Τότε, ακούει καθαρότερα τις φωνές των ζώων, των πουλιών, των εντόμων, το κελάρυσμα του νερού στο διπλανό ρέμα και προσπαθεί να τα μιμηθεί. Κόβει ένα καλάμι της ακροποταμιάς, κατασκευάζει τη φλογέρα, φυσάει μέσα της και οι ήχοι της απλώνονται στα λιβάδια, στις λαγκαδιές… Με γλώσσα απλή (ακόμα άγραφη), οι τσοπάνηδες – ενώ βόσκουν τα κοπάδια τους – συνομιλούν μεταξύ τους, διηγώντας ο ένας στον άλλο τα παθήματα, τις χαρές, τους πόθους τους και καλούν το θεό-προστάτη τους, τον τραγοπόδαρο Αρκαδινό, τον Πάνα, που ερωτοτροπεί με τις Νύμφες, να βοηθήσει ή να μεσολαβήσει στις υποθέσεις τους…
Ο Όμηρος στην Ιλιάδα, περιγράφει τον στολισμό της καινούργιας ασπίδας του Αχιλλέα που του`φτιαξε ο Ήφαιστος, αφού η προηγούμενη, έπεσε, λάφυρο, στα χέρια των Τρώων, με το θάνατο του φίλου του, του Πάτροκλου. «Κι έφτιασε μέσα εκεί βοδιών κοπάδι κουτελάτων(1) / κι απ` την ταγή ίσα τρέχανε με μουγκρητά να πιούνε / κοντά σε ρέμα μούρμουρο, δροσάτο καλαμιώνα / μαζί και τέσσεροι τσοπάνοι μονοσκοίνι / Κι έφτιασε μέσα ο θεϊκός τεχνίτης και λιβάδι / μες σε λακκιά που εδώ κι εκεί βοσκούσαν / Κι έφτιασε στρούγγες και μαντρί και σκεπαστές καλύβες» Σ. 579-578 μτφρ. Α. Πάλλη. Ο Ησίοδος, στο Προοίμιο της «Θεογονίας», λέει για τις Ελικώνιες Μούσες: «Αυτές δίδαξαν τον Ησίοδο κάποτε τ` ωραίο τραγούδι, σαν έβοσκε τα πρόβατα» (22, 23), ενώ στο «Έργα και Ημέρες», γράφει για τη γιορτή της Φύσης: «Κι όταν το γαϊδουράγκαθο βγάνει λουλούδι και το λάλο τζιτζίκι χύνει κάτου απ` τα φτερά του το αδιάκοπο τραγούδι του, είναι του καλοκαιριού η ώρα. Τότε οι γίδες είναι παχειές, το κρασί θαυμαστό, πιο φλογερές οι γυναίκες… (582-586 μτφρ. Π.Λεκατσάς). Στη μέθεξη αυτή, παίρνουν μέρος και θεοί και θνητοί: Απόλλων, Ερμής, η πότνια(2) των θηρών Άρτεμις, ο Διόνυσος, ο Ορφέας και πρωταγωνιστές, ο Παν, οι Νύμφες, οι Μούσες. Ένας Ορφικός ύμνος, μιλάει με τα καλύτερα λόγια για τον τραγοπόδαρο: «Επικαλούμαι τον Πάνα, θεό δυνατό των βοσκών με τα χίλια πρόσωπα, απόλυτα κυρίαρχο του κόσμου, που γεννά τα πάντα», ενώ σ` ένα επίγραμμα, καλείται ο άλλος θεός, ο Ερμής, να βοηθήσει λίγο την κατάσταση: «Η ράχη μια και σου`λαχε, Ερμή, αγαπημένε / κι αυτή γιομάτη μάραθο, γιομάτη λαχανίδα / να `σαι ευμενής και στο βοσκό και στο λαχανολόγο / κι από το γάλα μερδικό και λάχανα θα πάρεις». μετφ.Ο. Ελύτης.
Αυτό ήταν το φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον που «έχτισαν» στο πέρασμά τους οι αιώνες, με την προφορική παράδοση, να παραχωρεί τη θέση της στο γραπτό λόγο, χαραγμένο πάνω στην πέτρα, τον πηλό, το χαρτί, γιατί, όπως λέει κι ο γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκης (1848-1941), «Δεν χωρίζονται βεβαίως αι περίοδοι απ` αλλήλων δια σινικού τείχους, τουναντίον μάλιστα, επιδρούν αι παλαιότεραι εις τας νεωτέρας» Κ. Δημαράς, πρόλογος Ιστ. νεοελλ. λογοτ. Τον 3ο αιώνα π.Χ. ο Συρακούσιος λυρικός ποιητής Θεόκριτος στα «Ειδύλλιά»(3) του, δίνει υπόσταση, αξία κι «επισημότητα» στη βουκολική ποίηση και στο ποιμενικό τραγούδι. Στα 10 από τα 27 Ειδύλλια (ποιήματα σε διαλογική μορφή), ο Θεόκριτος, μες απ` την ομορφιά της Φύσης, προβάλλει περιστατικά από την καθημερινή ζωή των βοσκών και γεωργών, τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα και τους καημούς των ερωτευμένων. Ο βοσκός Θύρσις, στο ομώνυμο «Ειδύλλιο» των 150 στίχων, που είναι και το καλύτερο, προτρέπει στον γιδοβοσκό να παίξει στη φλογέρα και να του τραγουδήσει το τραγούδι του άτυχου, ερωτοχτυπημένου Δάφνι, με τη βοσκοπούλα του, τη Χλόη. Λέει ο Θύρσις στο γιδοβοσκό: «Θέλεις για χάρη των Νυμφών, γιδάρη μου να παίξεις; / Αγαπημένες Μούσες μου, ξαπλώστε το τραγούδι / Εγώ `μαι απ` το ψηλό βουνό, ο Θύρσις απ` την Αίτνα / Πού να`στεκαμμιά φορά, νεράιδες μου,, πού να`στε; / Όταν ο Δάφνις έλιωνε από βαρειάν αγάπη; / Μη πα κι ελημεριάζατε στα όμορφα Τέμπη απάνω / που`ναι κοντά στον Πηνειό ή στις πλαγιές της Πίνδου;»
Εκτός του «Θύσρη», άλλα «Ειδύλλια», λιγότερο γνωστά, είναι η Αμαρυλλίς, Κύκλωψ, Ύλας κ.ά.
