και τις δυνατότητες να ασχοληθεί με τα κοινά είτε στην κεντρική πολιτική σκηνή είτε στις τοπικές κοινωνίες ως αιρετός εκπρόσωπος του λαού, κανείς και τίποτε δεν πρέπει να του περιορίζει το δικαίωμα συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία, όσες φορές κι αν εκλέγεται, παρά μόνο η ψήφος του λαού. Και αυτό, κυρίως, γιατί η εμπειρία και προπάντων η αποδεδειγμένη ευσυνειδησία, συνέπεια και αξιοσύνη στην άσκηση των καθηκόντων δεν πρέπει, επ’ ουδενί, ν’ αγνοούνται, εφόσον επιθυμούμε την προώθηση των καλύτερων στον πολιτικό στίβο.
Με την πάροδο του χρόνου, όμως, και κυρίως τα τελευταία χρόνια έχει ξεθωριάσει η άποψη αυτή και αρχίζει να κερδίζει έδαφος, και μάλιστα δικαιολογημένα, εκείνη, που υποστηρίζει ότι πρέπει να τεθεί ένα χρονικό όριο στη θητεία των αιρετών αρχόντων. Οι λόγοι; Προφανείς. Ανάμεσα σ’ αυτούς η επιθυμία για ανανέωση του στελεχιακού δυναμικού της χώρας, προκειμένου να μη στοιχειώνουν επί πολλά χρόνια στους θώκους της εξουσίας τα ίδια πρόσωπα και παραγνωρίζονται, για αντιμετώπιση της οικογενειοκρατίας και του νεποτισμού και για να μην εκλαμβάνεται η ενασχόληση με τα κοινά ως επάγγελμα και μάλιστα με το αζημίωτο αλλά ως κοινωνική προσφορά και λειτουργία.
Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο τρόπος, που λειτουργεί το πολιτικό μας σύστημα και τα μέσα, που μετέρχονται, κάθε φορά, οι υποψήφιοι, προκειμένου να δελεάσουν, να επηρεάσουν και να πείσουν τους ψηφοφόρους να τους επιλέξουν, εμποδίζουν το εκλογικό σώμα να επιλέξει τους αποδεδειγμένα καλύτερους ή αυτούς, που λένε την αλήθεια χωρίς να χαϊδεύουν αυτιά. Είναι συνηθισμένο, άλλωστε, να κερδίζουν την εμπιστοσύνη και την ψήφο του λαού είτε αυτοί, που είναι γνωστά ονόματα στην πιάτσα, είτε αυτοί που κάνουν ρουσφέτια και παραμυθιάζουν τον κόσμο, είτε αυτοί που προωθούνται από οργανωμένες συντεχνίες και από ομάδες συμφερόντων είτε από οικογενειακά τζάκια, με αποτέλεσμα, πολλές φορές, να μην εκλέγονται πρόσωπα, που πράγματι αξίζουν ν’ ασχολούνται με τα κοινά. Γι’ αυτό και βρίσκει, πλέον, πρόσφορο έδαφος, όπως προείπα, η πρόταση για περιορισμό της θητείας των αιρετών αρχόντων, προκειμένου να απομακρύνονται οι ανεπιθύμητοι και να παύσει ν’ αντιμετωπίζεται ως επάγγελμα η ενασχόληση με την πολιτική.
Ωστόσο, το μεγάλο μειονέκτημα αυτής της πρότασης είναι ότι με την εφαρμογή της κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά και ότι η συνεχής ανανέωση του στελεχιακού δυναμικού της χώρας, όταν στερείται εμπειρίας και αποδεδειγμένης αξιοσύνης, δε σημαίνει, αναγκαστικά και ταυτόχρονα, συνταγή για βελτίωση των πολιτικών πραγμάτων. Γι’ αυτό και , κατά την άποψή μου, ο συγκερασμός των δύο αυτών απόψεων θα μπορούσε να δώσει την καλύτερη λύση.
Πρέπει, πρώτα-πρώτα, όπως συμβαίνει στους Δήμους και στις Περιφέρειες, να βρεθεί φόρμουλα, προκειμένου να εξαντλείται η τετραετής κυβερνητική θητεία και να μην αλλάζουν, κάθε τρείς και μία και σαν τα πουκάμισα, οι εκάστοτε κυβερνήσεις, όπως, συχνά-πυκνά, συμβαίνει στον τόπο μας. Να επιτρέπονται, επίσης, οι απεριόριστες συμμετοχές των υποψηφίων στις εκλογικές διαδικασίες αλλά μόνο δύο απανωτές θητείες τετραετούς διάρκειας στους αιρετούς άρχοντες, οι οποίοι να ξανααποκτούν το δικαίωμα συμμετοχής στις εκλογικές διαδικασίες μετά από ανάπαυλα τεσσάρων, τουλάχιστον, ετών, ήτοι μιας πλήρους κυβερνητικής θητείας και για λόγους ευνόητους.
Προς ενίσχυση της συγκεκριμένης πρότασης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένας αιρετός άρχοντας, όταν γνωρίζει προκαταβολικά, πότε έρχεται το τέλος της θητείας του, απελευθερώνεται από συμβατικότητες, λειτουργεί πιο αποφασιστικά χωρίς να φοβάται, για ευνόητους λόγους, το πολιτικό κόστος και παράγει ουσιαστικό έργο, προκειμένου να αφήσει το στίγμα του και για χάρη της υστεροφημίας του.
Και για να μην οδηγούνται μ’ αυτή την πρακτική εκτός κεντρικής πολιτικής σκηνής όλοι οι αποδεδειγμένα αξιόλογοι και έμπειροι πολιτικοί, θα μπορούσε, τουλάχιστον, να αυξηθεί ο αριθμός των Βουλευτών Επικρατείας, προκειμένου να μπαίνουν σε εκλόγιμες θέσεις των ψηφοδελτίων εκτός των άλλων και περισσότεροι απ’ αυτούς, προκειμένου να συνεχίζουν το διακοπέν έργο τους. Εξυπακούεται, ότι ο περιορισμός αυτός πρέπει να συμπεριλαμβάνει και τους Πρωθυπουργούς και τους Δημάρχους της χώρας, χωρίς να προσμετράται, όμως, η βουλευτική ή θητεία τους ως δημοτικών συμβούλων, προκειμένου να έχουν στη διάθεσή τους και να μπορούν να εξαντλούν μια ολόκληρη οκταετία, εφόσον το εγκρίνει ο λαός με την ψήφο του.
Αν κοντά σ’ όλα αυτά περιορισθούν και τα προνόμια των αιρετών αρχόντων, όπως π.χ. και το δικαίωμα ενός δημοτικού συμβούλου να αποσπάται αναγκαστικά στα όρια του Δήμου του, όταν αυτός είναι εκπαιδευτικός ή δημόσιος υπάλληλος γενικότερα, τότε το πολιτικό μας σύστημα θα μπορέσει, πιστεύω, να λειτουργήσει πιο ισορροπημένα και πιο αποτελεσματικά.
Από τον Κώστα Γιαννούλα