Ο Νίκος Καζαντζάκης, είναι από τα πιο πολυσυζητημένα πρόσωπα της νεοελληνικής ζωής. Λέμε της νεοελληνικής ζωής και όχι του νεοελληνικού πνεύματος, γιατί έγραψαν γι’ αυτόν και πρόσωπα άσχετα με το πνεύμα, που όχι μόνο δεν γνώριζαν το έργο του, αλλά ούτε καν είχαν υποψιαστεί για το μέγεθός του, το ποιόν του και τους στόχους του.
Αρθρογράφησαν γι’ αυτόν ιεράρχες και απλοί κληρικοί, που όμως θεωρούσαν αμαρτία να πιάσουν τα βιβλία του στα χέρια τους. Έκαμαν ολόκληρες μελέτες άνθρωποι που ήθελαν να δείξουν
όχι τις ανύπαρκτες γνώσεις ή απόψεις τους γύρω από τον Ν. Καζαντζάκη, αλλά την ύποπτη και καμουφλαρισμένη «εθνικοφροσύνη» τους.
Έβγαλαν πύρινους λόγους εναντίον του σε εκκλησιαστικούς άμβωνες, σε σχολικές και πανεπιστημιακές έδρες, σε στρατιωτικές επιτελικές μονάδες και σε λογιών – λογιών μπαλκόνια πολιτικάντηδων, που απόβλεπαν σε σκοπούς ανίερους και στον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης, από τα τρέχοντα καυτά προβλήματα, που ζητούσαν επίμονα τη λύση τους – εκείνους τους ταραγμένους καιρούς – όπως, το πρόβλημα της ομαλοποίησης της πολιτικής ζωής του τόπου, το πρόβλημα της εθνικής ομοψυχίας των ελλήνων, το πρόβλημα της λαϊκής συμφιλίωσης και τόσα άλλα επίκαιρα κατά καιρούς προβλήματα και ζητήματα του τόπου μας.
Γράφτηκαν ακόμη, χιλιάδες σελίδες δημόσιων εγγράφων, με απαγορευτικές εντολές για τα έργα του, με αντεθνικές τάχα δραστηριότητες, που είχε ο Καζαντζάκης, και με αναμασημένα διαγγέλματα περί «κομουνιστικών κηρυγμάτων και αθεϊστικών διδασκαλιών, περί σκοπούμενης τάχα διαφθοράς» της νεολαίας μας. Και μονάχα τους αστυνομικούς φακέλους των κοινωνικών φρονημάτων να κοιτάξει κανείς, εκείνων που «κατελήφθησαν αναγιγνώσκοντες συγγράμματα του γνωστού ΕΑΜοβούλγαρου Νικολάου Καζαντζάκη του Μιχαήλ και της Μαριγώς», αν διάβαζε λέω κανείς, θα διαπίστωνε, πως χύθηκαν ποτάμια μελάνης και χολής, για τα έργα του.
Το εκκλησιαστικό κατεστημένο και η ανερμάτιστη αντίδραση τον πολέμησαν λυσσαλέα, για πολλά χρόνια. Για να πει τότε ο μεγάλος Ρώσος του πνεύματος και της επανάστασης, ο Γκόργκι: «Ε, αφέντες της Τέχνης και του Πνεύματος. Με ποια μεριά ταχθήκατε; Με την πρόοδο ή με την καθυστέρηση; Με το φως ή με το σκοτάδι; Με την ειρήνη ή με τον πόλεμο; Με τους εργαζόμενους ανθρώπους ή με τους καταπιεστές τους;».
Αναφερθήκαμε, πρωτίστως, δειγματοληπτικά, στην φοβερή αντίδραση, που δέχτηκε το έργο του Ν. Καζαντζάκη, από ορισμένους κύκλους του κατεστημένου και της συντήρησης, για να περιγράψουμε στη συνέχεια, κατά τρόπο πάντοτε «αποφθεγματικό», στα πλαίσια ενός άρθρου και χώρου που παρέχεται από την εφημερίδα μας, κάποια στοιχεία, για το εικοσιτετράτομο και τεράστιο σε όγκο «φιλοσοφικό» του έργο, που «περικλείεται φιλοσοφημένα» στην περίφημη «Ασκητική» του: «Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Να αρνιέσαι ότι έχεις κάθε μέρα. Η ανώτατη αρετή δεν είναι να’ σαι ελεύθερος παρά να μάχεσαι για την ελευθερία» - να μία ρήση από την Ασκητική του.
Ένα από τα μεγαλύτερα έργα του είναι η «Οδύσσεια», που για πολλούς πνευματικούς ανθρώπους στέκει στο κέντρο του έργου του, η οποία αποτελείται από 24 μέρη και Ραψωδίες, που ξαφνιάζει τον αναγνώστη η πολύχρονη υπομονή και η υπεράνθρωπη προσπάθεια για το γράψιμο των 33.333 στίχων συνολικά. Ξεκινώντας από την αρχαιότητα ή το Βυζάντιο, τη Βίβλο ή την Ιστορία, μας δίνει με μαχητικό και ηρωικό τρόπο τον ακατανίκητο αγώνα του ανθρώπου και της λαϊκής συμφιλίωσης.
