Εξήντα πέντε χρόνια αργότερα (395 μ.Χ.), η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διασπάστηκε στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (ΔΡΑ) με έδρα τη Ρώμη και στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (ΑΡΑ) με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Συνέβη όμως η Πολυεθνική ΑΡΑ να περιλαμβάνει λαούς που μιλούσαν κατά βάση την κοινή Ελληνιστική γλώσσα. Είχε φροντίσει γι’αυτό ο ίδιος ο Μεγαλέξανδρος κατά τη σύντομη βασιλεία του. Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος: «Αλέξανδρος, τρισμυρίους παίδας Περσών επιλεξάμενος, εκέλευσε γράμματα μανθάνειν ελληνικά». Ήταν μια αρχή. Την προσπάθεια συνέχισαν αποτελεσματικά οι διάδοχοί του. Την συνοψίζει ο Καβάφης στο ποίημα με τον τίτλο: 200 π.χ. :
«Εμείς οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς, οι Σελευκείς
Και οι πολυάριθμοι επίλοιποι Έλληνες Συρίας και Αιγύπτου,
Και οι εν Μηδία, και οι εν Περσίδι, και όσοι άλλοι,
Με τις εκτεταμένες επικράτειες, με την ποικίλη δράση
Των στοχαστικών προσαρμογών,
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
Ως μέσα στη Βακτηριανή την πήγαμε ως τους Ινδούς».
Έξαλλου, ο Κικέρων (1ος αιώνας π.Χ.), μέγιστος των Ρωμαίων ρητόρων, συγγραφέας και πολιτικός, απευθυνόμενος σε φίλο του, έγραψε: «Αν νομίζουν μερικοί ότι, γράφοντας στίχους στα λατινικά και όχι στα ελληνικά, θα αποκτήσουν μεγαλύτερη δόξα, πλανώνται πλάνην οικτράν. Η ελληνική γλώσσα ομιλείται από όλα σχεδόν τα έθνη». Ο ίδιος είπε: «ει οι θεοί διαλέγονται, την των ελλήνων γλώτταν χρώνται». Ήταν λάτρης του πολιτισμού και της γλώσσας των ελλήνων, όπως και οι περισσότερες μεγάλες ρωμαϊκές προσωπικότητες. Είχαν λάβει ελληνική μόρφωση και μιλούσαν ελληνικά. Ο Οράτιος έγραψε: «Η υποδουλωμένη Ελλάδα κατέκτησε τον τραχύ κατακτητή της». Ο νικητής του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας στο Άκτιο (331 π.χ.) Οκτάβιος, ο οποίος έγινε αυτοκράτορας με το όνομα Αύγουστος, ήθελε να πιστεύει, καθώς και άλλοι Ρωμαίοι, ότι ήταν απόγονοι ελλήνων αποίκων. Την άποψη αυτή υποστήριξε στο έργο του «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία» ένας σημαντικός παράγων του ελληνισμού της Ρώμης, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασεύς. Ο Αύγουστος πέθανε με ένα στίχο του Μενάνδρου στα χείλη. Ο Ιούλιος Καίσαρ ξεψύχησε με το ελληνικό: «Κι εσύ τέκνον Βρούτε»; Ο Νέρων έλεγε ότι γι’αυτόν μία γλώσσα υπήρχε, η ελληνική. Μετέφραζε Αισχύλο και διέπρεψε ως ερμηνευτής τραγωδιών. Ο Κλαύδιος, ακόμα και στις παρεμβάσεις του στη Σύγκλητο χρησιμοποιούσε την ελληνική γλώσσα.
Όλα αυτά και κυρίως οι μαρτυρίες του Κικέρωνα, αλλά και του Καβάφη, όπως την εκφράζει στο προαναφερθέν ποίημά του, δείχνουν πόσο είχε ριζώσει στον τότε γνωστό κόσμο η ελληνική γλώσσα. Ήταν, κατά συνέπεια, αναπόφευκτο να έχουμε διγλωσσία στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία: Επίσημη γλώσσα του κράτους, η λατινική, καθομιλουμένη η κοινή ελληνιστική. Αυτό κράτησε μέχρι τον 7ον αιώνα μ.Χ. Τότε, ο Αυτοκράτωρ Ηράκλειος καθιέρωσε ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας την ελληνική.
Η ελληνική γλώσσα βγήκε λοιπόν νικήτρια στη διαμάχη με τη λατινική. Έτσι, η πολυεθνική Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, βυζαντινή, όπως συνηθίζουμε να την ονομάζουμε, από δίγλωσση έγινε μονόγλωσση με μοναδική γλώσσα την ελληνική. Η πασίγνωστη βυζαντινολόγος, κυρία Αρβελέρ θεωρεί ότι άκριτα την ονομάζουμε «βυζαντινή». «Ρωμανία» ήταν το όνομά της. Την άποψη αυτή υποστηρίζει και ένας άλλος βυζαντινολόγος, του Kings’College του Λονδίνου, ο κ. Διονύσης Σταθακόπουλος στο προσφάτως κυκλοφορήσαν βιβλίο του «Μικρή Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας». Κι’αυτό μέχρι το 800 μ.Χ., οπότε, όπως αναφέρει ο κ. Σταθακόπουλος, πολλοί άρχισαν να αποκαλούν ελληνική την αυτοκρατορία. Η κυρία Αρβελέρ επαναλαμβάνει στο πρόσφατο βιβλίο της «πόσο ελληνικό είναι το Βυζάντιο;» αυτό που έγραψε και αλλού: «Αδιόρθωτοι εμείς (οι Νεοέλληνες) ονειροπόλοι, μιλάμε για Αγία Σοφιά και κλαίμε για την Πόλη». Ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται η ιστορική αλήθεια, ως ελληνική έχει εγγραφεί στο ελληνικό συλλογικό υποσυνείδητο η βυζαντινή ή, όπως αλλιώς έχει ονομασθεί, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Εδώ έχει θέση αυτό που έγραψε ο Βολταίρος: «Στην ζωή είναι αδιάφορο αν κάτι είναι πέρα για πέρα αληθινό ή αν έχει περάσει για αληθινό». Ούτως ή άλλως, ήταν μία λαμπρή νίκη της πανίσχυρης, της υπέροχης ελληνικής γλώσσας. Μία κατάκτηση χωρίς πολέμους, αιματοχυσίες και βαρβαρότητες.
Εν κατακλείδι, έχουμε μεν ένα πολυεθνικό κράτος, αλλά ελληνόφωνο και με ελληνική παιδεία. Κράτος ελληνικό, σύμφωνα με τη ρήση του Ισοκράτη: «Έλληνες είσιν οι της ημετέρας παιδείας μετέχοντες». Την ίδια ιδέα εξέφρασε, 18 αιώνες αργότερα και ο βυζαντινός φιλόσοφος Πλήθων ο Γεμιστός: «Έλληνες εσμέν ως ή τε ή φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρούσιν». Αυτό το ελληνόφωνο κράτος έσωσε δύο φορές την Ευρώπη από την ισλαμική αραβική πλημμυρίδα τον 7ο και 8ο αιώνα. Το υποστήριξε ο διάσημος ιστορικός René Gousset της Γαλλικής Ακαδημίας, υπενθυμίζοντας ότι: Οι Άραβες είχαν πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη το 673 και αποκρούστηκαν από τον Κωνσταντίνο Πωγωνάτο, καθώς και το 717 και αποκρούστηκαν από τον Λέοντα Ίσαυρο. Τι θα γινόταν αν ο βυζαντινός φράχτης είχε υποχωρήσει; Απλούστατα, η αδύνατη τότε Ευρώπη θα είχε κατακλυσθεί από τη μουσουλμανική πλημμυρίδα με αποτέλεσμα: Καμία Αναγέννηση δεν θα ήταν δυνατή αφού το ευρωπαϊκό ποτάμι θα είχε αποκοπεί από την ελληνική πηγή του. Όταν το 1453 πραγματοποιήθηκε η μουσουλμανική κατάκτηση από τους Τούρκους, η Δύση είχε φθάσει στην ακμή της και μπορούσε να αντισταθεί και να πραγματοποιήσει την αναγέννηση, με τη βοήθεια και των Ελλήνων που είχαν έρθει από το Βυζάντιο. Όπως και έγινε με τις δύο αποτυχημένες οθωμανικές πολιορκίες της Βιέννης, τον 16ο και τον 17ο αιώνα. Το ίδιο είχε συμβεί 12 αιώνες πρωτύτερα όταν η Ελλάδα αντιστάθηκε επιτυχώς στον Δαρείο και στον Ξέρξη. Αν αυτό δεν είχε συμβεί και η Αθήνα, μαζί με ολόκληρη την Ελλάδα είχε απορροφηθεί από την περσική αυτοκρατορία, ο δυτικός πολιτισμός θα είχε στραγγαλιστεί στο λίκνο του.
ΜΟΡΦΕΣ - ΕΞΕΛΙΞΗ
Επανερχόμενοι στο θέμα της ελληνικής γλώσσας, σημειώνουμε ότι, καθόλη την χιλιόχρονη βυζαντινή περίοδο, αλλά και αργότερα, η γλώσσα μας εμφανίζεται με δύο μορφές:
-Την Κοινή Ελληνιστική η οποία εξελίσσεται μακριά από κάθε σχολική επιρροή. Μέσω αυτής εκφράζεται ο απλός λαός.
-Την Αττικίζουσα λόγια, αριστοκρατική. Μέσω αυτής εκφράζεται η κρατική εξουσία και βασικά, η εκκλησία.
Ας δούμε τώρα, πολύ συνοπτικά, πώς δημιουργήθηκε και πώς εξελίχθηκε αυτή η διμορφία της ελληνικής γλώσσας. Αναφέρεται και ως διγλωσσία, αδόκιμα, εφόσον πρόκειται για δύο μορφές της ίδιας γλώσσας. Στην κλασική περίοδο του ελληνισμού υπήρχαν διάφορες διάλεκτοι (Αττική, Ιονική, Δωρική, Αιολική, Μακεδονική κ.α.). Τη γλωσσική ενότητα του ελληνισμού προετοίμασαν οι εμπορικές συναλλαγές, οι πανελλήνιοι αγώνες, τα κοινά Ιερά (Δελφοί, Ολυμπία, Ελευσίνα), η λογοτεχνία και οι διάφορες συμμαχίες μεταξύ των πόλεων – κρατών. Αποφασιστική ώθηση για την ομογενοποίηση, απλούστευση και σταθερότητα της γλώσσας έδωσε η μακεδονική ηγεμονία. Ωστόσο, η διάλεκτος που χρησίμευε ως οδηγός για την ομογενοποίηση ήταν η Αττική , την οποία, άλλωστε, είχε υιοθετήσει η μακεδονική δυναστεία ως επίσημη γλώσσα του Βασιλείου.
Έτσι προέκυψε η Κοινή Ελληνιστική , η οποία διαδόθηκε στα πέρατα των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όπως ήταν φυσικό, στην ομιλούμενη από διάφορα έθνη Κοινή Ελληνιστική, παρεισέφρησαν ξένες λέξεις και οι άνθρωποι συχνά εκφραζόντουσαν με «βαρβαρισμούς», και «σολοικισμούς». Την τάση αυτή αναφέρει πολύ εκφραστικά ο Καβάφης στο ποίημα «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης». Ήταν μια εξέλιξη που δεν άρεσε στην πνευματική ελίτ της Αθήνας, αλλά και της ελληνόφωνης Ρώμης. Αντέδρασε λοιπόν με το σύνθημα: «πίσω ολοταχώς στον δόκιμο αττικό λόγο του Λυσία και του Πλάτωνα». Έτσι δημιουργήθηκε το αττικιστικό κίνημα που αποτέλεσε, από τον 1ο αιώνα, την απαρχή της διμορφίας της ελληνικής γλώσσας. Οι υπέρμαχοι της γλωσσικής καθαρότητας και ανεπιμειξίας δεν ήθελαν να αποδεχτούν την αυταπόδεικτη αλήθεια ότι η γλώσσα εξελίσσεται. Το ποτάμι της Κοινής Ελληνιστικής είχε ωστόσο προχωρήσει και ήταν αδύνατον να γυρίσει πίσω.
