ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ

«Κυριακάτικος Ριζοσπάστης»

Δημοσίευση: 04 Δεκ 2017 15:35

Εγώ, τότε, ήμουνα ερωτευμένος με τη Μιχαλιάνα που οι περισσότεροι τη φωνάζαμε Λιάνα. Μιχαλιάνα! Μυστήριο πράμα! Καλά, ρε συ Λιάνα, το Μιχάλης έχει και θηλυκό; - τη ρωτούσαμε όλοι κάπως περιπαιχτικά κι αυτή βαριόταν να απαντάει σ’ όλους τους περίεργους.

- «Ω χουου… Ναι ρε φίλε, υπάρχει, δεν με παρατάς τώρα…» απαντούσε τότε εκείνη με τη «γεμάτη» αθηναίικη προφορά της.

Μόνο σε κάτι λίγους – και σε μένα φυσικά- είχε διηγηθεί την πραγματική ιστορία. Βαφτισμένη στον παππού της ήτανε, που τον φωνάζανε «καπετάν-Μιχάλη», που βγήκε αντάρτης στα Άγραφα, εκεί κατά τα καρπενησιώτικα χωριά. Τον σκότωσαν σε μια τοπική σύρραξη κάτι δεξιές φατρίες, κι έτσι έμεινε χρέος βαρύ στην οικογένεια το όνομα. Μα αρσενικά παιδιά δεν έρχονταν, μοναχά κοριτσομάνι, στο τέλος το «χρέος» ξεπλήρωσε η Μιχαλιάνα – Λιάνα που ήταν και η μικρότερη.

Τι γύρευα εγώ με τη Λιάνα, που κείνα τα χρόνια ήταν στην ΚΝΕ Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης, δεν το ’βρα ακόμη. Μυστήριο πράμα ο έρωτας. Εμείς ήμασταν οικογενειακώς φύτρα ορεινή, Βλάχοι, και κοιτούσαμε «μαναχά τη δ’λειά μας». Δεν είχαμε πολιτικά και τέτοια… Μόνο από πρόβατα, γάλα, τυριά και γιδόμαλλο ξέραμε, να φτιάχνουμε βελέντζες και να τις πουλάμε στα παζάρια, να ταΐζουμε τις φαμελιές μας. Γιατί αλισβερίσι με το Κράτος δεν είχαμε, μήτε βουλευτάδες είχαμε να μας μπάσουν στο δημόσιο, αυτό το ξέραμε καλά. Και οι πατεράδες μας, άμα ξέφευγε κανένας από το εμπόριο και τα πρόβατα και «έπαιρνε τα γράμματα», μας δασκάλευαν καλά πριν φύγουμε για σπουδές. Μας έπαιρναν παράμερα, έβγαζαν απ’ τον κόρφο το μασούρι που μύριζε ξινίλα, μετρούσαν πεντέξι κατοστάρικα,να μας δώκουν να βγάλουμε κάνα δίμηνο, και μας έλεγαν :

- «Κοίτα μι καλά φουκαρά μ’… Να τελειώνεις γρήγορα, να παρ’ς το χαρτί να διουριστείς να φας ψωμί. Κι άστα αυτά τα πολιτικά τα χαζά και τα μ’σά… Βλεπ’ ς εδώ πώς τυραγνιέμαι σαν το Χριστό…».

Κουβαλούσα πάντα μέσα μου αυτή την πατρική εντολή και την τηρούσα καλά, γι’ αυτό και ήμαν καλός φοιτητής, ήξερα Όμηρο και Θουκυδίδη απ’ όξω κι ανακατωτά. Να σε βγάλω εγώ αρχαίο άγνωστο κείμενο, να με κοιτάς και να λες, καλά, ρε συ, από αρχαίο τάφο βγήκε τούτος δω; Κι αν πεις από Λατινικά; Μέχρι παρατσούκλι μ’ είχαν κολλήσει, «Να ο Σενέκας» έλεγαν. Κι εγώ καμάρωνα που τους έβαζα όλους κάτω.

Και μετά, γνώρισα τη Μιχαλιάνα – Λιάνα. Μας σύστησαν κάτι παιδιά στη Λέσχη που είχαμε πάει για φαγητό. Δηλαδή, για να τα λέμε όλα, εγώ τη χαζοήξερα την κοπελιά, όπου συνέλευση και κακό πρώτη η Λιάνα, ενώ εγώ λούφαζα χαμένος κάπου στη μέση του Αμφιθεάτρου, «οπαδός κανονικός», πρόβατο, ούτε που ανακατευόμουν. Τώρα, πώς κόλλησε κι η Μιχαλιάνα – Λιάνα σε μένα, τι με βρήκε που ήμαν ένας «βλάχος» στεγνιάρης και μισός, τι να πεις, βγάζεις άκρη με τα ερωτικά;

Δηλαδής , εγώ έγινα με τη Λιάνα κομμουνιστής; Αυτό αναρωτιόμουνα, καθώς η «ολέθρια» αυτή σχέση, με πήγαινε όλο και πιο πέρα, όλο και πιο κοντά σε «συντρόφους», που ήταν η παρέα της Λιάνας. Κι ένα σαββατόβραδο, κει που τα κουτσοπίναμε σε ένα ταβερνάκι στις Σαράντα Εκκλησιές ακούγοντας Μπιθικώτση και «Δραπετσώνα» μου λέει η τσούπρα:

