«Μάνα! Έρωτες και αγάπες σ’ αυτήν την ηλικία;»
Ο Στέφανος ήρθε ξαφνικά και απρόσμενα, εκεί που δεν τον περίμενε. Όταν όλα την άφηναν, ήρθε αυτός. Τι παράξενο κι αυτό, ο έρωτας την είχε ξεχάσει τόσα χρόνια και ήρθε και την βρήκε τώρα, τώρα που ήταν πια σχεδόν στην δύση της. Άραγε το είχε αυτό το δικαίωμα. Ήταν μητέρα, γιαγιά και το κυριότερο αρκετά μεγάλη πια.
«Μάνα μας εκθέτεις!» Αυτά ήταν τα λόγια που την πείραξαν περισσότερο και την έκαναν να φύγει. Τα παιδιά της δεν συμφωνούσαν με όλα αυτά. Ο μεγάλος της γιός, της έλεγε πως ήθελε απλά να αναπληρώσει τα στερημένα χρόνια της εφηβείας της, γιατί έτυχε και παντρεύτηκε μικρή.
«Δεν νομίζεις κυρία μου πως είναι πολύ αργά για όλα αυτά; Νωρίτερα ναι, αν γινόταν κάτι τέτοιο θα σε υποστήριζα, τώρα όμως;»
Ίσως τελικά να είχε και δίκιο, ίσως όλοι τους να είχαν δίκιο. Ο συγχωρεμένος ο άντρας της και τα παιδιά τους, ήταν ολόκληρη η ζωή της μέχρι τώρα. Θα έπρεπε να συνεχίσει να ζει μόνο με τις αναμνήσεις της, μια νέα αρχή στην ηλικία της ξάφνιαζε. Αλλά ούτε κι αυτή το είχε φανταστεί πως θα μπορούσε αυτό να συμβεί. Δεν είχε φανταστεί πως μπορούσε ακόμη να κάνει όνειρα, πως μπορούσε ακόμη να αλλάξει τη ζωή της. Κοντά στον Στέφανο βρήκε τη συμπαράσταση που της έλειπε, βρήκε την αληθινή κατανόηση. Η καρδιά της σκίρτησε πάλι μετά από τόσα χρόνια και το κορμί της, όσο κι αν της φαινότανε περίεργο, ανταποκρίθηκε στο ερωτικό του κάλεσμα.
Κάθισε να ξεκουραστεί, έβγαλε τα χοντρά κηπουρικά γάντια, σκούπισε τα ιδρωμένα χέρια πάνω της και κοίταξε για λίγο τις γάτες που συνέχιζαν να αδιαφορούν γι’ αυτήν. Φεύγοντας νόμιζε πως τα αισθήματά της θα ξεθώριαζαν, αλλά αυτό δεν συνέβη ποτέ.
Αχ! Αυτό το ατίθασο συναίσθημα που ξεπεταγόταν από μέσα της, προσπάθησε, προσπάθησε τόσο καιρό να το τιθασέψει αλλά δεν τα κατάφερνε. Αυτό επέμενε κι αυτή τη στιγμή κυριαρχούσε μέσα της. Όσο κι αν προσπαθούσε να το καθυποτάξει, να το αγνοήσει για χάρη των παιδιών της, δεν τα κατάφερνε. Αυτόν τον κόσμο της αυστηρότητας που ζούσε τα τελευταία χρόνια, μετά το θάνατο του άντρα της, αυτή τον είχε διαλέξει, ίσως γι’ αυτό φάνταζε τόσο δύσκολο να τα αλλάξει όλα τώρα. Ένιωσε κουρασμένη, δεν ήξερε πόσες ώρες μεταφύτευε τις τριανταφυλλιές της, έχασε εντελώς τον χρόνο. Έπρεπε να ξεκουραστεί, έπρεπε να διαλέξει τι θα κάνει, να συνεχίσει να κάνει όνειρα για τη ζωή ή να κάνει το χατίρι των παιδιών της και να ξεκόψει μια και καλή με τον Στέφανο. Όλα ήταν συγκεχυμένα μέσα της.
Από τον έκτο όροφο του ξενοδοχείου, μπροστά και όσο έβλεπαν τα μάτια της, έβλεπε τη θάλασσα. Στα ρηχά ήταν πράσινη, μα στα ανοιχτά είχε ένα μοναδικό βαθύ μπλε χρώμα. Από το δωμάτιο και την ανοιχτή πόρτα, ακουγόταν μουσική από τον Ναμπούκο. Ίσως ο Βέρντι την έκανε τελικά να τα βλέπει όλα τόσο όμορφα. Έκλεισε τα μάτια της για να απολαύσει περισσότερο τη μουσική. Την ίδια εκείνη ώρα κάποιος την αγκάλιαζε και της ψιθύριζε όμορφα λόγια. Η Δάφνη ξέχασε τα πάντα και τη θάλασσα και τη μουσική και απόλαυσε τη στιγμή και τον Στέφανο, ακούγοντας τα λόγια του και νιώθοντας μέσα της έναν συναγερμό αισθήσεων. Είχε πάρει τελικά την απόφασή της, θα συμμετείχε στη ζωή και θα συνέχιζε να κάνει καινούρια όνειρα.
Από τον Ευστάθιο Γαϊτανίδη