Οι γελωτοποιοί έπαιρναν διάφορα ονόματα, όπως δεικηλησταί, αυτοκάβδαλοι κ.ά. (χυδαίοι, βωμολόχοι, υποκριτές κ.ά.).
Η χυδαιότητα στη διατύπωση ήταν αμετάθετη προϋπόθεση, που στηρίζονταν σε μια πανάρχαια αντίληψη ότι τα ξεδιάντροπα αστεία ήταν απαραίτητα για την αποτροπή του κακού. Στόχος του «ονομαστί κωμωδείν», της σάτιρας δηλ., ήταν ο έλεγχος της κοινωνικής και πολιτικής επικαιρότητας, αποκλίσεις από την αναγνωρισμένη κοινή ηθική ή λαθεμένες ενέργειες των σημαντικών προσώπων της κοινότητας. Από τα έθιμα αυτά ενσωματωμένα σε διάφορες θρησκευτικές γιορτές, κυρίως του Διονύσου, ξεπήδησε το λογοτεχνικό είδος της αρχαίας κωμωδίας.
Το πόσο βαθιά ριζωμένη στην ψυχή των απλών ανθρώπων ήταν αυτού του είδους οι εκδηλώσεις φαίνεται από το γεγονός ότι ο χριστιανισμός, μια θρησκεία που θεωρεί τη βωμολοχία μέγιστη αμαρτία, δεν μπόρεσε να τις εξαφανίσει. Γι’ αυτό και, για να μπορεί να τις ελέγχει, τις ενσωμάτωσε στις δικές της γιορτές της Αποκριάς. Ένα τέτοιο αρχαιοελληνικό αποκριάτικο δρώμενο, που δεν υπάρχει σε κανένα από τα χωριά του Ολύμπου και του Κισσάβου, είναι και το μόνο από τα παραδοσιακά έθιμα που επιβίωσε στην Κρανιά. Όλα τα’ άλλα χάθηκαν. Κι οι Κρανιώτες έχουν συνείδηση της μοναδικότητας του εθίμου. Γι’ αυτό και αντιμετωπίζεται απ’ όλους με ιδιαίτερη σοβαρότητα. Έχει καθαρά θρησκευτικό και ιεροτελεστικό χαρακτήρα.
Το έθιμο λαβαίνει χώρα στην πλατεία του χωριού. Την Κυριακή της Αποκριάς, μόλις νυχτώσει, συγκεντρώνονται οι άντρες και ανάβουν φωτιά στο κέντρο της πλατείας. Ένας άντρας, που πρωτοστατεί συνήθως πολλά χρόνια στο δρώμενο, παίζοντας το ρόλο του ιερέα-εξάρχοντος του χορού, παίρνει ένα θυμιατό και θυμιατίζει 2-3 φορές. Τον ακολουθούν 15-20 άντρες σχηματίζοντας κυκλικό χορό γύρω από τη φωτιά. Κανένας δεν είναι μεταμφιεσμένος. Αφού ο ‘εξάρχων’ βάλει ‘βλουητό’, αρχίζει να τραγουδάει ‘τ’ αποκριάτικα’, δηλ. τραγούδια άσεμνα και πειρακτικά, τα οποία μπορεί να χωριστούν σε δυο κατηγορίες. Τα πρώτα αναφέρονται γενικά στη γιορτή της Αποκριάς και είναι παραδοσιακά. Στόχο έχουν να δημιουργήσουν το κατάλληλο κλίμα, μια έξαρση. Ακολουθούν αυτοσχέδια δίστιχα, με τα οποία σατιρίζονται όλα τα εξέχοντα πρόσωπα του χωριού, που τη χρονιά που πέρασε έχουν προβεί σε ενέργειες, που παραβιάζουν την κοινωνική ηθική κι έχουν δώσει λαβή για τη σάτιρα, δηλ. ο πρόεδρος, ο δάσκαλος, διάφορες επαγγελματικές ή άλλες ομάδες κλπ. Τα δίστιχα της δεύτερης ομάδας είναι όλα τους αυτοσχέδια, τα οποία έχει προετοιμάσει ο ‘εξάρχων’ από καιρό. Όταν τελειώσει ο εξάρχων, κάποιος από το χορό, χωρίς να φύγει από τη θέση του, αφήνοντας τον εξάρχοντα να οδηγεί το χορό, αρχίζει να τραγουδάει τα δικά του αυτοσχέδια σατιρικά δίστιχα, που συνήθως πλάθει εκείνη τη στιγμή. Αυτόν ακολουθεί ένας τρίτος μέχρι να εξαντληθεί η έμπνευση των χορευτών. Το ρόλο του εξάρχοντα τα τελευταία χρόνια παίζει ο Κόκουβας Χρίστος του Αντώνη.
Η σάτιρα είναι επώνυμη και προσωπική. Όπως και στα ανάλογα αρχαιοελληνικά έθιμα και στην Αττική κωμωδία, στόχος του «ονομαστί κωμωδείν» είναι ο έλεγχος μέσα στα όρια της κοινότητας της κοινωνικής και πολιτικής επικαιρότητας, αποκλίσεις από την αναγνωρισμένη κοινή ηθική ή λαθεμένες ενέργειες των σατιριζόμενων προσώπων. Με τη διακωμώδηση επιδιώκεται ν’ αντιληφθούν οι σατιριζόμενοι τα σφάλματά τους και η συμπεριφορά τους στο μέλλον να είναι πιο κόσμια.
Τα τραγούδια είναι δίστιχα. Η όλη παράσταση τραγουδιού-χορού εξελίσσεται σε κάθε δίστιχο σε δυο φάσεις. Ας δούμε π.χ. το δίστιχο, με το οποίο αρχίζει κάθε χρόνο το δρώμενο.
Τις τρανές τις Απουκριές
σκώνουντ’ οι πούτ… ουρθές.
Στην α΄ φάση όλος ο χορός μένει ακίνητος, ενώ ο εξάρχων τραγουδάει τον α΄ στίχο, που στο τραγούδι γίνεται κι αυτός δίστιχος.
Τις τρανές, μπρε, μπρε, μπρε,
τις τρανές τις Απουκριές
τις τρανές τις Απουκριές
σκώνουντ’ οι πούτ… ουρθές.
Οι χορευτές επαναλαμβάνουν το δίστιχο, ενώ συγχρόνως αρχίζουν να χορεύουν μ’ επικεφαλής τον εξάρχοντα. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται για κάθε δίστιχο. Οι χορευτές με τον εξάρχοντα επικεφαλής χορεύουν μόνον, όταν οι ίδιοι τραγουδούν όλο το δίστιχο στη β΄ φάση.
Οι χορευτικές κινήσεις είναι οι πιο απλές που μπορούν να γίνουν σ’ ένα χορό. Απλή εναλλαγή δεξιού αριστερού με συνεχή κίνηση προς τα μπρός κυκλικά. Η χορευτική αυτή απλότητα δείχνει και την αρχαϊκότητα του χορού και του εθίμου. Είναι ακριβώς οι ίδιες χορευτικές κινήσεις που κάνουμε και στον επίσης αρχαϊκό «χορό του Ησαϊα», με τον οποίο η ομοιότητα στο ρυθμό και στη μελωδία είναι αξιοσημείωτη.
Τις τρανές τις Απουκριές
-΄ -/ -΄ -/ -΄ -/ -΄
Ησαϊα χόρευε
-΄ -/-΄-/ -΄ -/ -΄
Φυσικά η απλοϊκότητα των βηματισμών του χορού οφείλεται στο γεγονός ότι ο χορός δεν είναι μέσο επίδειξης των χορευτικών δεξιοτήτων, όπως συμβαίνει με τους κοσμικούς χορούς, αλλά λειτουργικό μέρος ενός θρησκευτικού δρώμενου, που υπηρετεί τον κύριο στόχο, που εδώ είναι η σάτιρα μέσω του τραγουδιού.
Το ποιητικό μέτρο, που είναι υποχρεωμένος ο εξάρχων και οι άλλοι ποιητάρηδες να χρησιμοποιήσουν, είναι το τροχαϊκό 7σύλλαβο ή 8σύλλαβο, πότε σε δίστιχα ομοιοκατάληκτα και πότε όχι. Το μέτρο αυτό είναι αρχαιότατο και πολύ σπάνιο. Το ίδιο μέτρο π.χ. χρησιμοποιείται τόσο στα «χελιδονίσματα» όσο και στο ειδωλολατρικό δρώμενο «Περπερούνα».
Χελιδόνα έρχεται/ απ’ την άσπρη θάλασσα.
Περπερούνα περπατεί / για βροχή παρακαλεί.
Τις Τρανές τις Απουκριές / σκώνουντ’ οι πούτ… ουρθές.
Η μελωδία είναι πολύ απλή. Αν παραστήσουμε τις νότες ανάλογα με τη διάρκειά τους με τα σύμβολα που συμβολίζουμε τις μακρές και βραχείες συλλαβές – υ, με τα οποία αναλύουμε την αρχαιοελληνική ποίηση από άποψη μετρική, θα έχουμε το αρχαιοελληνικό αναπαιστικό μέτρο στον εισαγωγικό στίχο και τον τροχαϊκό στου επόμενους δυο.
Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι το αποκριάτικο φαλλικό έθιμο της Κρανιάς Ολύμπου είναι μοναδικό. Φαλλικά βέβαια έθιμα υπάρχουν σε πολλά χωριά, όπως στην Αγιάσο και στον Τίρναβο, αλλά αυτά υπηρετούν άλλες σκοπιμότητες. Είναι έθιμο αρχαιοελληνικό, που επιβίωσε και μάλιστα αναλλοίωτο στην απλή αρχέγονη μορφή, στην οποία βρίσκονταν τα ανάλογα αρχαιοελληνικά έθιμα του 6ου π.Χ αιώνα, πριν δηλ. ξεπηδήσει από αυτά η Αττική κωμωδία. Ο χαρακτήρας του είναι θρησκευτικός-τελετουργικός έχοντας ως στόχο τον έλεγχο της κοινωνικής και πολιτικής επικαιρότητας του χωριού, αποκλίσεις από την αναγνωρισμένη ηθική ή λαθεμένες ενέργειες σημαντικών προσώπων της κοινότητας.
Από τον Γιάννη Μπασλή, δρ.φ.