- Μπρος πάμε σπίτι έχουμε να σηκωθούμε νωρίς αύριο…

Πού να πάει το μυαλό μ’ τι εννοούσε ; Πάντως μ’ έπεισε, και στις πέντε το πρωί παραλάβαμε από διακόσια φύλλα «Ριζοσπάστη» ο καθένας. Πρωί –πρωί πιάσαμε τις γειτονιές να τον μοιράσουμε πόρτα – πόρτα. Σε μας έλαχε ο άξονας της οδού Δελφών και τα παράπλευρα στενάκια. «Κομματικό καθήκον» έλεγε η Λιάνα.Κι εγώ προσπαθούσα να ισορροπήσω απ’ τη μια την... περηφάνια μου που επιτέλους κάτι σημαντικό –καθώς νόμιζα- έκανα στη ζωή μου κι απ’ την άλλη τις τύψεις για την παραβίαση των πατρικών εντολών «να μην ανακατεύομαι»…

Πόσες και πόσες Κυριακές δεν περάσαμε έτσι… Κάθε Κυριακή με τον «Ρίζο» στο χέρι χτυπούσαμε κουδούνια, μπαίναμε στις παλιές πολυκατοικίες της Θεσσαλονίκης που μύριζαν έντονα μούχλα. Στην αρχή ντρεπόμουνα, μετά συνήθισα. Μας άνοιγαν αγουροξυπνημένοι φοιτητές που μας περίμεναν με το αντίτιμο στο χέρι, «καλημέρα συντροφάκο», «μέρααααα», μας άνοιγαν νοικοκυρές με ρόμπες και μπικουτί που καθάριζαν κρεμμύδια για το κυριακάτικο στιφάδο, συνταξιούχοι που άκουγαν θεία λειτουργία στο ράδιο. Ομιλίες ανθρώπων, μουσικές, θόρυβοι από καζανάκια τουαλέτας, κλάματα μωρών που μόλις είχαν ξυπνήσει, ένα ολόκληρο «tableau vivant» συνόδευε τις κυριακάτικες αυτές περιοδείες που κατέληγαν πάντα στο ίδιο γνωστό καφέ, Πλατεία Ναυαρίνου. Εκεί συναντούσαμε κι άλλους «σύντροφους»- διακινητές της εφημερίδας, όλοι τους μουσάτοι με φάτσα διανοούμενου, μαύρα πουλόβερ, τσιγάρα «Άσσο άφιλτρο» στο χέρι κι εκατό καντάρια ύφος- μεγάλο πράμα να ‘σαι τότε στην ΚΝΕ. Ζούσαν τον μύθο τους. Διάβαζαν «Ρίζο», ολόκληρα κατεβατά. Ξεκοκάλιζαν την απόφαση της «Κεντρικής Επιτροπής» του κόμματος με αφοσίωση ιεροκήρυκα που μελετάει τις Ιερές Γραφές και ανέλυαν το νόημα παράγραφο - παράγραφο. Εγώ πάλι, εύρισκα τελείως βαρετά αυτά τα ανούσια κείμενα, έχοντας παρατηρήσει στη Λιάνα ότι είναι αφόρητη κοινοτυπία να γράφουν τόσα πολλά για να καταλήξουν στη μόνιμη επωδό πως «για όλα φταίει «ο διεθνής ιμπεριαλισμός». Μα, σε ηλίθιους απευθύνονται;

Ήταν ο πρώτος σοβαρός καβγάς με τη Λιάνα μου. Με αποκάλεσε «βλάχο» και μικροαστό η κηφισσιώτισσα, πως δεν έχω επίπεδο και πως είμαι ικανός μονάχα να διαβάζω «αθλητικές φυλλάδες». Σ’ αυτό είχε δίκαιο. Το «Φως» του Νικολαΐδη ήταν το ευαγγέλιό μου! Ο χωρισμός μου με τη Μιχαλιάνα – Λιάνα, με στενοχώρησε τότε αρκετά. Παράπλευρη απώλεια, έπαψα να παίρνω μέρος και στις εξορμήσεις διανομής του «Κυριακάτικου Ριζοσπάστη».

Ένα απόγευμα, εκεί που έτρωγα κάτι πρόχειρο σε ένα σουβλατζίδικο στην Εγνατία, ακούω θόρυβο, οχλοβοή, κραυγές, βρισιές και βλέπω πέτρες να πέφτουν. Αστυνομικοί κυνηγούσαν διαδηλωτές. Εκεί ξαναείδα τη Λιάνα, με αίματα στο κεφάλι - κάποιο κλομπ θα ανέλαβε να τη... «συνετίσει». Όταν έφτασαν οι «ΜΑΤατζήδες» εγώ και η Λιάνα ήμασταν κιόλας αγκαλιά στο σουβλατζίδικο κάνοντας τα... ερωτευμένα πιτσουνάκια». Μας προσπέρασαν. Μετά, καθάρισα το τζάκετ μου από τα αίματα της Λιάνας. Δεν θέλησε να τα ξαναβρούμε… Για «ευχαριστώ», μου έδωσε ένα τελευταίο φιλί και μου άφησε στο τραπέζι ένα πακέτο «Άσσο άφιλτρο». Α, και το τελευταίο φύλλο του «Κυριακάτικου Ριζοσπάστη»…

 * * *

Αυτές τις μέρες διάβασα πως ο «Κυριακάτικος Ριζοσπάστης», ανέστειλε την κυκλοφορία του – ενσωματώνεται στη σαββατιάτικη έκδοση. Αδυσώπητοι καιροί για τα οικονομικά ακόμη και των πιο ιστορικών εφημερίδων…

Ένα ακόμη «τέλος εποχής»; Πόσα «τέλος εποχής» να αντέξεις; Και πού να βρεις σήμερα Μιχαλιάνες – Λιάνες και ερωτευμένους ρομαντικούς φοιτητές να τρέξουν να τη μοιράσουν… Και ανθρώπους πρόθυμους να σου ανοίξουν την πόρτα Κυριακή πρωί, περιμένοντάς σε με το αντίτιμο στο χέρι;

ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ

alexiskalessis@yahoo.gr

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass