Διήγημα

Οι αναμνήσεις ενός αυλικού

Δημοσίευση: 19 Σεπ 2017 15:30

Όλο το παλάτι είναι ανάστατο, πρωταπριλιά του 1947 και αυτό που νομίζει όλη η χώρα σαν μια μακάβρια φάρσα, είναι πέρα για πέρα αληθινό. Ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β΄ είναι νεκρός.

Έχω ανεβεί και έχω κατεβεί τόσες φορές την μεγάλη κλίμακα των ανακτόρων, εκτελώντας τις εντολές του Μεγάλου Αυλάρχη που δεν αντέχω άλλο και το μόνο σίγουρο είναι πως αν ανεβοκατέβω άλλη μια φορά, σύντομα θα συναντήσω και εγώ τον σοβαρό και μακαρίτη πια βασιλιά. Μιας και η σωματική μου αντοχή δεν με βοηθά ιδιαίτερα. Η τελευταία εντολή που μου δόθηκε, είναι να μεταβώ αμέσως στα παλαιό Ψυχικό και να ειδοποιήσω τον διάδοχο Παύλο και τη πριγκίπισσα Φρειδερίκη.

Όλα μοιάζουν τώρα να κυλούν γρήγορα, αποφασίστηκε να γίνει τρισάγιο υπό του αρχιεπίσκοπου Αθηνών «Δαμασκηνού» για τον νεκρό και το ίδιο βράδυ να γίνει η ορκωμοσία του νέου βασιλιά. Η πριγκίπισσα Φρειδερίκη παρακάμπτει αμέσως τον Μεγάλο Αυλάρχη και αρχίζει να δίνει διάφορες εντολές στους αυλικούς. Εμένα με στέλνει εσπευσμένα ξανά στο Ψυχικό και στο βεστιάριο τους, για να φέρω τη στολή του ναυάρχου, την οποία και θα φορέσει ο διάδοχος στην τελετή. Η μεγάλη αίθουσα του θρόνου είναι κιόλας έτοιμη, ο πρωθυπουργός Μάξιμος έχει φτάσει στο παλάτι, η πριγκίπισσα δείχνει κάπως θυμωμένη που δεν θα έχει κάποιο ρόλο στην ορκωμοσία. Με καλεί μαζί της σ’ έναν μικρό εξώστη και παρακολουθούμε από εκεί την όλη τελετή, πίσω από μια κουρτίνα. Όπως μου εξομολογείται, ποτέ της δεν κατηχήθηκε στην Ορθοδοξία και ούτε το σκόπευε και ας το προέβλεπε το ελληνικό σύνταγμα. Θα μάθαινε από μόνη της όσα έπρεπε να ξέρει. Θέλει τώρα να της φέρω να πιεί έναν καμπανίτη, όταν αντηχεί στα αφτιά μας το «Ζήτω ο Βασιλεύς» το ποτήρι με τον αφρώδη οίνο, είναι πια άδειο στα χέρια της. Είμαι από καιρό ο έμπιστος της στο παλάτι, φυσικά και τώρα η θέση μου θα αναβαθμιστεί. Αυτή η συμπάθεια και εμπιστοσύνη της στο πρόσωπό μου, ίσως βέβαια να οφειλόταν και στην Αυστριακή γυναίκα μου. Εγώ εξ αρχής ήμουν πολύ κοντά στις συνήθειες της. Πολλές φορές όταν ήθελα να της φτιάξω το κέφι, απαριθμούσα όλα της τα ονόματα. Την προσφωνούσα Λουΐζα, Τύρα, Βικτώρια, Μαργαρίτα, Σοφία, Όλγα, Κιλία, Ισαβέλλα, Κρίστια. Γελούσε η Φρειδερίκη όταν άκουγε ένα προς ένα όλα της τα ονόματα και μου έλεγε θριαμβευτικά πως εκτός από πριγκίπισσα της Ελλάδας, ήταν και πριγκίπισσα του Ανόβερου, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας. Συζητάμε συχνά για πολλά θέματα και μου λέει καθαρά πως λόγος που με συμπαθεί, είναι γιατί δεν ανήκω στους διανοούμενος αυλικούς. Δεν της άρεσαν οι διανοούμενοι, γιατί τους θεωρούσε όλους αδύναμους. «Δεν έχουν κουράγιο αυτοί, να το ξέρεις, δεν έχουν το κουράγιο μας». Έτσι μιλούσε συχνά, με περιφρόνηση για τους ανθρώπους του πνεύματος.

