος των μετεπαναστατικών χρόνων και ο Ιεράρχης της Άνθιμος Ολύμπιος. Επετηρίς Ιδρύματος Νεοελληνικών Σπουδών, τομ. 5, σελ. 229.
7. ό.π. σελ. 234-5
8. ό. π. σελ. 236.
Από τον Γιάννη Μπασλή, δρ.φ.