Στον πρώτο μήνα της προεδρίας του, ο Τραμπ κήρυξε τον πόλεμο στις μυστικές υπηρεσίες και τα μέσα ενημέρωσης. Ο επόμενος στόχος του θα είναι μάλλον ο δικαστικός κλάδος. Δεν υπάρχει μέση λύση στην Ουάσινγκτον του Τραμπ. Ή οι δυνάμεις που είναι εναντίον του θα τον ανατρέψουν ή θα καταστρέψει το σύστημα. Πιστεύω ότι θα γίνει το πρώτο. Αλλά δεν βάζω και το χέρι μου στη φωτιά.
Μην παρασύρεστε από την κυβέρνηση του Τραμπ. Πολλοί από αυτούς είναι έμπειροι άνθρωποι. Ο υπουργός Αμύνης Τζέιμς Μάτις, ο υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον και ο υποψήφιος υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούσιν είναι επαγγελματίες. Μπορεί να μη συμφωνούμε με τις προτεραιότητές τους, αλλά δεν μπορούμε να αμφισβητούμε τον ρεαλισμό τους.
Το πρόβλημα είναι πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να εκτελούν τις εντολές ενός προέδρου που χωρίζει τον κόσμο σε εχθρούς και φίλους χωρίς να υπάρχει τίποτα ανάμεσα.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ρόμπερτ Χάργουορντ, που αρνήθηκε τη θέση του συμβούλου εθνικής ασφαλείας. Σε άλλες συνθήκες, ένας άνθρωπος με το παρελθόν του Χάργουορντ θα αποδεχόταν με ενθουσιασμό αυτή την πρόταση. Όχι όμως όταν έχεις να κάνεις με τον Τραμπ, έναν πρόεδρο που θεωρεί ότι γνωρίζει περισσότερα από τους στρατηγούς του για τον πόλεμο, περισσότερα από τους κατασκόπους του για την αντικατασκοπία, περισσότερα από τους διπλωμάτες του για τον κόσμο. Οι μόνοι άνθρωποι με τους οποίους συμφωνεί ο Τραμπ είναι εκείνοι που συμφωνούν μαζί του. Το ερώτημα είναι πόσον καιρό θα χρειαστούν οι συνεργάτες του για να φτάσουν στο ίδιο συμπέρασμα. Το όριο ανάμεσα στο να κάνεις το καθήκον σου και στο να σε εξευτελίζουν δεν είναι πάντα ευδιάκριτο.
Οι υπηρεσίες αντικατασκοπίας έχουν ήδη διασχίσει αυτό το όριο. Εννέα πηγές έδωσαν στην Ουάσινγκτον Ποστ λεπτομέρειες για το τηλεφώνημα του Μάικλ Φλιν στον Ρώσο πρεσβευτή στην Ουάσινγκτον. Ένας λόγος για τις διαρροές αυτές ήταν η εκδίκηση για την περιφρόνηση του Φλιν προς τις υπηρεσίες όταν ήταν επικεφαλής της Υπηρεσίας Αμυντικής Αντικατασκοπίας. Ένας άλλος όμως ήταν η βαθιά ανησυχία για την αλαζονική στάση του προέδρου απέναντι στην εθνική ασφάλεια της χώρας.
Ο Τραμπ έχει παρομοιάσει τη CIA με τη ναζιστική Γερμανία και την έχει κατηγορήσει ότι εργαζόταν για τη Χίλαρι Κλίντον. Αντίθετα, δεν φείδεται επαίνων για τον διευθυντή του FBI Τζέιμς Κόμεϊ, που συνέβαλε αποφασιστικά στην ήττα της Κλίντον.
Το μήνυμα είναι σαφές: ακολουθήστε το παράδειγμα του Κόμεϊ για να μην περιληφθείτε στη λίστα των εχθρών. Είναι δύσκολο όμως να φανταστεί κανείς πολλούς δημόσιους λειτουργούς που θεωρούν πρότυπο τον Κόμεϊ. Μερικοί από αυτούς διακινδυνεύουν τη ζωή τους, με σχετικά μικρή αμοιβή, για να υπηρετήσουν τη χώρα τους. Και η χώρα τους δεν είναι ο Τραμπ.
Ύστερα υπάρχουν τα μέσα ενημέρωσης, που ο Τραμπ κατηγορεί διαρκώς ότι ψεύδονται και συνωμοτούν για να υπονομεύσουν την προεδρία του. Το επόμενο βήμα είναι να τα κατηγορήσει για προδοσία. Σε ένα τουιτ, που στη συνέχεια έσβησε, τα χαρακτήρισε «εχθρούς του αμερικανικού λαού». Όλα αυτά δεν μπορεί να έχουν καλό τέλος. Οι δημοσιογράφοι στην Ουάσινγκτον είναι συνηθισμένοι στις θανατικές απειλές. Φοβάμαι πως είναι ζήτημα χρόνου προτού οι απειλές αυτές μεταφραστούν σε επιθέσεις. Το ίδιο ισχύει και για τους δικαστές που ανέτρεψαν την απαγόρευση εισόδου των Μουσουλμάνων στο αμερικανικό έδαφος και δέχονται ήδη θανατικές απειλές.
Οι αισιόδοξοι θεωρούν ότι ο Τραμπ θα κάνει κάποια στιγμή μια διόρθωση πορείας και θα διώξει από κοντά του τους πιο φανατικούς. Κάτι τέτοιο είναι πιθανό. Όμως κανείς δεν μπορεί να περιμένει μια μεταμόσχευση προσωπικότητας. Ο Τραμπ μπορεί να περάσει το 95% του χρόνου του ακούγοντας τις συμβουλές των ειδικών και 5% παρακούοντάς τες. Αυτό το 5% θα καθορίσει την ατζέντα. Γιατί ο Τραμπ δεν είναι ένας χαρακτήρας που μπορεί να μεταρρυθμιστεί. Όσο μεγαλύτερη πολιορκία δέχεται, τόσο σφοδρότερα θα επιτίθεται.
Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πόσο διάστημα θα χρειαστεί για να λυθούν οι διαφορές ανάμεσα στον Τραμπ και το λεγόμενο βαθύ κράτος. Είναι επίσης δύσκολο να πει κανείς πόσον καιρό θα αντέξει την πίεση το Κογκρέσο. Κάποια στιγμή όμως θα τεθεί το δίλημμα ανάμεσα στον Τραμπ και το αμερικανικό Σύνταγμα.
(Πηγή: Financial Times)
Του Έντουαρντ Λιους (*)
* Ο Εντουαρντ Λιους είναι αρθρογράφος των Financial Times