Έτσι την αισιοδοξία της αρχής τη διαδέχτηκε η αμφιβολία, που με τον καιρό γίνεται κάτι πιο χαρακτηριστικό για τον σκεπτόμενο άνθρωπο, για την προχωρημένη συνείδηση, και ψάχνει και τυραννιέται λοιπόν, από την ακοίμητη ανησυχία για να βρει τη λυτρωτική αλήθεια. Δε μένει ευχαριστημένος από τις λύσεις που έδωσε και θέλει να τις αναθεωρήσει ολοένα, να σκάψει ακόμα πιο βαθύτερα, με μεγαλύτερη σαφήνεια, ότι βρήκε μια φορά, να το φωτίσει, όσο μπορεί περισσότερες μεριές με πιο χειροπιαστή σιγουριά. Και συνεχίζει ακατάπαυτα το έργο της έρευνας, φορές πολλές ολοζωής.
Όταν ήμουνα παιδί μικρό μυξιάρικο ακόμα και πήγαινα σκολειό, στο σχόλασμα διέσχιζα την κεντρική πλατεία του χωριού μου, τραβώντας για το σπίτι μου και χαζεύοντας στην αγορά έβλεπα και άκουγα τους μεγάλους και παραξενευόμουνα, που στην ανταλλαγή των λόγων οξύνονταν και μαλλιοτραβιόντανε για τις γνώμες τους, που ωστόσο όλες στα μάτια μου και στ’ αυτιά ακούγονταν και φαίνονταν σωστές. Αλλά κι οι «σοφιστάδες» του χωριού τις έβρισκαν σωστές - όπως παρατηρούσα.
Στην αρχή λοιπόν με τ’ άγουρο μυαλό μου κι αργότερα με τ’ ώριμο, προσπαθούσα να βρίσκω πάντα μια μοναδική γνώμη που να ναι σε κάθε περίσταση για όλους λογική και υποχρεωτική, δηλαδή, παντοτινή κι ανάλλαγη, να βγαίνει μέσα από την ψυχή μου κι απ’ του μυαλού μου τις αληθινές ιδέες. Στο βάθος της ψυχής μου είχα πολλές τέτοιες αληθινές ιδέες, όπως πιστεύω ο κάθε άνθρωπος στη γη.
Οι άνθρωποι όμως, χωριζόμαστε σ’ εκείνους που διατάζουνε και σ’ εκείνους που κάνουνε θελήματα, σ’ εκείνους που κάθονται και σ’ εκείνους που μοχθούνε, σ’ εκείνους που βλέπουνε και σ’ εκείνους που φορούνε παρωπίδες στα μάτια: σε χορτάτους και σε κορόιδα. Η ζωή μας μπλέκεται από γεννησιμιού μας στα δίχτυα που είναι στημένα πριν γεννηθούμε. Μωρά στο σπίτι, στο δρόμο, στο σκολειό μαθαίνουμε χωρίς να ρωτάμε, ποιο είναι το καλό και το κακό. Κι αφού μικροί και μεγάλοι και χτες και σήμερα και αύριο, τα ίδια πιστεύουν όλοι, θα πει πως είναι νόμοι «ουράνιοι». Έτσι τραβάμε τη μοιραία μας στράτα, χωρίς να συλλογιζόμαστε, δεμένοι μεταξύ μας και βέβαιοι πως το συμφέρον του «κρείττονος» είναι και το δικό μας συμφέρον. Συμφέρον μας να μαστε δεμένοι, παρά λυτοί, συμφέρον μας ν’ αδικούμαστε παρά να τιμωρούμε.
Τέτοιες αλήθειες βγάζουμε απ’ την ψυχή του κοπαδιού, τις «ανθρώπινης αγέλης», αλήθειες που με τον καιρό γίνονται ψυχόρμητα, πιο δυνατά κι από την πείνα, κι από τον έρωτα ακόμα.
Μ’ αυτές τις αλήθειες τρεφόμαστε, ζούμε κι ονειρευόμαστε σα «λεύτεροι» πολίτες κι «ανεξάρτητοι», στον τόπο μας, στη χώρα μας και στη γλυκιά πατρίδα, χαιρόμαστε τα επιτεύγματα μας κι ευφραίνεται η καρδιά μας η χρυσή.
Όλες αλήθειες είναι αυτές, κι ατέλειωτες άλλες τόσες, μόνο που είναι οι μισές ή μέρος της αλήθειας, αυτές που περιγράφουμε εδώ κι εκεί, παντού και, προσπαθούμε νάβρουμε ολόκληρες αλήθειες, ολόκληρες και στρογγυλές, σαν του θεού το μάτι, κι όπως τα πάντα ψάχνουμε πασχίζομε στο διάβα να δώσουμε χειροπιαστές, μοναδικές αλήθειες, να λέμε αλήθεια είναι αυτή που δέχεται ταυτόχρονα και η Λευτεριά του κόσμου, όπως κι αυτή η άτρωτη σωστή Δικαιοσύνη, γιατί οι μεγάλες αλήθειες είναι κομμάτια απ’ την ψυχή μας, οι ρίζες, τα θεμέλια, της ίδιας της ζωής μας.
Έλα, που όμως, ο κόσμος μας, τα έχει μπερδεμένα, κι αρέσκεται σ’ απλοϊκές φτιαχτές ψευδολογίες, στα άκριτα κι αβάσιμα πλασματικά τερτίπια, στις όποιες αληθοφάνειες κι απατηλές φαμφάρες… και βλέπει το γιαλό στραβό και όχι τ’ αρμένισμά του… κι αναρωτιέται ύστερα τι φταίει για τα όσα, θεόστραβα κι ανάποδα στον τόπο μας συμβαίνουν και πάνω στα κεφάλια μας ξεπέφτουν και βαραίνουν, εμάς τους ίδιους, όλους μας, τους γύρω μας, τους πάντες.
Ευτυχώς που κάποιοι άνθρωποι – έστω μειοψηφίες – έχουν το φυσικό το χάρισμα να κρίνουν την αλήθεια και συνήθως να την αποκαλύπτουν και στους άλλους, με δυσκολίες βέβαια και ανθρωποθυσίες, με χρόνιες πολύπλευρες μεγάλες ιστορίες.
Είναι περίτρανη θαρρώ / αλήθεια με πατέντα / πως το μυαλό μας οδηγός / είναι χωρίς κουβέντα / τους δρόμους τους «βιώσιμους» / αυτό τους επιλέγει / ανάλογα πως λειτουργεί / μας οδηγεί, στοχεύει. / Καθένας μας ευθύνεται / χωρίς αμφιβολία / για τα στραβά τ ‘ανάποδα / σ’ αυτή την κοινωνία. / Ας μην καταλογίζομε τα δολερά στους άλλους / σ’ αυτούς που μας «εχθρεύονται» / στους άσπονδους βανδάλους. / Εγώ – να λες – ευθύνομαι για την κακοτυχία / για κάθε στραβοπάτημα / του κόσμου τη δυστυχία. / Εγώ – να λες – το μπόι μου / ψηλά θα το κρατήσω / και την αλήθεια στη ζωή / θα την υπηρετήσω…
Από τον Δημήτρη Τσικούρα
* Ο Δημήτρης Τσικούρας είναι λογοτέχνης