Στο παλάτι με τον ερχομό της άλλαξαν όλα, οι καλεσμένοι τώρα στις δεξιώσεις, έστω και αν ήταν εκλεκτοί και με αξιώματα στη δημόσια διοίκηση, έστω και αν είχαν για παράσημα Ταξιάρχες και Μεγαλόσταυρους, έπρεπε να έχουν την έγκρισή της για να παραβρεθούν. Η βασίλισσα παρέκαμπτε ονόματα προερχόμενα ακόμη κι από αυτόν: Tον νέο Μέγα Αυλάρχη και Μέγα Τελετάρχη του βασιλιά Παύλου. Πολλοί από αυτούς τους ανώτατους λειτουργούς, έφταναν τελικά να κάνουν τα πάντα για να προσκληθούν και να μάθει ο κοινωνικός τους περίγυρος πως πέρασαν τη βραδιά τους στα Ανάκτορα. Γι’ αυτό και πλησίαζαν πρώτα εμάς, τους ανθρώπους του παλατιού. Όλοι ήθελαν να έχουν στενές σχέσεις μαζί μας, καμιά φορά παραπάνω και απ’ όσο θα έπρεπε. Εμείς οι αυλικοί, έχουμε τη δυνατότητα να αλληλογραφούμε με δημόσιες υπηρεσίες, στις οποίες και δίνουμε εντολές για τις υποθέσεις που θέλουμε, επιταχύνοντας έτσι τις διαδικασίες. Οι οικονομικές συνθήκες είναι δύσκολες, όλες οι αγορές γίνονται μόνο με λίρες και η δραχμή λόγω και του εμφυλίου, χάνει συνεχώς την αξία της. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι από εμάς, έχουμε δεύτερη δουλειά στις επιχειρήσεις σημαντικών οικονομικών παραγόντων της χώρας και συνήθως πάντα καταλαμβάνουμε ανώτατες θέσεις. Το κράτος δεν λειτουργεί καλά και σχεδόν κάνουμε ό,τι θέλουμε. Ο καθένας από εμάς παίζει το παιχνίδι του. Σε τακτά χρονικά διαστήματα μας καλούνε και σε σπίτια πολιτικών, όπως και διαφόρων πρεσβειών. Και οι πολιτικοί και οι ξένοι διπλωμάτες, ήθελαν τις υψηλές διασυνδέσεις με τα ανάκτορα.

Η ζέστη τελικά αυτό το καλοκαίρι του 1947 είναι ανυπόφορη, μεταβήκαμε για λίγο με τη βασίλισσα Φρειδερίκη, στο Παλαιό Φάληρο και στο ξενοδοχείο «Λίντο» που επαναλειτούργησε. Ήταν πολύ πιο δροσερά εκεί. Σήμερα μας συνοδεύει και η Αυστριακή σύζυγος μου που αντίθετα μ’ εμένα, δεν πολυσυμπαθεί τη βασίλισσα, τη βρίσκει απαιτητική και αυταρχική και πιστεύει πως σπανίως υπολογίζει τη θέση του συνομιλητή της. Συχνά δε, την κοροϊδεύει και για τα περίεργα καπέλα της. Τη θεωρεί ακόμη σκληρή και σαν άνθρωπο, μιας και παρόλη τη μεγάλη περιουσία που είχε κληρονομήσει, διεκδικούσε χρήματα και από τη μητέρα της.

Σαν Αυστριακή, η γυναίκα μου γνώριζε πολλά γι’ αυτή τη δυναστεία. Εγώ προσπαθώ να τη δικαιολογήσω. Μια εγγονή του «Καϊζερ» πως θα μπορούσε να είναι διαφορετική; Γερμανοαναθρεμμένη, με Πρωσική νοοτροπία, δεν ήταν δυνατό να μην έχει στιγμές αρχομανίας, στο κάτω-κάτω έτσι μεγάλωσε, γι’ αυτό ήθελε να έχει λόγο σε όλα. Από νωρίς βέβαια είχα καταλάβει πως η Βασίλισσα όχι μόνο ασκούσε επιρροή πάνω στον βασιλιά Παύλο, αλλά συνήθως θα έκανε κι αυτό που ήθελε. Πολλές φορές όταν έρχονταν διάφοροι πρέσβεις και ενημέρωναν τον βασιλιά, απαιτούσε να γίνει και στην ίδια η ανάλογη ενημέρωση. Το μόνο που δεν της συγχωρούσα όμως, ήταν όταν στα επίσημα γεύματα, είχε την άσχημη συνήθεια να ψιθυρίζει συνεχώς στον βασιλιά σύζυγό της, πίσω από το χέρι της και μπροστά σε όλους.

Τον επόμενο καιρό το πένθος πέρασε, αποφάσισε ο βιομήχανος Μποδοσάκης να οργανώσει μια γιορτή στις εγκαταστάσεις του, στην πολεμική βιομηχανία της Πυρκάλ, ήθελε να κάνει τα εγκαίνια του νέου του οβιδουργείου. Έβαλε ψησταριές, τραπέζια και χωρίς πολλές πολυτέλειες, κάλεσε πολύ κόσμο, ακόμη και τους Βασιλείς. Η σύζυγός του σαν οικοδέσποινα, αντιδρούσε, ήθελε πορσελάνες, ασημικά και λινά τραπεζομάντιλα και όμως τίποτα από αυτά δε υπήρχαν στα τραπέζια. Κάποια στιγμή μάλιστα ο Μποδοσάκης αιφνιδίασε τη βασίλισσα Φρειδερίκη και εμένα που στεκόμουν όρθιος δίπλα της, προσφέροντάς της με μια πιρούνα, ένα καλοψημένο μπιφτέκι. « Φάτο μπρε τζάνουμ!» της είπε. Στην αρχή το πρόσωπό της πήρε μια απορημένη έκφραση, όπως και των υπολοίπων, αλλά δεν του χάλασε το χατίρι. Ο βασιλιάς κοιτούσε κι αυτός με περιέργεια τη σκηνή και ένα αόριστο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Πιο ενοχλημένη όμως έδειχνε η γυναίκα του Μποδοσάκη που τον κοίταζε αγανακτισμένη για τους ανατολίτικους τρόπους του. Και μεγαλύτερος ήταν τελικά ο δικός της μορφασμός δυσφορίας, παρά η έκπληξη που είχαν τα μάτια της βασίλισσας, στην θέα του μπιφτεκιού και της πιρούνας.

* Από τον Ευστάθιο Γαϊτανίδη

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

SYNERGEIO
ΛΙΟΠΡΑΣΙΤΗΣ

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass