Έτσι εννοούν, φαίνεται, το διάλογο αυτοί που μας διαφεντεύουν. Γιατί πως αλλιώς να εξηγηθεί το ότι, ενώ διαλέγονται –υποτίθεται- με την Εκκλησία, καλούν συγχρόνως σε ημερίδα 70 εκπαιδευτικούς, για να τους εκπαιδεύσουν ως επιμορφωτές των προγραμμάτων; Και απειλούνται όσοι καθηγητές δεν τα εφαρμόζουν. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ομιλητής, σε σχετική ημερίδα “όποιος καθηγητής δεν εφαρμόζει το νέο πρόγραμμα απλά φεύγει”!
Τα προγράμματα αυτά κατά την κρίση αρμόδιου καθηγητού της Χριστιανικής Παιδαγωγικής είναι “μη ορθόδοξα, άκρως επικίνδυνα και ακατάλληλα από παιδαγωγικής και θεολογικής πλευράς”. Και όμως επιμένουν στην επιβολή τους. Προσπαθούν να σταματήσουν την αντίδραση της Εκκλησίας. Να την “πείσουν” να τα αποδεχθεί . Και το ερώτημα είναι: Θα ενδώσει η διοίκηση της Εκκλησίας;
Τα νέα προγράμματα εκφράζουν τις ιδεολογικές αγκυλώσεις των εμπνευστών τους. Κατά την ομολογία των ίδιων των συντακτών τους «Αναπτύχθηκαν με βάση τον κριτικό ρεαλισμό και στις μεγαλύτερες τάξεις με βάση τον πραγματισμό του Dewey και της κονστρουβιστικής προσέγγισης της θρησκευτικής εκπαίδευσης …» Βασίζονται δηλαδή στις αρχές του σχετικισμού. Της άποψης ότι δεν υπάρχει αλήθεια απόλυτη και ανεξάρτητη από πρόσωπα, τόπο και χρόνο¨ και ότι η γνώση της αλήθειας είναι σχετική και όχι απόλυτη.
Η υποκειμενικότητα και σχετικότητα της γνώσης έχει ως συνέπεια την άρνηση της επιστήμης ως απόλυτης και αντικειμενικής ερμηνείας της πραγματικότητας. Και οδηγεί στην αποδόμηση της θρησκείαςκάθε μορφής. Ο θρησκευτικός σχετικισμός είναι επικίνδυνος. Είναι ζήτημα αν θα οδηγήσει απλώς στην γενική αρχή ότι ο Θεός είναι η δημιουργική αιτία και η ενωπιός δύναμη του κόσμου. Θα οδηγήσει μάλλον στη θολοκουλτούρα, στον θρησκευτικό αχταρμά και τελικά στην αθεΐα.
Αντιλαμβάνεται καθένας πόσο σύγχρονα είναι τα προγράμματα, αφού στηρίζονται στις θεωρίες του DEWEY (1934). Και ποια σύγχυση θα δημιουργήσουν στους μικρούς μαθητές του Δημοτικού και του Γυμνασίου με τη διδασκαλία όλων των θρησκειών, χωρίς να έχουν γνωρίσει προηγουμένως πλήρως και επαρκώς τη δική τους. Θα τους οδηγήσουν, όπως είπαμε στην πνευματική θολούρα, και στην αθεΐα.
Έτσι εννοούν, φαίνεται, την καλλιέργεια της θρησκευτικής συνείδησης των ορθοδόξων νέων οι συντάκτες των προγραμμάτων, τα οποία διαφημίζουν ως μη κατηχητικά,«με όλες τις θρησκείες και ο καθένας βρίσκει κάτι από τη θρησκεία του». Και προσθέτουν«και σε κάποια μεγαλύτερη έκταση (βρίσκεται) η επικρατούσα θρησκεία». Παρέχουν δηλαδή κάτι παραπάνω ορθόδοξη διδασκαλία.
Αυτό όμως γίνεται, όπως εξηγεί ο νομικός σύμβουλος των συντακτών των προγραμμάτων, γιατί έτσι «δεν μπορεί εύκολα κάποιος να θεωρήσει ούτε ότι παραβιάζεται το άρθρο 2, ούτε ότι προσβάλλεται η θρησκευτική του ελευθερία».
Εύλογα διερωτάται κανείς: Αν τα νέα προγράμματα του μαθήματος των θρησκευτικών για τους ορθοδόξους μαθητές είναι τόσο σύγχρονα και ωφέλιμα, γιατί δεν τα εφαρμόζουν και στους αλλόδοξους και αλλόθρησκους μαθητές; Γιατί, πριν ένα χρόνο το Υπουργείο κατοχύρωσε νομοθετικά το δικαίωμα των μουσουλμάνων, των ρωμαιοκαθολικών και των εβραίων μαθητών να διδάσκονται το περιεχόμενο της πίστεως τους; Και μάλιστα αναγνώρισαν το δικαίωμα στις κοινότητες τους να έχουν λόγο στα θέματα των βιβλίων και να διορίζονται οι δάσκαλοι των θρησκευτικών τους μαθημάτων από πίνακες των κοινοτήτων τους; Γιατί δύο μέτρα και δύο σταθμά; Πού πάει η αρχή της ισονομίας και ισοπολιτείας;
Η στοχοθεσία είναι εμφανής. Όλα όσα συμβαίνουν στο χώρο της εκπαίδευσης συντείνουν, συγκλίνουν και συντελούν στην εθνικοθρησκευτική μας αλλοίωση. Στην παράδοσή μας στον μινώταυρο της νεοεποχίτικης παγκοσμιοποίησης και της πανθρησκείας.
Ας σκεφτούμε όλοι τις ευθύνες μας.
* Του Βασιλείου Χ. Στεργιούλη, θεολόγου