Κάποτε, το επάγγελμα του δημοσιογράφου έχαιρε σεβασμού στη Γαλλία. Εδώ και χρόνια, όμως, θεωρείται ένα από τα χειρότερα. Μαζί με εκείνο του πολιτικού. Ίσως γι’αυτόν τον λόγο οι πολιτικοί στρέφουν τον τελευταίο καιρό τα πυρά τους κατά των δημοσιογράφων. Και επιχειρούν να εμποδίσουν τη δουλειά τους. Το είδαμε στην προεκλογική εκστρατεία: συγκεντρώσεις που σκηνοθετούσαν και κινηματογραφούσαν ειδικά συνεργεία, απαγόρευση της κάλυψη εκδηλώσεων, πιέσεις… Αυτό δεν εμπόδισε όμως τον Τύπο να αποκαλύψει τις στενές σχέσεις που έχουν ορισμένοι πολιτικοί με το δημόσιο χρήμα.
Πιέσεις και προσβολές δεν δέχονται μόνο οι πολιτικοί συντάκτες. Οι κριτικοί κινηματογράφου, για παράδειγμα, έχουν συνηθίσει εδώ και πολύ καιρό να βρίσκονται ανάμεσα σε δυο πυρά: των σκηνοθετών και των θεατών. Μόνο οι πολεμικοί ανταποκριτές χαίρουν ακόμη κάποιας εκτίμησης – αλλά κι αυτοί πρέπει να προσέχουν να μην αντικρούουν το αφήγημα των συνωμοσιολόγων.
Αυτή είναι η κατάσταση την οποία ζούμε. Και το προκλητικό ερώτημα που θέτουμε είναι το εξής: «Πρέπει να κάψουμε τους δημοσιογράφους;» Ίσως ναι. Υπάρχουν πολλοί λόγοι να επικρίνει κανείς αυτό το επάγγελμα. Η δυσπιστία είναι δικαιολογημένη, παρόλο που υπερβαίνει τα σύνορα της δημοσιογραφίας. Τα προβλήματα είναι γνωστά, άλλοτε υπαρκτά, άλλοτε διογκωμένα: απώλεια της ανεξαρτησίας, απουσία κοινωνικής και εθνικής «ποικιλίας», στενές σχέσεις με την εξουσία, αμφίβολη ηθική, απουσία πλουραλισμού. Μπορεί να προσθέσει κανείς την έλλειψη αποφασιστικότητας, σεμνότητας, περιέργειας. Οι δημοσιογράφοι έχουν διαπράξει σφάλματα και πολλές φορές άργησαν να τα αναγνωρίσουν. Τα μέσα ενημέρωσης – που δεν μπορούμε να τα βάζουμε όλα στο ίδιο σακί – δυσκολεύτηκαν να καταλάβουν την τεχνολογική επανάσταση και να λάβουν τα αναγκαία μέτρα.
Όλα αυτά είναι σωστά, και περισσότερο από σωστά. Και πρέπει να αναγνωρίσω ότι κι εγώ, όπως πολλοί αναγνώστες, ακροατές ή τηλεθεατές, έχω συχνά αισθανθεί οργή για ορισμένους συναδέλφους μου. Πολλοί από αυτούς απεχθάνονται τη δημόσια αυτοκριτική και είναι πάντα έτοιμοι να ανάβουν φωτιές. Αλλά και η αυτοκριτική έχει τα όριά της.
Ας βάλουμε λοιπόν τα σπίρτα πίσω στο κουτί. Το επάγγελμα επαναπροσδιορίζεται και οι άνθρωποι που το ασκούν γνωρίζουν ότι πρέπει να κερδίσουν ξανά την εμπιστοσύνη. Πρέπει να είμαστε όμως αισιόδοξοι. Γιατί οι περίοδοι των ρήξεων συνοδεύονται πάντα από αλλαγές. Οι Γάλλοι δεν είχαν ποτέ στο παρελθόν διαβάσει, δει, ακούσει τόσες πληροφορίες. Είναι τυχεροί: τόσο τα παραδοσιακά όσο και τα «νέα» μέσα τούς προσφέρουν σε μόνιμη βάση όλων των ειδών τα αφηγήματα, τις έρευνες, τις εικόνες, τους ήχους, τα σκίτσα… Η αφθονία και η εφευρετικότητα είναι απαραίτητα στοιχεία για την αποκατάσταση των δεσμών ανάμεσα στους αναγνώστες κι εκείνους που τους ενημερώνουν.
Οι νέες μορφές διανομής του περιεχομένου, με τους σχετικούς αλγορίθμους για την προσωποποίηση της πληροφόρησης, επιτάχυναν την πόλωση και τη διάδοση ψευδών ειδήσεων, ενώ επέτειναν την αδυναμία διεξαγωγής συζητήσεων. Η ιδέα της σύνδεσης της ενημέρωσης με τις ανάγκες των αναγνωστών είναι σωστή. Αλλά η προσαρμογή στους νέους κανόνες δεν αρκεί. Τα μέσα ενημέρωσης που αναπροσδιορίζονται σήμερα με επιτυχία και αποκαθιστούν τους δεσμούς τους με τους πολίτες είναι εκείνα που λύνουν τα προβλήματα ταυτότητάς τους. Μικρή σημασία έχει αν είναι αναλογικά ή ψηφιακά. Ποιοι είμαστε; Σε τι χρησιμεύουμε; Ποιες είναι οι μάχες μας, οι κανόνες μας, οι προτεραιότητές μας; Απευθυνόμαστε με επιτυχία στους αναγνώστες, τους ακροατές, τους τηλεθεατές τους οποίους θέλουμε να ενημερώσουμε;
Η απάντηση δεν είναι ενιαία. Ούτε μπορεί να δοθεί η διαβεβαίωση ότι το πράγμα θα λειτουργήσει. Στο κάτω-κάτω, τους δημοσιογράφους θέλουν να τους ρίξουν στην πυρά εδώ και 150 χρόνια. Φαίνεται ότι τόσο σε σας όσο και σε μας αρέσει να παίζουμε με τη φωτιά.
Του Johan Hufnagel (*)
(*) Ο Ζοάν Ιφναζέλ είναι δημοσιογράφος της Libération
(Πηγή: Libération).