Όλοι οι τρόφιμοι του ιδρύματος κατέβαιναν στην τραπεζαρία γύρω στις οχτώ. Έπαιρναν το πρωινό τους και έπιαναν την κουβέντα για να περάσει η ώρα. Τα θέματα ήταν τις περισσότερες φορές, γύρω απ` τις παθήσεις τους και τους πόνους.
Ο ένας πονούσε στα πόδια, η άλλη στα χέρια, στη μέση, στον αυχένα και ήταν ατελείωτα τα παράπονά τους και η… γκρίνια γενικότερα. Η μόνη που δεν παραπονιόταν ποτέ και για τίποτα, ήταν η Μαρία, όταν βρισκόταν στην παρέα.
«Δόξα τω Θεώ» έλεγε, «όλα καλά» κι ας πονούσε κι αυτή παντού όπως οι άλλοι.
Εκείνη την ημέρα δεν είχε σκοπό να σηκωθεί απ` το κρεβάτι, ένιωθε κάπως. Ήταν η ημέρα των γενεθλίων της κι όπως κάθε χρόνο τελευταία, θα τα περνούσε μόνη της.
Το καταλάβαινε, το διαισθανόταν. Τα παιδιά της την είχαν… ξεχασμένη. Είχαν προβλήματα, στεναχώριες και ούτε που θα πήγαινε το μυαλό τους στα γενέθλια της μάνας.
Σκεπάστηκε με την κουβέρτα ως το κεφάλι, έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στις σκέψεις της.
Η Μαρία είχε γεννηθεί και μεγαλώσει σε μια πόλη της Μακεδονίας. Εκεί γνώρισε και τον άντρα της, που υπηρετούσε τη θητεία του σε μια παραμεθόριο περιοχή.
Παντρεύτηκαν πολύ νέοι και ήρθαν σε μια πόλη της Θεσσαλίας, από εδώ καταγόταν εκείνος. Στην αρχή δυσκολεύτηκε να προσαρμοσθεί στο καινούργιο περιβάλλον, μα σιγά-σιγά συνήθισε και έγινε «ένα» με τους συγγενείς και τους γείτονες του Νίκου - αυτό ήταν το όνομά του. Ζούσαν ευτυχισμένοι, μα τα χρόνια περνούσαν και δεν έκαναν παιδί. Τα αγαπούσαν και οι δύο πολύ τα παιδιά και λαχταρούσαν να σφίξουν στην αγκαλιά τους και το δικό τους.
Και όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο τους κυρίευε το άγχος.
Επισκέφτηκαν διάφορους γιατρούς της περιοχής αλλά και σε μεγάλες πόλεις, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, όλα ήταν καλά, τους έλεγαν, μόνο που έπρεπε να αποβάλουν το άγχος.
Τα χρόνια όμως περνούσαν κι αφού είδαν και απόειδαν, μεγάλωναν και η κατάσταση παρέμενε ίδια, πήραν τη μεγάλη απόφαση.
Θα υιοθετούσαν ένα παιδί. Έτσι και έγινε. Ένα αγοράκι δύο χρονών με έξυπνα μαύρα ματάκια, μπήκε στην οικογένεια και έδιωξε τα άγχη και τη στεναχώρια.
Και τότε… ω, του θαύματος, η Μαρία ένιωσε στα σπλάχνα της ένα παιδί, δικό της. Ένα δεύτερο αγοράκι προστέθηκε στην οικογένεια μετά από λίγους μήνες.
Τα δυο παιδιά μεγάλωναν μαζί, σαν κανονικά αδέρφια και οι γονείς δεν τα ξεχώριζαν.
Και τα χρόνια πέρασαν, τα παιδιά σπούδασαν, ανδρώθηκαν κι έκαναν δική τους οικογένεια.
Ο μεγάλος, ο θετός γιος του ζευγαριού, διορίσθηκε σε μια υπηρεσία στην Αθήνα κι ο μικρότερος που είχε σπουδάσει γεωπόνος άνοιξε ένα κατάστημα με φυτοφάρμακα στην πόλη τους.
Ο μεγάλος γιός τους επισκέπτονταν συχνά και όλως παραδόξως, η Μαρία ένιωθε ένα ιδιαίτερο δέσιμο μ` αυτό το παιδί, με αποτέλεσμα να ζηλεύει ο μικρότερος, που είχε μάθει στο μεταξύ πως ο άλλος ήταν υιοθετημένος και το έβρισκε αφύσικο.
