Εκείνη κοιμόταν βαθιά, κάποια στιγμή ένιωσε ένα άγγιγμα στο πρόσωπό της. Ήταν το απαλό χέρι της κόρης της της Θάλειας.
«Ξύπνα μαμά», της ψιθύρισε και η φωνή ακούστηκε σαν μέσα σε όνειρο. Άνοιξε τα μάτια της.
«Καλημέρα κορίτσι μου… τι ώρα είναι;»
«Είναι εφτά μαμά κι απ` ότι ξέρω, πας πρωί-πρωί στην εκκλησία, πώς και κοιμήθηκες τόσο;
«Τώρα το πρωί με πήρε ο ύπνος, δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα. Δεν ξέρω τι είχα, μια υπερένταση, μια ανησυχία, στο νου μου ερχόταν και ξαναρχόταν ο πατέρας σου».
«Πού τον θυμήθηκες τώρα βρε μαμά, μετά από τόσα χρόνια που μας εγκατέλειψε και δεν έδωσε σημεία ζωής!»
«Δεν ξέρω Θάλεια το μυαλό του ανθρώπου τρέχει με χίλια και πάει παντού και στα ευχάριστα και στα δυσάρεστα. Αλλά τώρα πρέπει να σηκωθώ, πρέπει να πάω στην εκκλησία, να βοηθήσω λιγάκι στην κουζίνα των συσσιτίων και να μη χάσω και τη λειτουργία.
Τα τελευταία χρόνια μ` αυτή την κρίση, πολλαπλασιάστηκαν οι μερίδες, η μαγείρισσα τρέχει και δεν φτάνει και χρειάζονται χέρια.
Εσύ τι θα κάνεις; Να σου πω να έρθεις αργότερα στην εκκλησία δεν θα το κάνεις και θα χαλάσουμε τις καρδιές μας. Στεναχωριέμαι λιγάκι, νομίζω πως σου έδωσα χριστιανικές αρχές… Αλλά τέλος πάντων, πάω να ετοιμαστώ…»
Η Μάγδα παντρεύτηκε πολύ νέα. Ένας φλογερός έρωτας την οδήγησε σ` αυτόν το γάμο, που δεν κράτησε πολύ. Πέντε χρόνια όλα κι όλα, μέσα σε διαφωνίες, καυγάδες, προβλήματα. Ο Γιώργος ένα αρρενωπό αγόρι, που είχε στα πόδια του όσες γυναίκες ήθελε, προτίμησε τη Μάγδα, χωρίς ίσως βαθύτερη σκέψη.
Συχνά μέσα στους ατελείωτους καυγάδες του έλεγε εκείνη. «Τι τον ήθελες εσύ το γάμο, είσαι εσύ για σπίτι, για οικογένεια; Εσύ είσαι για τεμπελιά, τυχερά παιχνίδια, ξενύχτια και ποτά».
Αν γινόταν βράδυ ο καυγάς, εκείνος βροντούσε την πόρτα πίσω του και έφευγε και γυρνούσε το πρωί, τύφλα στο μεθύσι. Δουλειά μόνιμη δεν είχε, δούλευε περιστασιακά όπου έβρισκε κι ό,τι έπαιρνε τα σκορπούσε στα χαρτοπαίγνια.
Η Μάγδα εργαζόταν σε μία δημόσια υπηρεσία και τα έφερναν βόλτα καλά. Μάλιστα φρόντιζε να έχουν και κάποιες οικονομίες στην άκρη, για ώρα ανάγκης.
Όταν την εγκατέλειψε, εκείνος πήρε μαζί του κι αυτές τις οικονομίες, χωρίς να σκεφθεί πως άφηνε πίσω του μία γυναίκα και ένα παιδί.
Ήταν μεσημέρι θυμάται, όταν γύρισε απ` τη δουλειά και δεν τον βρήκε στο σπίτι. Πήγε δίπλα, να πάρει το κοριτσάκι απ` τη μάνα της, που το κρατούσε όσο έλειπε και της είπε πως τον είδε απ` το παράθυρο με έναν σάκο στον ώμο να κατευθύνεται προς το κέντρο. Κι από τότε τίποτα. Ούτε ένα τηλεφώνημα, ούτε ένα γράμμα, μια δικαιολογία τέλος πάντων, για την εξαφάνισή του.
