Του Κώστα Γιαννούλα
Ο Ιάκωβος Σχίζας, μητροπολίτης Λαρίσης-Πλαταμώνος και Τυρνάβου κατά την περίοδο 1960-1968, απεδήμησε εις Κύριον το 1982 και φέρεται παραιτηθείς οικειοθελώς 14 χρόνια νωρίτερα, γεγονός ασυνήθιστο για ιεράρχες. Τον διαδέχθηκε ο μακαριστός Θεολόγος, ο οποίος φέρεται να πήρε πρώτα την ευλογία του.
Τον είχα γνωρίσει από κοντά στα δεκαπέντε μου, όταν το 1965 και επί μία τριετία έγινα δεκτός στο οικοτροφείο, που λειτουργούσε εκείνη την περίοδο η Μητρόπολη σε κτίριο επί της οδού Βησσαρίωνος 3 στα Ταμπάκικα. Εκεί 35-40 άποροι μαθητές Γυμνασίου-Λυκείου και ανά πέντε σε κάθε δωμάτιο σιτιζόμασταν, κοιμόμασταν και είχαμε, δωρεάν, τη φροντίδα των υπευθύνων, ενώ παράλληλα φοιτούσαμε στα 2 σχολεία αρρένων της πόλης μας- του 1ου και 2ου Γυμνασίου- Λυκείου.
Έστω κι αν ο Μητροπολίτης διέμενε στο κτίριο της παλιάς Μητρόπολης, που βρισκόταν, τότε, ακριβώς πάνω απ' το σημερινό αρχαίο θέατρο και στην προέκταση της Παπαναστασίου, μου δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία να τον γνωρίσω καλύτερα. Άλλωστε, πέραν του ότι μας επισκέπτονταν συχνά στο Οικοτροφείο και εκκλησιαζόμασταν, συνήθως, εκεί, όπου λειτουργούσε και κήρυττε, μαθητές του οικοτροφείου αρκετές φορές πηγαίναμε στη Μητρόπολη και κάναμε διαλογή και δεματοποίηση υποδημάτων και ρουχισμού, που έστελναν τότε Αμερικάνικες οργανώσεις για άπορους Έλληνες, ενώ τα καλοκαίρια ερχόταν κι αυτός συχνά στις κατασκηνώσεις του Αγίου Δημητρίου Στομίου, που λειτουργούσε η Μητρόπολη και στις οποίες οι οικότροφοι προσφέραμε υπηρεσίες είτε ως τραπεζοκόμοι είτε ως ομαδάρχες.
Κοντά σ' όλα αυτά, μετά την παραίτησή του και τη φυγή του απ' την Λάρισα, επειδή σε οικόπεδο, που είχε αγοράσει επί της οδού Βόλου, είχε κτίσει μικρό ιδιόκτητο σπίτι και το διασωζόμενο εκκλησάκι της Αγίας Αικατερίνης, πότε-πότε συναντιόμασταν εκεί μαζί του κάποια απ' τα πνευματικά του παιδιά και απ' τους πρώην οικοτρόφους και τα λέγαμε. Τον γνώρισα, λοιπόν, αρκετά καλά.
Ο δεσπότης Ιάκωβος Σχίζας, εκτός απ' το πλούσιο φιλανθρωπικό και κοινωνικό του έργο είχε να επιδείξει κι άλλα προσόντα. Είχε έντονη προσωπικότητα, ξεχώριζε με το παράστημά του και από άμβωνος κατακεραύνωνε τους πάντες και προπάντων τους αξιωματούχους της πολιτείας, όταν έκρινε ότι αυθαιρετούν και προκαλούν με τις πράξεις τους.
Θυμάμαι, μάλιστα, ότι το 1967 στο ναό της Αγίας Τριάδος, ενώ κήρυττε και ανέλυε μια κτηματική διαφορά στη συνοικία του Αγίου Θωμά μεταξύ Μητρόπολης και
ελληνικού δημοσίου, καθώς κρατούσε στο χέρι του την ποιμαντική ράβδο, την άδραξε και τη σήκωσε απειλητικά στον αέρα λέγοντας : εμείς οι δεσποτάδες τούτη τη ράβδο μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε και διαφορετικά, αφού εκεί, που δεν περνάει λόγος, πίπτει ράβδος.
Ποιά είναι η μαρτυρία μου; Ένα χρόνο μετά, και σε ηλικία 18 ετών κλήθηκα, όπως όλοι οι άρρενες συνομήλικοι μου να υποστώ στο κτίριο της στρατολογίας τον πνευματικό και υγειονομικό έλεγχο, που απαιτούνταν να γίνει πριν την κατάταξή μου στο στρατό. Στην ατομική συνέντευξη, που ακολούθησε , με το που διαπίστωσε ο αξιωματούχος ότι ήμουν οικότροφος, ούτε λίγο ούτε πολύ ζήτησε να μάθει, αν είχα εγώ ή κάποιος άλλος οικότροφος ερωτική σχέση με τον Μητροπολίτη ή αν είχε πέσει στην αντίληψή μου κάτι τέτοιο. Ομολογώ ότι έμεινα άναυδος με το θράσος του αξιωματούχου και ταράχτηκα ιδιαίτερα, γιατί όχι μόνο, όπως τον διαβεβαίωσα, δεν αντιλήφθηκα κάτι τέτοιο, αλλά, απεναντίας, ο συγκεκριμένος Ιεράρχης ενέπνεε και με το παραπάνω εκτίμηση και σεβασμό με το έργο του, την αρρενωπότητά του και το ύφος του. Δεν πέρασε, ωστόσο, παρά ελάχιστος χρόνος από εκείνη τη συνέντευξη και οι Λαρισαίοι πληροφορηθήκαμε ότι ο Ιάκωβος Σχίζας παραιτήθηκε και εγκατέλειψε οικειοθελώς τη Μητρόπολη.
Πέρασαν από τότε 47 χρόνια, αλλά η συνέντευξη του 1968 ηχεί ακόμη στ' αυτιά μου. Σύμφωνα, λοιπόν μ' όσα γνωρίζω για τον Ιεράρχη, απ' τα χείλη του οποίου, σημειωτέον, μετά την παραίτησή του ποτέ δεν άκουσα στις συναντήσεις μας κάτι διαφορετικό απ' αυτό, που είπε δημοσίως, στριφογυρνάει, συνεχώς, η σκέψη, για να μην πω η βεβαιότητα, ότι ο Ιάκωβος Σχίζας δεν παραιτήθηκε οικειοθελώς• εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση, προκειμένου ενδεχομένως ν' αποφύγει το διασυρμό και τη δημόσια διαπόμπευση, όπως συνηθίζεται για αντιφρονούντες, που στέκονται εμπόδιο και μπαίνουν στο μάτι του κυκλώνα. Δεν πρέπει, άλλωστε, να ξεχνάμε ότι αυτά συνέβησαν επί χούντας, της οποίας οι μέθοδοι εξόντωσης αντιπάλων της είναι και παραμένουν γνωστοί.
Και επειδή, ίσως, κάποιοι αναρωτιούνται, γιατί δημοσιοποιώ τώρα όλα αυτά και όχι νωρίτερα, σπεύδω να πω ότι θεώρησα σκόπιμο να το κάνω τώρα, που έχει ηρεμήσει εν πολλοίς η τοπική εκκλησία, προκειμένου να συμβάλλω στην αποκατάσταση της αλήθειας και του ίδιου του Ιεράρχη αλλά και να απαλλαγώ ο ίδιος απ' τις ενοχές μου για τη μέχρι τώρα σιωπή μου.