* Από τον Γιώργο Καραβάνα
Ένας αλκοολικός είχε περιπέσει σε οικονομική δυσχέρεια κι αποφάσισε να μειώσει τα έξοδά του. Τα έβαλε λοιπόν κάτω για να δει τι μπορεί να κόψει. Σήμερα ξόδευε: 7 ευρώ τη μέρα για δυο μπουκάλια κρασί, 5 ευρώ για φαγητό, 3 ευρώ για λεωφορείο, 2 ευρώ για θέρμανση, 2 ευρώ για ρεύμα, 1,5 ευρώ για ένδυση. Τα χρήματα δεν έφταναν. Αρχίζει λοιπόν να κόβει: 7 ευρώ για 2 μπουκάλια κρασί, 4 ευρώ για φαγητό (ας κάνουμε λίγο δίαιτα), 1,5 ευρώ για λεωφορείο (ας κάνουμε τη μία διαδρομή πεζή), 1,5 ευρώ για θέρμανση (καλοκαίρι έρχεται), 1,5 ευρώ για ρεύμα (ας μείνουμε στο σκοτάδι λίγες ώρες), 1 ευρώ για ένδυση (τα παλιά παπούτσια αντέχουν ακόμα). Αλλά τα οικονομικά εξακολουθούσαν να είναι σφιχτά. Ξανά λοιπόν χαρτί και μολύβι: 7 ευρώ για δύο μπουκάλια κρασί, 3,5 ευρώ για φαγητό (αρχίζει η πείνα...), 0 ευρώ για μετακινήσεις (κομμένο το λεωφορείο), 1 ευρώ για θέρμανση (κουβέρτα μέσα στο σπίτι), 1 ευρώ για ρεύμα (μόνο τα πάγια), 0 ευρώ για ένδυση (κι όσο αντέξουν ρούχα και παπούτσια). Αλλά ο λογαριασμός πάλι δεν έβγαινε! Τα έσοδα εξακολουθούσαν να είναι χαμηλότερα από τα έξοδα. Και τότε, ο αλκοολικός άρχισε να βρίζει τη Μέρκελ, τις τράπεζες, τη ΔΕΗ και τις αστικές συγκοινωνίες, την εταιρία αερίου και τα εστιατόρια, που δεν του δίναν βερεσέ. Ούτε που του πέρασε από το μυαλό να κόψει το κρασί, που ήταν μακράν το μεγαλύτερο έξοδο.
Κάπως έτσι είναι η ελληνική οικονομία. Αν κοιτάξετε τους κρατικούς προϋπολογισμούς πριν την κρίση, θα διαπιστώσετε πως το 70% των δαπανών πήγαινε σε μισθούς και συντάξεις του δημοσίου κι επιδοτήσεις ασφαλιστικών ταμείων, το 20% στην εξυπηρέτηση του χρέους και το 10% σε όλα τα υπόλοιπα (αναλώσιμα, λογαριασμοί, δημόσιες επενδύσεις). Μετά την κρίση, τα ποσοστά άλλαξαν επί τα χείρω! Σήμερα, σχεδόν το 80% πηγαίνει στα πρώτα (μπορεί οι μισθοί και οι συντάξεις να μειώθηκαν, αλλά μειώθηκε ακόμα περισσότερο το ΑΕΠ), σχεδόν 0% στην εξυπηρέτηση του χρέους, την οποία ανέλαβαν οι πιστωτές μας (αυτοί πληρώνουν - εμείς χρεωνόμαστε) και 20% στα υπόλοιπα (παρότι το πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων έχει σχεδόν μηδενιστεί). Ίσα που καλύπτουμε τις βασικές ανάγκες του κράτους σε καύσιμα, υλικά νοσοκομείων κλπ. Κι εμείς, ως άλλοι αλκοολικοί, επιμένουμε να εστιάζουμε ακόμα περισσότερο στο δεύτερο και το τρίτο νούμερο (συζήτηση κυρίως γύρω από το χρέος, ακόμα λιγότερες δαπάνες για νοσοκομεία και σχολεία, σχεδόν μηδενικές επενδύσεις σε υποδομές) και ξεχνάμε τελείως το πρώτο νούμερο, που είναι και το μεγαλύτερο: τις δαπάνες του κράτους για μισθούς, συντάξεις κι επιδοτήσεις ταμείων. Όπως για τον αλκοολικό το κρασί αποτελεί ζήτημα ταμπού, έτσι και για τους έλληνες κρατιστές (από ΝΔ μέχρι ΣΥΡΙΖΑ) ταμπού αποτελεί το μέγεθος του δημοσίου. Κι έτσι ποτέ δεν το συζητάμε! Το ότι όμως δεν το συζητάμε, δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα θα λυθεί από μόνο του...!
Δεν είναι ότι οι αμοιβές στο δημόσιο είναι υψηλές – κάθε άλλο. Ένα σύγχρονο κράτος χρειάζεται υπαλλήλους υψηλής εξειδίκευσης και προσόντων, για λίγες και συγκεκριμένες δουλειές, που πρέπει να αμείβονται ανάλογα. Το πρόβλημα είναι ότι το ελληνικό κράτος ασχολείται με πολλά πράγματα σε πολλούς κλάδους της οικονομίας, με τα οποία δεν θα έπρεπε να ασχολείται. Απασχολεί συγκριτικά πολλούς ανθρώπους, που με τη σειρά τους καταναλώνουν πόρους, που στερείται η παραγωγική οικονομία. Και σαν να μην έφτανε το υψηλό κόστος, το ελληνικό κράτος έχει και χαμηλή απόδοση. Κανείς δεν μετρά, κανείς δεν αξιολογεί, κανείς δεν αξιολογείται. Άλλωστε η μεγέθυνσή του δεν έγινε με γνώμονα την ποιότητα, αλλά με καθαρά ψηφοθηρικά κριτήρια (και σ’ αυτό φταίμε όλοι). Όσο κουραστικός κι αν γίνομαι κι όσο αντιδημοφιλής κι αν είναι αυτή η αλήθεια, δεν θα σταματήσω να τη λέω. Έχουμε πολύ μεγαλύτερο δημόσιο απ’ αυτό που χρειαζόμαστε κι από αυτό που αντέχουμε. Έχουμε περισσότερα πανεπιστήμια και ΤΕΙ απ’ όσα θα έπρεπε (41 σύνολο), που απλώς παράγουν νέους ανέργους. Έχουμε πιο πολλά στρατόπεδα απ’ όσα απαιτεί η άμυνά μας. Έχουμε – κρατήστε το νούμερο – 431 δημόσιους οργανισμούς, με αντικείμενο την «αγροτική ανάπτυξη»... Έχουμε εκατοντάδες δημόσιους οργανισμούς και ανώνυμες εταιρίες του δημοσίου (αυτές μάλιστα ξεφεύγουν του ενιαίου μισθολογίου) με άγνωστο αντικείμενο και προϋπολογισμό. Συνήθως χρησιμεύουν ως πάρκιγκ κομματικών ρουσφετιών. Μόνο η ΕΡΤ κοστίζει περί τα 400 εκατομμύρια το χρόνο. Αν αντέχαμε χωρίς ΕΡΤ τα 5 χρόνια της κρίσης, θα είχαμε τώρα εξοικονομήσει 2 δις. Αυτή η κατάσταση - όσο και να μην τη συζητάμε, όσο και να επιλέγουμε να ασχολούμαστε με άλλα, όπως το χρέος και η εξυπηρέτησή του, όσο και να κόβουμε από άλλους τομείς - απλά δεν βγαίνει! Δεν βγαίνει, ακόμα κι αν υπογράψουμε όχι 3ο αλλά και ...13ο Μνημόνιο. Η χώρα πρέπει να ξαναρχίσει να παράγει και να εξάγει. Αν πρόκειται να σωθούμε, είναι απολύτως απαραίτητο να μετακινηθεί μεγάλος αριθμός εργαζόμενων από τον δημόσιο στον εξωστρεφή ιδιωτικό τομέα. Ας απλοποιήσουμε ριζικά τη δημόσια διοίκηση (μηχανοργάνωση παντού), ας κρατήσουμε λίγους, καλούς και καλοπληρωμένους δημόσιους υπάλληλους, με απόδοση που θα ελέγχεται και θα αξιολογείται, κι ας δώσουμε κίνητρα στους υπόλοιπους να φτιάξουν κάτι δικό τους (πάντως όχι κίνητρα για πρόωρες συντάξεις, που όχι μόνο δεν λύνουν αλλά επιτείνουν το πρόβλημα). Ας διευκολύνουμε την ιδιωτική οικονομία ώστε να ξαναρχίσει να προσλαμβάνει και να επενδύει. Η αρχή θα είναι δύσκολη, γι’ αυτό και κανένας δεν θέλει να την κάνει. Το πολιτικό κόστος θα είναι τεράστιο, γι’ αυτό και κανένας δεν θέλει να το αναλάβει. Αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση. Η χώρα βούλιαξε και τα νούμερα είναι αμείλικτα. Αρκεί να σκύψουμε να τα διαβάσουμε!
* Ο Γιώργος Καραβάνας είναι μέλος της ΔΡΑΣΗΣ και υποψήφιος βουλευτής με το Ποτάμι