«Βίος και Πολιτεία» του Α. Ζορμπά , ένα έργο που εμψύχωσε τους νεοέλληνες και έκαμε γνωστή την Ελλάδα μας σε όλη την υδρόγειο σφαίρα, με το γύρισμά του σε κινηματογραφική ταινία και με τη μουσική επένδυση του Μ. Θεοδωράκη.
Ο «Χριστός Ξανασταυρώνεται» και «Ο Τελευταίος Πειρασμός», που «ξένισαν» και ξύπνησαν κάποιες κοιμισμένες συνειδήσεις και ξεσήκωσαν θύελλες αντιδράσεων οι συντηρητικές δυνάμεις του ελληνικού λαού κατά καιρούς.
«Ο Καπετάν Μιχάλης», «Αναφορά στον Γκρέκο», «Οι Αδερφοφάδες», «Ο Φτωχούλης του Θεού», «Ο Βραχόκηπος», «Ντόντα Ράμπα», «Όφις και Κρίνο», «Συμπόσιο», «Θέατρο Τραγωδίες» (3 τόμοι), «Παράδεισος Κόλαση Θεία Κωμωδία», κ.λ.π., ορισμένα από τα έργα του αναφέρουμε, που πολλά από αυτά είναι μεταφρασμένα σε δεκάδες γλώσσες του κόσμου και διαβασμένα από εκατομμύρια ανθρώπους.
Όσο όμως προχωρώ, με τη γραφίδα μου, να σκιαγραφώ και να αναφέρω, πράγματα και καταστάσεις, για τον γίγαντα αυτόν της Τέχνης και για το περισπούδαστο φιλοσοφημένο ογκωδέστατο τεράστιο σε ύλη έργο του, νιώθω τόσο ασήμαντος με τα γραφόμενά μου, που με κάνουν να αισθάνομαι άβουλα… Δεν ξέρω τι να πρωτοπώ και τι να πρωτογράψω, μέσα σε λίγες γραμμές, (νιώθω ένας νάνος, ένα ανθρωπάκι) μπροστά στο κολοσσιαίο έργο, ενός πολυτάλαντου, πολυγραφότατου και «θεόπνευστου» φιλοσοφημένου δημιουργού, όπως εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται, ότι ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης.
Γιαυτό νομίζω πως έχει ενδιαφέρον να κλείσει αυτή η «αποφθεγματική» μου παρουσίαση, για τον Νίκο Καζαντζάκη, με κάποιες αναφορές, από την συνεργάτιδα, την συντρόφισσα και γυναίκα του, την Ελένη (Λένοτσκα) Σαμίου – Καζαντζάκη. Που μας λέει λοιπόν, μεταξύ των άλλων, για το έργο και τον άνθρωπο Καζαντζάκη, αποσπασματικά εδώ κι εκεί κατά καιρούς, μετά τον θάνατό του. «Περάσαμε και ζήσαμε με τον Νίκο (γιο του Ομήρου – όπως τον αποκαλούσε ο Μ. Πλωρίτης) μαζί 33 πολυτάραχα, πολυταξιδεμένα και πολυαγαπημένα χρόνια, από το 1924, που χώρισε με την πρώτη γυναίκα του, τη Γαλάτεια Αλεξίου – Καζαντζάκη, μέχρι την τελευταία εκείνη μέρα της ζωής του, το 1957, που έκλεισε τα μάτια για πάντα. Λένοτσκα, μου έλεγε μετά το σπάσιμο του χεριού του, ζητώ από το Θεό διορία δέκα χρόνια ακόμα, να τελέψω το έργο μου, να πω ότι έχω να πω ν’ αδειάσω. Ναρθεί ο χάρος να πάρει μονάχα ένα τσουβάλι κόκκαλα. Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακουή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε. Για πρώτη φορά ο Νίκος μιλούσε για θάνατο. Με όσους μιλούσε έλεγε: μη με κρίνετε σαν άνθρωπο. Κρίνετέ με σαν Θεός, από το κρυφό σκοπό που έχουν οι πράξεις μου. Τριάντα τρία χρόνια δίπλα του δε θυμάμαι να ντράπηκα ποτέ μου για μια κακή του πράξη. Ήταν τίμιος, άδολος, αθώος, γλυκύτατος, για τους άλλους, άγριος μονάχα για τον εαυτό του».
Σκέφτομαι, «βαθυστόχαστος», τώρα που κλείνω αυτή τη μικρή μου γραφή, για τον Ομηρικό αυτό ποιητή, συγγραφέα, αν κάτι είπα και έγραψα, από τα όσα ήθελα να γράψω και να πω… όπως, και αν έχουμε στην Ελλάδα, δύο βραβευμένους Νομπελίστες (Σεφέρη, Ελύτη) και δύο βραβευμένους με το βραβείο Λένιν (Βάρναλη, Ρίτσο) τι θα έπρεπε να πούμε για τόσους άλλους γίγαντες της λογοτεχνίας, που έφυγαν πικραμένοι… απ τη ζωή, με προεξάρχοντα φυσικά τον Νίκο Καζαντζάκη; Η απάντηση δική σας.
Από τον Δημήτρη Τσικούρα
* Ο Δημήτρης Τσικούρας είναι λογοτέχνης ποιητής και ιστορικός μελετητής.