Στις τάξεις των Αττικιστών είχαν προσχωρήσει και οι πολέμιοι του Χριστιανισμού. Αυτοί, ως εκπρόσωποι της υψηλής διανόησης, καταφρονούσαν, τόσο την απλοϊκή διδασκαλία, όσο και την ανεπιτήδευτη γλώσσα των Ευαγγελίων. Παρά ταύτα, η επίσημη Χριστιανική Εκκλησία αποδέχτηκε ουσιαστικά τον αττικισμό. Στην Αττικίζουσα λόγια εκφράστηκαν οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, με τους «μελιρρύτους ποταμούς της σοφίας» τους. Σ’αυτήν γράφτηκαν τα πρακτικά των 6 Οικουμενικών Συνόδων που διαμόρφωσαν την ορθοδοξία. Στον αττικισμό καταλογίζεται ο διχασμός, η διμορφία της ελληνικής γλώσσας η οποία ταλαιπώρησε το έθνος επί δύο χιλιάδες χρόνια και βάθυνε το χάσμα μεταξύ πεπαιδευμένων και απλού λαού. Θετική θεωρείται η συμβολή του αττικισμού στην προστασία της γραπτής κυρίως γλώσσας από την αθρόα εισροή λατινικών λέξεων, καθώς και στην υπεράσπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς του κλασικού κόσμου από την μισαλλοδοξία των φανατικών πρώτων χριστιανών.
Η εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας πέρασε από διάφορα στάδια. Προς το τέλος του «ελληνικού Μεσαίωνα», όπως έχει ονομασθεί η περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας, διάφοροι Έλληνες λόγιοι της διασποράς, ασχολήθηκαν σοβαρά με τη γλώσσα. Προσπάθησαν να διαμορφώσουν ένα γλωσσικό όργανο που θα επέτρεπε στο έθνος να πλησιάσει τα πολιτιστικά επιτεύγματα της Δύσης (διαφωτισμός) και να προετοιμαστεί για την επανάσταση. Εμφανίζονται δύο ακραίες απόψεις: Ο Ευγένιος Βούλγαρης και μερικοί άλλοι πίστευαν ότι μόνο η αρχαία γλώσσα μπορούσε να αποδώσει με ακρίβεια τα υψηλά φιλοσοφικά νοήματα. Στην αντίπερα όχθη, οι Ιωάννης Βούλγαρης και Αθανάσιος Ψαλίδας ήθελαν η γλώσσα να γράφεται όπως μιλιέται, π.χ. «γραφί Ρομέου προς Ρομέο για τη γλόσα του». Βρέθηκε όμως ο Αδαμάντιος Κοραής (1748 – 1833), ο οποίος χάραξε τη μέση οδό διακηρύττοντας ότι: αφενός, η επιστροφή στην αρχαία είναι αδύνατος, αφετέρου, επιβάλλεται η ανάγκη καθαρισμού της καθομιλουμένης από πλήθος ξένων λέξεων, κυρίως τουρκικών ώστε, με κατάλληλο εμπλουτισμό από την αρχαία γλωσσική παράδοση, να ανεβεί ποιοτικά. Ο καθαρισμός αυτός της καθομιλουμένης συνεχίστηκε από τους λογίους του 19ου αιώνα και έτσι προέκυψε η καθαρεύουσα, η οποία υπήρξε η επίσημη γλώσσα του κράτους μέχρι το 1976. Τότε, με νόμο, καθιερώθηκε η καθομιλουμένη (δημοτική) ως επίσημη γλώσσα του κράτους και μ’αυτόν τον τρόπο έληξε το «γλωσσικό ζήτημα» που διήρκησε δύο αιώνες.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σημερινή καθομιλουμένη διαφέρει πολύ από εκείνη της περιόδου τουρκοκρατίας, όταν η σχολική εκπαίδευση ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, Κατά τη διάρκεια της συνύπαρξης καθαρεύουσας και δημοτικής λειτούργησε ένα είδος όσμωσης μεταξύ των δύο μορφών της γλώσσας. Πολλές από τις καινούργιες λέξεις προερχόμενες από την αρχαία παράδοση, οι οποίες είχαν εισαχθεί στην καθαρεύουσα, περνούσαν σταδιακά στην καθομιλουμένη με ρυθμό ανάλογο του ρυθμού αύξησης των ατόμων που ακολουθούσαν Μέση Εκπαίδευση. Επίσης, στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας, προφορικής και γραπτής, έχουν ενσωματωθεί και εκφράσεις της αρχαίας ή της λόγιας καθαρεύουσας. Την εμπλουτίζουν και την καθιστούν πιο εκφραστική. Πχ. Τουτέστιν, εντούτοις, εν τω μεταξύ, φερειπείν, ειρήσθω εν παρόδω, θεού θέλοντος κλπ.
Από τον Άγγελο Ζαχαρόπουλο
* Ο Άγγελος Ζαχαρόπουλος είναι επίτιμος Διευθυντής Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τ. γενικός διευθυντής Υπουργείου Γεωργίας