Και τα χρόνια περνούσαν, έπαψε πια να περιμένει. Το κορίτσι μεγάλωσε, τελείωσε το σχολείο, σπούδασε οικονομολόγος, αλλά τώρα με την κρίση στη χώρα μας, δεν ήταν εύκολο να βρει δουλειά. Περίμενε κάθε μέρα να της τηλεφωνήσουν, είχε στείλει το βιογραφικό της παντού. Μεταπτυχιακό δυο-τρεις ξένες γλώσσες, αλλά τίποτα. Η Μάγδα και η Θάλεια ζούσαν ήρεμα, περιμένοντας να αλλάξουν τα πράγματα, όπως όλοι οι Έλληνες και να φανεί κάποιο φως στο βάθος του σκοτεινού… τούνελ, που διήνυε η χώρα.
Εκείνο το πρωινό της Κυριακής η Μάγδα ντύθηκε βιαστικά γιατί είχε αργήσει και κατέβηκε στο δρόμο. Η εκκλησία δεν ήταν και πολύ μακριά, σε λίγο έφθασε. Οι άλλες κυρίες που βοηθούσαν κι αυτές στην κουζίνα, ήταν εκεί.
Φόρεσε μια ποδιά που της έφθανε μέχρι τα… νύχια των ποδιών γιατί ήταν μικρόσωμη και αφέθηκε στις …διαταγές της μαγείρισσας.
Εκείνη φυσικά είχε τον πρώτο λόγο και την ευθύνη, να έχει έτοιμες πενήντα και πλέον μερίδες για το μεσημέρι.
Σε λίγο έπρεπε να πάει στη λειτουργία και το μεσημέρι θα ήταν πάλι εκεί, για το σερβίρισμα, όλων αυτών των αδικημένων απ` τη ζωή ανθρώπων που έβρισκαν καταφύγιο κι ένα πιάτο ζεστό φαγητό στην εκκλησία.
Άλλοι το έπαιρναν με το κατσαρολάκι στο σπίτι τους και άλλοι το έτρωγαν εκεί.
Εκείνη την Κυριακή νωρίς-νωρίς, πριν ακόμα βγει το φαγητό, ένα ηλικιωμένος, που δεν τον είχε ξαναδεί η Μάγδα, ήρθε και κάθισε στη γωνία της τραπεζαρίας.
Ήταν ένας άντρας κακοντυμένος, αξύριστος και με ένα καπέλο που κατέβαινε ως τα μάτια του.
Η Μάγδα μπαίνοντας τον κοίταξε καλά-καλά… σαν κάτι να της θύμιζε.
«Καινούργιος είναι αυτός;» Ρώτησε ψιθυριστά τη μαγείρισσα.
«Τον έχουμε όλη τη βδομάδα, εσύ φυσικά τις καθημερινές δεν έρχεσαι αφού δουλεύεις». Η Μάγδα τον πλησίασε.
«Ξέρετε το φαγητό δεν είναι ακόμα έτοιμο, θέλετε να κάνετε μια βόλτα;»
Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε… και την ξανακοίταξε και ύστερα… άρχισε να τρέμει. Η Μάγδα θορυβήθηκε, πήγε να φωνάξει τις άλλες κυρίες, αλλά… με μια κίνηση του χεριού του τη σταμάτησε… «Κάθισε, θα μου περάσει… έχω πάρκινσον και χίλια ακόμα προβλήματα και πολλά… αμαρτήματα …Μάγδα. Απορώ πως με κρατάνε και με …ταΐζουν εδώ, ενώ θα έπρεπε να με πετάξουν έξω.
Τι θέλω εγώ εδώ, ανάμεσα στους δυστυχισμένους, εγώ τον διάλεξα το δρόμο της ζωής μου και τη δυστυχία…! Συγνώμη Μάγδα…
Η Μάγδα τα έχασε, αισθάνθηκε μια ζάλη και κρατήθηκε απ` την καρέκλα για να μην σωριαστεί στο δάπεδο.
Αυτός ήταν ο Γιώργος λοιπόν!!!
«Τι παράξενη που είναι η ζωή…» Ψιθύρισε. «Γράφει τα πιο απίθανα σενάρια, που ξεπερνούν τη φαντασία και των πιο προικισμένων συγγραφέων».
Έμεινε να τον κοιτάζει, πέρασε όλη η ζωή μπροστά απ` τα μάτια της και μια θλίψη κατέκλυσε το «μέσα» της…
Από την Καλλίτσα Γκουράβα - Δικτά
* Η Καλλίτσα Γκουράβα – Δικτά είναι Λογοτέχνις- συγγραφέας