Έτσι πίστευε ο ηλικιωμένος κύριος που συνταξίδευε δίπλα μου στο αεροπλάνο, μετανάστης κι αυτός παλαιότερων εποχών που ταξίδευε τώρα πια στην Γερμανία, για να επισκεφτεί τα παιδιά του και τα εγγόνια του που ρίζωσαν στην ξένη χώρα. Ήθελα να του πω πως και για εμάς τώρα ήταν αλλιώς, μιας και η απαρχή αυτής της εποχής, μας ήρθε κάπως απότομα και δεν μπορούσαμε να συμβιβαστούμε εύκολα, ειδικά όπως μας είχαν μάθει να ζούμε όλα αυτά τα χρόνια. Ήθελα να του πω ακόμη πως και τώρα νιώθαμε την ίδια ανασφάλεια με τότε. Αλλά δεν είπα τίποτα, τα κράτησα μέσα μου, συμβιβάστηκα με τα λόγια του. «Σημεία των καιρών», ξαναείπε ο συμπαθητικός ηλικιωμένος και γύρισε προς το παράθυρο του αεροπλάνου, όπου η θέα ήταν ασύγκριτη. Δίπλα μας είναι ο ουρανός, μα εγώ δεν κοιτώ τα καταπληκτικά τοπία από ψηλά ούτε τα σύννεφα, για εμένα έχουν τελειώσει τα ονειροπολήματα και οι φαντασιοκοπίες, το καλύτερο αύριο δεν ερχόταν, τουλάχιστον στην χώρα μου, στην Ελλάδα. Γι’ αυτό πετούσα τώρα για τη Γερμανία, για ένα καλύτερο μέλλον. Πετούσα και ταυτόχρονα ήταν κομμένα όλα τα φτερά μου, έτσι ένιωθα.
Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω στο νέο αυτό ξεκίνημα, η ιδιοσυγκρασία μου είναι παράξενη. Είμαι και εγώ ένα από τα παιδιά της γενιάς που τα είχαμε όλα εύκολα και ξαφνικά καταλάβαμε πως στην ουσία δεν είχαμε τίποτα. Το μόνο που μας έμεινε, ήτανε οι ψεύτικες αξίες με τις οποίες γαλουχηθήκαμε, οι ψεύτικες πεποιθήσεις που μας δημιούργησαν και έτσι βρεθήκαμε ανέτοιμοι και ανυπεράσπιστοι, σε μια νέα δύσκολη εποχή. Πτυχιούχος φιλοσοφικής, με μεταπτυχιακές σπουδές, νόμιζα πως όταν τελείωνα, όλες οι επαγγελματικές πόρτες θα άνοιγαν για εμένα και μια σταδιοδρομία τουλάχιστον στην διδασκαλία θα ήταν σίγουρη. Νόμιζα πως οι ατέλειωτες ώρες μελέτης στην μεσαιωνική φιλοσοφία θα έφταναν, αλλά τελικά η βιομηχανία του πολιτισμού μας, δεν μπορούσε να με απορροφήσει. Δεν μπόρεσα να βρω μια αξιοπρεπή δουλειά, ο μοναδικός δρόμος που μου απέμεινε ήταν η ξενιτιά. Έπρεπε να κάνω υπομονή, το ήξερα, έπρεπε να υποβιβάσω τα συναισθήματά μου, αυτά τώρα δεν είχαν εδώ την πρώτη θέση, είχαν παραχωρήσει τη θέση τους προ πολλού. Δεν ξέρω γιατί, αλλά νιώθω πως δεν είμαι πια ελεύθερος άνθρωπος, έστω κι αν φεύγω αναζητώντας όνειρα.
«Η Ούντερ ντεν Λίντεν, είναι ένας μεγάλος δρόμος της πόλης του Βερολίνου. Εδώ κάποτε γίνονταν οι μεγάλες παρελάσεις πριν την ενοποίηση της Γερμανίας». Ο θείος Θεόδωρος που εδώ λεγόταν Τεο, μου εξηγεί, λάτρης ακόμη της άλλοτε ¨Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Ανατολικής Γερμανίας¨, αν και δεν την έζησε ποτέ του. «Υπήρχαν και δίκαιες δομές τότε να το ξέρεις», μου λέει. Ναι, αλλά υπήρχαν και άλλα τόσα στραβά και ένα Τείχος μίσους, το Τείχος του Βερολίνου που χώριζε μια χώρα και τους κατοίκους της, στα οποία ο θείος Τέο δεν θέλει πολύ να αναφέρεται.
Τέλος Νοεμβρίου και ο αέρας είναι κρύος σε σχέση με την Ελλάδα, κρυώνω έστω κι αν φορώ ένα χοντρό παλτό. Θα συνηθίσω, θα συνηθίσω και το κρύο λέει ο θείος. Πλησιάζουμε το κτίριο όπου σε λίγο καιρό θα γινόταν η μόνιμη κατοικία μου. Ήταν φτιαγμένο από μικρά αυτόνομα διαμερίσματα και ήταν φανερό γιατί ήταν έτσι διαμορφωμένο. Το να βρεις δουλειά στην Γερμανία είναι πιο εύκολο από το να βρεις σπίτι να μείνεις. Τα καλά διαμερίσματα είναι απλησίαστα, τυχερός ήμουν που κάτι βρέθηκε, έστω κι αν αυτό δεν ξεπερνούσε ούτε καν το προσωπικό δωμάτιό μου στην Ελλάδα. «Θα συνηθίσεις, ας είναι λίγο μικρό», είπε ξανά ο θείος που λες και είχε διαβάσει τις σκέψεις μου. Το μόνο παρήγορο από εκεί μέσα, ήταν ένα μεγάλο παράθυρο, απ’ όπου κρεμόταν μια παλιά βελούδινη κουρτίνα και το σίγουρο ήταν πως θα την έβγαζα. Το άλλο σίγουρο είναι πως και ο καιρός περνά εδώ στην Γερμανία γρήγορα, έστω κι αν περνά χωρίς καμιά ανατροπή, έστω κι αν περνά μονότονα. Δουλειά σπίτι, σπίτι δουλειά, αυτή είναι η φυσιολογική ζωή για τα κοινωνικά πρότυπα της Γερμανίας, για εμάς τους έλληνες όμως, τουλάχιστον στην αρχή, όλο αυτό είναι ανυπόφορο. Η προσωπική μας ζωή σε σχέση με την Ελλάδα, αυτόματα περιορίζεται.
Τις Κυριακές κάπως αλλάζουν τα πράγματα, συχνάζω σ’ ένα ελληνικό καφενείο, συζητώ με πολλούς, αρκεί να είσαι έλληνας και κάθεσαι σε όποια παρέα θέλεις, γνωρίζεις ανθρώπους εύκολα. Εκεί δεν νιώθαμε ξένοι, βγάζαμε τη σιωπή των προηγούμενων ημερών. Συζητήσεις για τους τόπους καταγωγής, για τα χωριά, συζητήσεις για ό,τι νομίζαμε πως θα μας κάνει πιο ευτυχισμένους για ό,τι αγαπήσαμε και αφήσαμε. Αν είσαι έλληνας μπορείς να πεις και πολλά αρνητικά για τη χώρα σου που σε ανάγκασε να μεταναστεύσεις, αλλά αν τολμήσει άλλος παρευρισκόμενος, Γερμανός, Ιταλός, Τούρκος ή οποιασδήποτε άλλης εθνικότητας να πει το παραμικρό για τη πατρίδα μας και τους έλληνες, δεν τον γλυτώνει τίποτα, θα του επιτεθούν όλοι φραστικά. Δεν δεχόμαστε κριτική από άλλους. Ακόμη και όταν ολοφάνερα έχουν δίκιο σε όσα μας καταλογίζουν. Διαφωνούμε και μεταξύ μας για πολλά, για το μόνο όμως που υπάρχει ομοφωνία, είναι πως οι μετανάστες έλληνες της πρώτης γενιάς, είχαν περισσότερες αξίες και βοήθησαν στα μέγιστα τους επόμενους μετανάστες. Ήταν οι περισσότεροι απ’ αυτούς, άνθρωποι ειλικρινείς και ανοιχτοί. Αντίθετα οι επόμενες γενιές που τους ακολούθησαν, έγιναν στυγνοί εκμεταλλευτές και δεν ξεχώρισαν ούτε τους συμπατριώτες τους που πύκνωσαν πάλι τούτη την παράξενη εποχή. Ο χρόνος του καφενείου κάποτε τελειώνει και η ώρα της επιστροφής στο διαμέρισμά μου φτάνει, το κρύο είναι τσουχτερό, αναπνέω τον παγωμένο αέρα και όλα μου μοιάζουν γκρίζα, μουντά και ας έχει χιονίσει μόνο λίγες μέρες πριν. Γύρισα στο μικρό μου χώρο, βράδιασε και από το παράθυρο μου φαίνονται τα φώτα όλης της πόλης που τρεμοπαίζουνε και καμιά φορά έτσι που τρεμοπαίζουν, μοιάζουν με τα όνειρά μου που συνεχώς γίνονται όλο και πιο σιωπηλά. Σε λίγο ξημερώνει, το συννεφιασμένο αδύναμο φως της Γερμανίας θα μπει από το παράθυρό μου όπως κάθε μέρα, είναι η αρχή της εβδομάδας, μιας εβδομάδας ακριβώς ίδιας με την προηγούμενη.
Από τον Ευστάθιο Γαϊτανίδη