Του Απόστολου Γερόπουλου
Πολλές συζητήσεις προκάλεσε η πρόσφατη συμφωνία της κυβέρνησης με τους δανειστές της. Ιδιαίτερα σχόλια πυροδότησε η δυσαρέσκεια που εξέφρασαν ο Μανόλης Γλέζος και ο Μίκης Θεοδωράκης, οι οποίοι, με δημόσιες δηλώσεις τους, κατηγόρησαν την κυβέρνηση ότι έκανε ανεπίτρεπτες υποχωρήσεις στις τελευταίες διαπραγματεύσεις. Κατά τη γνώμη τους, η συμφωνία που υπογράφηκε τελευταία δεν είναι συμβατή με τις προγραμματικές της εξαγγελίες και τη νωπή εντολή που της έδωσε ο λαός στις τελευταίες εθνικές εκλογές. Ωστόσο, είναι παγκοίνως γνωστό, ότι στις διαπραγματεύσεις ισχύει πάντα ο κανόνας του «δούναι» και «λαβείν», δηλαδή των αμοιβαίων υποχωρήσεων. Σε μια διαπραγμάτευση, για να πάρεις, πρέπει να δώσεις. Όταν μάλιστα είσαι ο αδύνατος διαπραγματευτής-όπως ήταν η Ελλάδα στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις-που είχε απέναντι της το σύνολο σχεδόν των χωρών της Ευρωζώνης και την πανίσχυρη, οικονομικά, Γερμανία, τα πράγματα γίνονται δυσκολότερα. Οι αμετακίνητοι στις θέσεις τους συνομιλητές οδηγούν σε ναυάγιο τις διαπραγματεύσεις, με ό,τι αυτά συνεπάγεται για τα διαλεγόμενα μέρη.
Στις πρόσφατες συνομιλίες με τους λεγόμενους «θεσμούς» η ελληνική κυβέρνηση δύο δεσμεύσεις της ήταν υποχρεωμένη να τηρήσει: να μην ακυρώσειτο προεκλογικό της πρόγραμμα και να κρατήσει τη χώρα στο «ευρώ». Και φαίνεται πως δεν τα πήγε άσχημα, αν ληφθούν υπ' όψιν οι δυσμενείς συνθήκες, κάτω από τις οποίες έκανε τις διαπραγματεύσεις. Και η συμφωνία αυτή, αντί να τύχει καθολικής αποδοχής, τουλάχιστον από την πλευρά της αριστεράς, αποδοκιμάστηκε από δύο ιστορικά στελέχη της. Τι καλύτερο προσδοκούσαν άραγε από τις διαπραγματεύσεις τα δύο επώνυμα αυτά στελέχη; Θα προτιμούσαν μήπως να τηρήσει άκαμπτη στάση η κυβέρνηση και να έρθει σε ρήξη με τους εταίρους; Να επιμείνει, δηλαδή, στο ή όλα ή τίποτε; Αυτό θα οδηγούσε με βεβαιότητα τη χώρα σε έξοδο από το «ευρώ» και σε ανεξέλεγκτη πτώχευση και χρεωκοπία.
Η υποβολή μαξιμαλιστικών αιτημάτων από τον καναπέ του σπιτιού είναι συγγνωστή, γιατί δεν έχει κανένα κόστος. Όταν όμως τέτοια αιτήματα κατατίθενται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων οδηγούν με βεβαιότητα σε αδιέξοδο. Οι εθνικιστικές κορώνες και οι
πατριωτικές εξάρσεις κολακεύουν το εθνικό μας φρόνημα και ακούγονται ευχάριστα στις εθνικές γιορτές, αλλά στην πολιτική και στη διπλωματία, όπου η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη και σκληρή, οδηγούν σε αδιέξοδα. Ο Δαβίδ νίκησε το Γολιάθ πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια στην εποχή της σφεντόνας. Σήμερα, στην εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών, νικητής αναδεικνύεται εκείνος που προασπίζει τα συμφέροντά του με ρεαλισμό, ορθολογισμό και προπάντων με ακαταμάχητα επιχειρήματα.
Είναι αλήθεια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ καλλιέργησε προεκλογικά στο λαό πολλές προσδοκίες. Μετεκλογικά όμως η κυβέρνησή του οφείλει να προσγειωθεί στη σκληρή πραγματικότητα. Να στρωθεί στη δουλειά και να δώσει λύσεις στα χρόνια και οξυμμένα προβλήματα της χώρας. Οι καθημερινές δηλώσεις και οι συνεντεύξεις κυβερνητικών στελεχών στα ΜΜΕ μόνο σύγχυση και ανησυχία προκαλούν στο λαό. Η εντολή του λαού ήταν ξεκάθαρη. Να απαλλάξει τη χώρα από τα επαχθή μνημόνια και να την κρατήσει μέσα στο «ευρώ». Για να επιτευχθούν όμως οι δύο αυτοί εθνικοί στόχοι, πρέπει να εργαστεί με πνεύμα ενότητας, σύμπνοιας και συνεργασίας. Ο λαός είναι δίπλα της και τη στηρίζει. Αλλά και την κρίνει.