Έκανα μερικά τηλέφωνα, όλοι απασχολημένοι ή φευγάτοι. Η Καίτη λείπει σε κάτι «γαμοβαφτίσια» όπως τα λέει- ναι είναι μόδα και ανάγκη μαζί, πρώτα βαφτίζουν το παιδί τους και την ίδια στιγμή παντρεύονται, οι εποχές έχουν αλλάξει την καθιερωμένη σειρά των πραγμάτων. Μια άλλη φίλη, δεν την ξέρεις, συνάδελφος από τη δουλειά, δεν σηκώνει καν το τηλέφωνο, έχει κλειστεί μέσα. Δεν πήγε καλά ο γιος της στις πανελλαδικές και είναι μες στην κατάθλιψη. Και ο δικός της δεν φτάνει που έφυγε και τους άφησε, της ρίχνει και ευθύνες ότι ήταν πολύ ελαστική με τον μικρό. Στο ξαναλέω είχες δίκιο, παιδιά ίσον παίδεμα…
Καλύτερα εμείς. Καλύτερα; Τέλος πάντων, δεν ήταν τυχερό μας, έγινε, δεν αλλάζει, δεν θα γυρίσουμε ξανά στα χρόνια που σχεδιάζαμε παιδικά δωμάτια στις εκδοχές του γαλάζιου και του ροζ κι εσύ, πάντα πρακτικός, μου έλεγες πως η κούνια πρέπει να είναι μετατρεπόμενη σε καναπέ για να μην πάει χαμένη σε μερικά χρόνια.
Μου είπαν βέβαια τα παιδιά, η Μίνα και ο Πετράν να πάω να τους βρω στον Αγιόκαμπο αν θέλω, αλλά ξέρεις πώς λέγονται αυτά, από ευγένεια λέγονται, μέσα τους μάλλον εύχονταν το αντίθετο, το ψυχανεμίζεσαι. Λογικό, οι άνθρωποι έχουν ένα δυάρι να ξεφεύγουν τα Σαββατοκύριακα, δεν τους έλειπε η αφεντιά μου. Έτσι έχουν πια τα πράγματα Θοδωρή μου, η ζωή μας φέρνει προβλήματα που δεν είχαμε καν φανταστεί, οι άνθρωποι κλείνονται στα δικά τους, οι παρέες κλείνουν, οι πόρτες κλείνουν, χρειάζεσαι έναν ολόκληρο σχεδιασμό για να περάσεις ένα τριήμερο…
Σάββατο πρωί η πόλη είναι άδεια ή τη βλέπω εγώ άδεια. Αποφάσισα να δράσω, έχω πια την εμπειρία να πολεμάω τη θλίψη που με απειλεί, φεύγω για αλλού μόλις βλέπω τα σύννεφα μολυβιά στον ορίζοντα, δεν κάθομαι να με πιάσει η μπόρα. Μάζεψα πετσέτες, μαγιό, καλλυντικά, αντηλιακά, τα έριξα σε μια τσάντα, στην ίδια μεγάλη καφέ τσάντα που πάντα έβρισκες αστεία – «σαν τη Βασιλειάδου, σαν τη θεία απ’ το Σικάγο είσαι» μου έλεγες, αλλά, σκασίλα μου, εμένα με βόλευε… Πήρα το χάπι για την πίεση – νέο «παράσημο» κι αυτό, τράβηξα κάτι 17άρια τελευταία, είχα ζόρια και στη δουλειά, και η γιατρός μου φοβήθηκε. Μετά, κατέβασα τα ρολά, έκρυψα κάπου κάτι λεφτά που μάζεψα για τον φόρο εισοδήματος – με τόσα που ακούμε έχω γίνει πιο προσεκτική- κι έφυγα. Το “Yaris”, μέσα στη βρόμα, αλλά αν και παρατημένο πήρε μπρος και, το κυριότερο, δούλευε και το aircondition.
Κινήθηκα προς τη Νέα Σμύρνη, στο βάθος ο δρόμος έκανε νερά, το γνωστό φαινόμενο του αντικατοπτρισμού, το θερμόμετρο ενός φαρμακείου είχε πιάσει νωρίς – νωρίς το 35άρι, καλά πάμε, το χτυπάμε το 45άρι και ήμερα, αλάρμ, στάση σε ένα «streetcafe», ένα φρέντο εσπρέσσο μέτριο, μαύρη ζάχαρη.