Ο Ρωμαίος λυρικός ποιητής Βιργίλιος (70-19 π.Χ.), στο έργο του «Εκλογές», που είναι μια συλλογή βουκολικών ποιημάτων, μιμείται τον Θεόκριτο. Στην 5ηεκλογή, ο αυλητής Μόψος κι ο στιχουργός Μενάλκας, θρηνούν τον άδικο χαμό του Δάφνη. «…Κείνες τις μέρες Δάφνι, κανείς δεν έφερε τα χορτασμένα βόδια / κανένα ζωντανό δεν ήπιε / στο ποτάμι, ούτε και στο χορτάρι βόσκησε».
Ο Λόγγος (3ος αι. μ.Χ.) από τη Μυτιλήνη, παίρνει το ίδιο θέμα και το μετατρέπει σ` ένα θαυμάσιο ερωτικό μυθιστόρημα (Δάφνις και Χλόη), που διαβάζεται πολύ ευχάριστα, ακόμη και σήμερα. Ο Γκαίτε, κάπου γράφει για το έργο αυτό: «Είναι τόσο όμορφο, προδίδει ανώτερη τέχνη και πολιτισμό. Καλό θα είναι να το διαβάζεις μια φορά το χρόνο για να μαθαίνεις πάντα απ` αυτό και να δείχνεις ξανά και ξανά την επιρροή της μεγάλης ομορφιάς».
Στους επόμενους αιώνες μέχρι και την πτώση της Πόλης, τίποτα το σημαντικό ή καινούργιο σημειώθηκε. Αργότερα, το ποιμενικό άσμα γίνεται δημοτικό τραγούδι και Κρητική ποιμενική ποίηση. Το Ακριτικό τραγούδι κυριαρχεί: «Ο Κων/νος ο μικρός κι ο Αλέξανδρος ο αντρειωμένος / και το μικρό βλαχόπουλο, ο καστροπολεμιστής / αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν / κι αντάμα έχουν τους μαύρους τους στον πλάτανο δεμένους». Σαν φτάνουμε στη νεότερη εποχή, η δημοτική ποίηση συναντά τη λαϊκή παράδοση που τραγουδάει το ηρωικό `21 κι από `κεί, φτάνει στο λαϊκό-δημοτικό ποίημα-μυθιστόρημα των Κ. Κρυστάλλη, Χρ. Χριστοβασίλη, Σπ. Περεσιάδη με την πασίγνωστη «Γκόλφω», ένα ειδυλλιακό δράμα, που παιζόταν σε όλες τις λαϊκές σκηνές, ακόμα και σε πανηγύρια, στις επαρχίες… «Πού ήσουν καημένη Γκόλφω / πού ήσουν Γκόλφω κι άργησες / και νύχτωσες και βράδιασες; / - Ήμουν επάνω καημένε Τάσο, / Ήμουν επάνω στο Χελμό, κι αρρώστησα και δεν μπορώ / Αρνιά βελάζουν, Γκόλφω φωνάζουν / Αρνιά βελάζαν, πρόβατα / στου Τάσου τα στεφανώματα».
Το σημερινό μας άρθρο, αφιερώνεται, έστω και αρκετά καθυστερημένα, στην Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης (21 Μαρτίου).
(1) κουτελάτα = ορθοκέρατα, αρχ. ορθόκραιρα=όρθια κέρατα
(2) πότνια = δέσποινα, κυρία, βασίλισσα των άγριων θηρίων (3) Ειδύλλια=μικρά είδη (ποιήματα)
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
Βάλτερ Κράντς. Ιστ. Αρχ. Ελλ. λογοτ. Χιωτέλλης 1953
Θεόκριτου. Ειδύλλια Α` Ι. Ζαχαρόπουλος 1958
Ησίοδος. μτφρ. Π. Λεκατσάς Ι. Ζαχαρόπουλος 1941
Κώστα Σταμάτη. Η βουκολική ποίηση 1976
Β. Τράντος. Το Αρχ. Ελλ. θέατρο 2013
Τ. Μπαζακογιάννης. Δάφνις και Χλόη 1948
LiddelScott. Λεξ. Ελλην. γλώσσας 5ος το ΒΗΜΑ
Π. Καλοδίκη Νεοελλ. λογοτεχνία τ. 1ος
Του Τάσου Πουλτσάκη