Και τα χρόνια πέρασαν, σαν το ποτάμι σαν τη βροχή που δε γυρίζουν πίσω. Οι γονείς γέρασαν, ο πατέρας στα ογδόντα του πέθανε από καρδιακή προσβολή και η Μαρία είχε χίλια προβλήματα με την υγεία της και δεν ήταν δυνατόν να μείνει μόνη στο σπίτι, αφού ο γιος της έμενε αλλού.
Τότε αποφασίστηκε να μπει η μάνα στο ίδρυμα. Ο θετός γιος αντέδρασε. «Να κάνουμε κάτι άλλο» είπε «και η μάνα να μείνει στο σπίτι, δεν θα το αντέξει, είναι ευαίσθητη».
Ο μικρός γιος ύψωσε φωνή…
«Δεν θα μου πεις εσύ τι θα κάνω με τη μάνα μου», είπε, έτσι προσβλητικά και για πρώτη φορά κι ο θετός έκανε πίσω.
Και έγινε αυτό που αποφάσισε εκείνος, αφού αφήρεσε το δικαίωμα απ` τον …αδερφό του να έχει γνώμη.
Το μικρό της γιο που ζούσαν στην ίδια πόλη σπάνια τον έβλεπε, ήταν πολύ απασχολημένος με το μαγαζί και προβληματισμένος τώρα με την κρίση, που είχε σπάσει η δουλειά.
Ο μεγάλος ερχόταν απ` την Αθήνα συχνά και στεναχωριόταν που έβλεπε τη μάνα του στο ίδρυμα, πικραμένη και μελαγχολική. Κάποια μέρα της είπε.
«Κάνε υπομονή μάνα, δεν θα μείνεις ακόμα για πολύ εδώ».
Είχαν περάσει όμως πέντε χρόνια και η Μαρία αυτά τα λόγια τα θυμόταν και έκλαιγε…
Ακούστηκε ένα μικρός θόρυβος στο δωμάτιο και την έβγαλε απ` τις σκέψεις της. Ξεσκεπάστηκε και αντίκρισε μία κοπέλα απ` τις νοσηλεύτριες.
«Καλημέρα Μαρία, γιατί ακόμα στο κρεβάτι, δεν αισθάνεσαι καλά; Να φωνάξω το γιατρό;»
Σκούπισε τα μάτια της και έκανε τη φωνή της όσο μπορούσε πιο σταθερή.
«Καλά είμαι κορίτσι μου, να είπα σήμερα να κοιμηθώ λίγο παραπάνω. Τι να κάνω πρωί-πρωί, τα πρόβατα στη βοσκή θα βγάλω!» Γέλασε για να κρύψει τη στεναχώρια της.
«Έλα Μαρία, σήκω ντύσου και κατέβα στην τραπεζαρία, σήμερα σε περιμένει μια μεγάλη έκπληξη…»
Τι να ήθελε να πει αυτό το κορίτσι! Μάζεψε το κουράγιο της και σηκώθηκε. Σε λίγο πλυμένη και ντυμένη κατέβηκε στην τραπεζαρία.
Όρθιος στη μέση του τεράστιου εκείνου χώρου της τραπεζαρίας στεκόταν ο μεγάλος της γιος.
Μόλις την είδε την πλησίασε, την έσφιξε στην αγκαλιά του.
«Μάνα μου… χρόνια πολλά, δεν το ξέχασα μη νομίζεις, όπως δεν ξέχασα και κάτι άλλο, που σου υποσχέθηκα, πριν κάποια χρόνια, πως θα σε πάρω από δω.
Η Μαρία τον κοίταξε σαστισμένη… «Ήρθε η ώρα μανούλα μου να έρθεις στο σπίτι, πήρα μετάθεση, έρχομαι εδώ. Θα περιμένεις λίγες μέρες ακόμα, ώσπου να ταχτοποιηθούμε και ύστερα θα είσαι συνέχεια κοντά μας».
Κάθισαν σε δύο καρέκλες παράμερα. Τα δάκρυά της έτρεχαν βροχή. Δάκρυα χαράς και ευτυχίας. Ζούσε ένα όνειρο εκείνη τη στιγμή, νόμιζε πως θα ξυπνούσε και θα… εξαφανιζόταν ο γιος της.
Αλλά όχι, ήταν εκεί δίπλα της και της κρατούσε τα χέρια.
«Τελικά δεν είναι παιδί σου μόνο αυτό που γεννάς, αλλά κι αυτό που μεγαλώνεις με αγάπη...» ψιθύρισε.
Από την Καλλίτσα Γκουράβα Δικτά Λογοτέxνη, συγγραφέα