Είχα κιόλας βγει στην εθνική δίχως να έχω αποφασίσει την κατεύθυνση , τελικά είπα Στόμιο και λοιπά παράλια νομού, ο Πλαταμώνας όλο και πιο πολύ με τρομάζει με την πολυκοσμία του Θοδωρή μου. Δεν είναι ο Πλαταμώνας του «Μπιτς» και των κάμπινγκ που ξέραμε εμείς στα νιάτα μας, τότε που κάναμε άνω – κάτω την παραλία όλο πόζα, φιγούρα και «δείτε με ποιος είμαι». Για καφέ στην «Τζαμ» και μετά στα μπιτς μπαρ στο Καλαμάκι , τρελές πεταλουδίτσες, μες στην καλή χαρά, τα ένοχα εφηβικά ερωτικά μας μυστικά, η Μπέτυ θέλει τον Θάνο, η Ράνια τον Γιώργο, ραντεβουδάκια και κρυφά φιλάκια στην ακροθαλασσιά, πίσω απ’ την εκκλησία- τα θυμάσαι Θοδωρή μου;
Καλύτερα προς τα παράλια της Λάρισας. Το Στόμιο, η Κουτσουπιά και η Παλιουριά έχουν κάτι το πιο σεμνό, πιο ταπεινό και γαλήνιο, και οι μικροί όρμοι σου δίνουν την ευκαιρία να κρυφτείς, να κάνεις ένα διακριτικό μπάνιο, γιατί δεν είναι και να σε βλέπουν όλο μόνη, στο τέλος διαδίδουν κακοήθειες ότι πάσχεις από μελαγχολία, ξέρεις δα πώς λειτουργεί η Λάρισα, πεθαίνουν όλοι να σε δουν να... πεθαίνεις.
Στην Πλατιά Άμμο, τρόμαξα. Μποτιλιάρισμα, χειρότερο κι απ’ αυτά που περιγράφουν αγχωμένοι ρεπόρτερ στην Κηφισίας σε ώρα αιχμής. Σκόνη από τον διπλανό χωματόδορομο, οχλαγωγία, υστερικές μαμάδες, μπαμπάδες μες στα νεύρα, παιδάκια ευτυχισμένα και αμέριμνα γλείφουν ένα παγωτό, νεαροί με ξυρισμένο στήθος και τατουάζ πίνουν καφέ στο μοδάτο τοπικό «μπιτσόμπαρο»,στις ξαπλώστρες πατείς με πατώ σε, δεν γίνεται αυτό παιδιά, οι άνθρωποι είμαστε τρελοί, ευτυχώς Θοδωρή μου, τουλάχιστον σ’ αυτό συμφωνούσαμε, η πολυκοσμία των πλαζ δεν ήταν ποτέ του γούστου μας.
Βρήκα μια γωνιά σχετικά ήρεμη στην Κουτσουπιά, έστησα τη δική μου ομπρέλα, - την έχω πάντα στο αυτοκίνητο μαζί με τις ψάθες. Δεν πάω σε οργανωμένες πλαζ, εκεί οι ομπρέλες έχουν από δυο ξαπλώστρες και νιώθω άβολα να πιάνω μόνη μου τόσο χώρο.
Καίει ο ήλιος, χτυπάει ανελέητος, οι Λαρισαίοι αυτοπαρηγορούμαστε πως είμαστε ανθεκτικοί – εμένα μου λες; Στο βάθος ο Κίσσαβος έχει ένα αναιμικό πράσινο χρώμα, και η θάλασσα με περιορισμένη ορατότητα από την εξάτμιση μοιάζει άχρωμη… Προσπαθώ να διαβάσω το βιβλίο μου, μην υποτιμάς καθόλου τη Λένα Μαντά Θοδωρή κουλτουριάρη μου και πάψε να με κοροϊδεύεις, για παραλία μια χαρά είναι όλες αυτές οι χαμένες αγάπες, τα ερωτικά και οικογενειακά δράματα, τι θες δηλαδή, να διαβάζουμε... Νίτσε, Έγκελς και διαλεκτικό υλισμό;
* * *
Δεν με είδες Θοδωρή μου… Έβαλα ένα μεγάλο καπέλο στο κεφάλι- τώρα κι αν έμοιαζα με «θεία απ’ το Σικάγο», φόρεσα τα γυαλιά και άλλαξα γωνία για να είμαι ακόμη πιο αθέατη. Με τόση ζέστη κι όμως κυκλοφορείς ακόμη με τη μηχανή. Έτσι όπως σας έβλεπα στο διπλανό μπαράκι να πίνετε μπίρες με τον Γιώργο και τον Κωστή, μου βγήκε μια θλίψη. Πίνατε και γελούσατε. Μπορεί και να περνάτε καλά. Και να είστε καλά. Κι εμείς κάποτε ήμασταν καλά. Θυμάσαι που μου έβαζες αντηλιακό στην πλάτη κι εγώ σε ανταπόδοση πήγαινα να φέρω τους φραπέδες; Ρακέτες – δεν ήταν το φόρτε μου, μα σου ’κανα το χατίρι και ουζάκια στου Τάσου, δίπλα στο κύμα… Τι δεν μας πήγε Θοδωρή μου, δεν το ’βρα ακόμη. Με τα χρόνια έπαψα και να το ψάχνω. Ασθενούν οι αντιδράσεις των ανθρώπων και πρέπει να κρατάμε δυνάμεις για αργότερα, για τα χρόνια τα δύσκολα.
Πρέπει να παραμένουμε δυνατοί και είμαστε δυνατοί. Μόνο να προσέχεις. Μην πίνεις πολύ τζόβενό μου. Και να βάζεις αντηλιακό. Γιατί πάλι θα καείς στην πλάτη και θα παραπονιέσαι μετά...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr